Βιβλίο της Νίκης Eideneier
DimitraMitta writes, "Αγαπητοί συνάδελφοι,
Με αφορμή το κείμενο του κ. Δ. Μούσουρα για την ιστορία των ελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, σας στέλνω μια παρουσίαση του βιβλίου της κ. Eideneier (δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Πάροδος) με θέμα Έλληνες συγγραφείς κυρίως στη Γερμανία.
Δήμητρα Μήττα "
8 Ιανουαρίου 2007
Νίκη Eideneier, Οικεία ξένη. Έλληνες συγγραφείς – απόδημοι στην καρδιά της Ευρώπης. Πρόλογος Δημοσθένης Κούρτοβικ. Θεσσαλονίκη: τα τραμάκια, 2006, σ. 110
Το βιβλίο της Νίκης Eideneier είναι σαφής απόδειξη ότι δεν είναι η ποσότητα που καθορίζει την ουσία ενός βιβλίου. Μέσα στις 110 σελίδες ενός βιβλίου σε μικρό μέγεθος συμπυκνώνονται σκέψεις και τεκμηριωμένες θέσεις για τη λογοτεχνία της ελληνικής διασποράς, τη μεταναστευτική κυρίως και της εξορίας, από το 1960 κ.ε.
Το βιβλίο θέτει το ζήτημα σε ιδεολογική βάση, με όλες τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους. Ωστόσο, δεν είναι ένα βιβλίο αμιγώς ιστορικό, μια αναδρομή στο παρελθόν για το μεταναστευτικό ρεύμα και τη λογοτεχνική παραγωγή που προέκυψε ως συνέπεια αυτού, τόσο στην πρώτη γενιά μεταναστών όσο και στη δεύτερη, οπότε οι συνθήκες μεταλλάσσονται, επομένως και το περιεχόμενο και το ύφος των νέων βιβλίων. Στο βιβλίο τίθενται και θεωρητικοί προβληματισμοί που αφορούν στην αποσαφήνιση της σχετικής με το θέμα ορολογίας και σε αυτή καθαυτή τη λογοτεχνική παραγωγή των Ελλήνων μεταναστών ως συνέπεια της συνάντησής τους με τον υπόλοιπο κόσμο, τον ευρωπαϊκό και τον άλλον, της διττής τους παιδείας, της υπόστασης που έπαιρναν (δεύτερη γενιά) ή δεν έπαιρναν (πρώτη γενιά) από τη μητέρα/μητριά πατρίδα. Αναπόφευκτα υπεισέρχονται όροι όπως διαπολιτισμικότητά ή πολυπολιτισμικότητα, κοσμοπολιτισμός, αυτοσυνειδησία μέσα από τον καθορισμό της ετερότητας, παγκοσμιοποίηση ή –θα προτιμούσα– οικουμενικότητα, όταν μιλούμε με όρους και για όρους μη οικονομικούς.
Στη θεωρητική τοποθέτηση των ζητημάτων της πολυπολιτισμικότητας μέσα στην Ευρώπη και της διαμόρφωσης μιας ευρωπαϊκής συνείδησης μέσα από την αλληλεπίδραση, είχε προηγηθεί η δοκιμασία των μεταναστών στα ζητήματα αυτά. Φορείς και εκφραστές οι ίδιοι μιας ανοιχτής κοινωνίας (κάποιες φορές και καταρχάς αναγκαστικά) σε κοινωνίες που άλλοτε τους εκλάμβαναν ως χρηστικά αντικείμενα και άλλοτε υποβοηθούσαν, κάτω από προϋποθέσεις, στη διαδικασία μιας εκ νέου κοινωνικοποίησης των ξένων ενοικούντων σε αυτές, μέσα σε μια Ευρώπη και έναν κόσμο στον οποίο τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται το εξής παράδοξο: από τη μια, όλο και περισσότεροι άνθρωποι διαφορετικών πολιτισμικών προελεύσεων μοιράζονται έναν πολιτισμό που διαχέεται συνεχώς, συμμετέχοντας σε μια μακριά διαδικασία παγκοσμιοποίησης· από την άλλη, ομάδες πληθυσμών διαφοροποιούν τους εαυτούς τους με άξονα τα σύμβολα, την παράδοση, την ιστορία και την επανερμηνεία της, καθώς προσπαθούν να προχωρήσουν μπροστά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι έλληνες μετανάστες, όποιας γενιάς, με την πρωτότυπη παραγωγή και το μεταφραστικό τους έργο συμβάλλουν στην ευρωπαϊκή ιδέα, τόσο γιατί γνωρίζουν στην Ελλάδα τη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας διαμονής τους, όσο και το αντίστροφο, αλλά και γιατί εκεί, στον τόπο διαμονής, σταδιακά, ο ντόπιος πληθυσμός υιοθετεί συνήθειες της καθημερινότητας των λαών που φιλοξενεί, ενώ αναγνωρίζονται και επιρροές στη λογοτεχνία τους.
Συγκινησιακά θα μπορούσε κανείς να μείνει στο περιεχόμενο των κειμένων που παρήχθησαν από τους μετανάστες και για λόγους ιστορικούς. Διαλυμένες οικογένειες, προβλήματά οικονομικά και επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα στην ίδια την οικογένεια, στο κράτος υποδοχής, στην πατρίδα, τους φορείς και τους ανθρώπους της, είναι ζητήματα που απασχόλησαν την πρώτη γενιά των μεταναστών, ενώ η δεύτερη γενιά επικεντρώθηκε κυρίως στην ταυτότητα: ποιος είναι ποιος, ποιος ανήκει πού. Ο νόστος ως σημείο αναφοράς έπαιρνε κάθε φορά διαφορετικές διαστάσεις –οι Οδυσσείς είναι γνωστές φυσιογνωμίες στην Ελλάδα από αρχαιοτάτων χρόνων. Σημαντική, όμως, θεωρώ την παρατήρηση της μελετήτριας ότι η λογοτεχνία αυτή μπορεί να κριθεί με όρους αισθητικής, κάτι που μας επισημαίνει ότι ακόμη αποφεύγεται στις χώρες υποδοχής των μεταναστών ακόμη και από τις ομάδες των συμπαθούντων ντόπιων λογοτεχνών, ίσως γιατί η σύγκριση δεν τους ευνοεί.
Το βιβλίο της Νίκης Εideneier προκαλεί προβληματισμούς αλλά και μια αισιοδοξία για το μέλλον. Μέσα από το βιβλίο της αναδύονται αναπότρεπτα ανοιχτές κοινωνίες, όπου συνυπάρχουν οι ιδιαιτερότητες μέσα στα πλαίσια της διαφορετικότητας. Και αυτό είναι μια εικόνα τελείως διαφορετική από αυτή που επιλέγεται για παρουσίαση στα καντράν των τηλεοράσεων και στις σελίδες των εφημερίδων, με ειδήσεις για πράξεις ξενοφοβίας και ρατσισμού. Εξάλλου, το βιβλίο αποκτά μιαν ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική κοινωνία από μιαν άλλη σκοπιά. Είναι πια η Ελλάδα χώρα υποδοχής οικονομικών μεταναστών, και οι Έλληνες που εκδηλώνουν με τη σειρά τους δυσκινησία στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Υπάρχουν όμως αποθέματα μνήμης που δεν δικαιολογούν εύκολα ξενοφοβικά και ρατσιστικά ολισθήματα, όπως η γνώση για τον αναμορφωτικό ρόλο των προσφύγων της Μ. Ασίας στη νεότερη Ελλάδα παρά την αρνητική υποδοχή τους από τους Ελλαδίτες· η γνώση για τη σημασία που διαδραμάτισαν οι μετανάστες στην οικονομική ανάκαμψη των χωρών υποδοχής τους μέσα στα πλαίσια οργανωμένης πολιτικής από την πλευρά τους· η γνώση των δυσκολιών προσαρμογής σε καινούρια περιβάλλοντα και αποδοχής των δικών τους ανθρώπων από τους εκεί ντόπιους· η περηφάνεια για όσους δικούς τους διαπρέπουν στο εξωτερικό μέσα σε ευκαιρίες που τους παρέχει το ξένο κράτος ή μέσα σε ελληνικές κοινότητες· η διεκδίκηση δικαιωμάτων για όσες μειονότητες καταπιέζονται σε ξένα κράτη, χωρίς να έχουν το δικαίωμα στη μόρφωση, στην εκμάθηση και διατήρηση της γλώσσας, στην εκπροσώπηση σε επίπεδο τοπικό και εθνικό.
Μέσα στο καινούριο αυτό πλαίσιο, το ερώτημα το οποίο αυτόκλητα αναδύεται είναι για τον τρόπο με τον οποίο θα μπολιαστεί η ελληνική λογοτεχνία από τους δικούς της νέους μετανάστες, αυτούς που από τα τέλη της δεκαετίας του ʼ80 ήλθαν στη χώρα, ελληνικής ή μη καταγωγής. Τα παιδιά τους όχι μόνο μιλούν ελληνικά αλλά και σκέφτονται ελληνικά. «Τους μιλώ γεωργιανά, μου απαντούν ελληνικά. Πώς να γυρίσω πίσω, που το θέλω πολύ;», μου είπε μια κυρία.
Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε το αποτέλεσμα από το μπόλιασμα τόσο στον τρόπο της ζωής όσο και στη λογοτεχνία. Η κ. Eideneier μας δημιούργησε προσδοκίες.
Δήμητρα Μήττα
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια