Το (ελληνο-) βρετανικό Panopticon
Vassilis writes, "Απάντηση στο άρθρο του κ. Δ. Τζιόβα (Βήμα της Κυριακής, 17/4/05), στο οποίο πολλά καταμαρτυρούσε στους αποσπασμένους σε πανεπιστήμια του εξωτερικού φιλολόγους και στη διαδικασία ή τη σκοπιμότητα της επιλογής τους.
Βασίλης Οικονομίδης
Αποσπασμένος εκπαιδευτικός,
Λέκτορας Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Ιορδανίας
"
4 Μαΐου 2005
Το (ελληνο-) βρετανικό Panopticon
Συνηθίζει κανείς, όπως υποστηρίζουν οι ειδικοί μελετητές της συμπεριφοράς, να ενστερνίζεται βιωματικά τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις, τον αξιακό κώδικα, τα φερσίματα του τόπου στον οποίο ζει, εργάζεται και δημιουργεί. Έτσι, ακόμα κι όταν βρεθεί στα ξένα, ανάμεσα σε ξένους, σταδιακά γίνεται οικείος. Το φαινόμενο το παρακολουθήσαμε στην ακραία του εκδοχή και στον Zelig του Woody Allen, ακροβατώντας μεταξύ γέλιου και δακρύων, καθώς ο ταλαίπωρος Λέοναρντ άσπριζε, σκούραινε, πάχαινε, αδυνάτιζε, μαλάκωνε ή σκλήραινε τις χειρονομίες του στην προσπάθεια να είναι παρών στην εποχή του. Έχει, βέβαια, ενδιαφέρον να παρατηρούμε κάθε φορά με τι από το σύμπαν καταστάσεων που συνιστούν το «άλλο» οικειώνεται ο καθένας: Τι επιλέγει, τι τον διαπερνά άθελά του και τι υφέρπει αλώβητο από το περιβάλλον στο οποίο τοποθετείται η αφετηρία του.
Ζώντας στη Μεγάλη Βρετανία λοιπόν, δεν είναι δα πολύ δύσκολο ή ανέλπιστο να αναπαράγει κάποιος τη γοητευτική έννοια της «κοινής λογικής» (του παντοδύναμου common sense) συνδυασμένης με ολίγο λαϊκισμό, ριζωμένης στα κλασσικά δόγματα του φιλελευθερισμού και στις άγριες πρακτικές του νεοφιλευθερισμού. Καμιά από τις παραπάνω προκείμενες δεν απουσιάζει από το κείμενο του κ. Δ. Τζιόβα, όπως δημοσιεύτηκε στις «Νέες Εποχές» του Βήματος στις 17/4/2005 και αναφερόταν με το ιερό μένος του νοικοκύρη στις αποσπάσεις φιλολόγων της δημόσιας εκπαίδευσης σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, προκειμένου να διδάξουν εκεί τη νέα ελληνική γλώσσα, ιστορία και πολιτισμό. Ο εκλεκτός καθηγητής υποστήριζε ότι οι συγκεκριμένοι εκπαιδευτικοί: α. δε διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, β. ευνοήθηκαν από ένα ανεξέλεγκτο και κλειστό σύστημα επιλογής, γ. οι μισθοί τους με την μορφή «υψηλών επιμισθίων» συνεπάγονται την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, δ. υφαρπάζουν ευκαιρίες επαγγελματικής αποκατάστασης πολλών άλλων «προσοντούχων νέων», ε. συμβάλλουν κι αυτοί, μαζί με τους δασκάλους και λοιπούς εκπαιδευτικούς των τάξεων ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό, στην τραγική κατάληξη των ελληνοπαίδων των παροικιών, που πλανώνται άγλωσσοι ή ανεπάγγελτοι.
Όλα ακούγονται σύμφωνα με την κοινή λογική- πώς όχι;- με μόνη αδυναμία ότι η λογική αυτή ποντάρει στην άγνοια του αναγνώστη και στη γενική ναυτία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού απέναντι σε φαινόμενα ευνοιοκρατίας και διαφθοράς. Ας σημειώσουμε λοιπόν τα ακόλουθα: Οι φιλόλογοι που, από το Σεπτέμβριο 2002, στελέχωσαν τις θέσεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, οφείλουν σύμφωνα με την προκήρυξη του Υπουργείου Παιδείας να υποβοηθήσουν το έργο των εδρών ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού, εντάσσοντας τη διδασκαλία τους στο πρόγραμμα σπουδών των οικείων ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Όπως συμβαίνει και με άλλα κράτη (γνωρίζω τις περιπτώσεις της Ισπανίας, του γερμανικού DAAD, της Γαλλίας, της ιαπωνικής JAICA, της Ιταλίας, της Τουρκίας), οι αποσπασμένοι εκπαιδευτικοί ως ”native speakers” αναλαμβάνουν τα επίπεδα αρχαρίων κι ενδιάμεσων, καθώς και εισαγωγικά μαθήματα πολιτισμού, ιστορίας και κουλτούρας. Για τυχόν άλλα αντικείμενα διδασκαλίας, αποφασίζουν τα οικεία Τμήματα, αξιολογώντας τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού τους δυναμικού.
Το Υπουργείο Παιδείας έκρινε σωστά ότι η εμπειρία των διορισμένων στα ελληνικά σχολεία φιλολόγων με προϋπηρεσία κι αυξημένα προσόντα, παρέχει τα ασφαλέστερα εχέγγυα ότι οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν τι σημαίνει τάξη μαθητών/φοιτητών, διδακτικό έργο και ταχεία προσαρμογή στις απαιτήσεις διευρυμένου αντικειμένου διδασκαλίας. Ίσως ο κ. Τζιόβας δε γνωρίζει ή και δε θυμάται ότι ο φιλόλογος αποτελεί τον Τιραμόλα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, διδάσκοντας πολλά και διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα, σε ολοένα και περισσότερο διαφοροποιημένες τάξεις («τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις»). Θα αντιλαμβάνεται πάντως ότι το συγκεκριμένο δύσκολο έργο της διδασκαλίας των ελληνικών στο εξωτερικό υλοποιείται καλύτερα από κάποιον που διαθέτει αποδεδειγμένα και διδακτική πείρα εκτός από δημοσιεύσεις. Εξάλλου, η πολυμελής επιτροπή αξιολόγησης την οποία συνέστησε το Υπουργείο Παιδείας από τους κατάλληλους φορείς, συνεκτίμησε τα τυπικά προσόντα, τους τίτλους εξειδίκευσης, τη γλωσσομάθεια των υποψηφίων. Πέρα από το φάκελο που υπέβαλε ο κάθε υποψήφιος, υποβλήθηκε σε λεπτομερειακή συνέντευξη, σε δύο τουλάχιστον γλώσσες εις επήκοον όλων. Τώρα, αναρωτιέμαι πόσο άσχετοι μπορούν πια να είναι οι τίτλοι ειδίκευσης (διδακτορικό, M.Phil, μεταπτυχιακό) ενός φιλολόγου που καλείται να διδάξει γλώσσα, ιστορία, κουλτούρα. Και, για να συνεχίσω, στον ίδιο απορηματικό τόνο, πόσο κλειστή είναι μια προκήρυξη θέσεων που κοινοποιήθηκε στις χιλιάδες των φιλολόγων στα ελληνικά δημόσια σχολεία.
Όμως, η αξιολόγηση δε σταματά εκεί. Τα τμήματα του εξωτερικού, αποδέχονται ή όχι με τις δικές τους διαδικασίες και κριτήρια τους εκπαιδευτικούς. Τουλάχιστον, τούτο συνέβη στο Πανεπιστήμιο της Ιορδανίας σε συνεδρίαση Τμήματος. Το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας αποστέλλει μα δεν επιβάλλει. Το Πανεπιστήμιο, του οποίου έχω πείρα, εφαρμόζει σύστημα αξιολόγησης του διδάσκοντος από τους φοιτητές μια φορά ανά εξάμηνο, με πολύ σαφείς και κωδικοποιημένες φόρμες, διαδικασία που δεν θυμάμαι ούτε στην Ελλάδα, ούτε στο Μπέρμινχαμ με αυτήν την αυστηρή μορφή. Επιπλέον, ο Πρόεδρος του οικείου Τμήματος αποστέλλει ετήσια έκθεση αξιολόγησης του εκπαιδευτικού απευθείας στο ΥΠ.Ε.Π.Θ. Οι συντονιστές εκπαίδευσης, ανά ευρύτερη περιοχή, έχουν κι εκείνοι το λόγο τους. Το γενικό πολιτιστικό έργο του εκπαιδευτικού αξιολογείται από τις διπλωματικές μας αρχές και από τον επιχώριο ελληνισμό, καθώς γίνεται αφορμή για την προβολή της χώρας μας.
Έπειτα, είναι και το θέμα της κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος. Ας μην ανησυχούν οι κήνσορες, διότι το συμπλήρωμα του τακτικού μισθού των αποσπασμένων (γνωστό ως επιμίσθιο) δεν επαρκεί διόλου για την άνετη διαβίωσή τους στην αλλοδαπή κι έτσι, επιβιώνουμε εξαντλώντας όλο το μηνιαίο μας εισόδημα. Ο κ. Τζιόβας εισηγείται την ανοιχτή προκήρυξη θέσεων έτσι ώστε να συμπιεσθούν κατά το δυνατόν οι οικονομικές απαιτήσεις των υποψηφίων, μέσω της μαζικής προσέλευσης, κάτι που ακούγεται τόσο βρετανικά νεοφιλέλευθερο. Κάπου, με άλλην αφορμή, αναφέρει παραδειγματικά τους διδάσκοντες με βάση το νόμο 405 στα ελληνικά πανεπιστήμια. Πράγματι, η προσφορά έργου με δυσβάσταχτους όρους πληρωμής, η αναβολή των πληρωμών επι μακρόν και η δημιουργία αφοσιωμένης πελατείας στα καθηγητικά γραφεία είναι κι αυτά λύσεις. Είναι όμως λύσεις ευπρεπείς, αντάξιες της εκτίμησης που οφείλει η κοινωνία μας στο πολιτισμικό αγαθό και στη μαθησιακή διαδικασία;
Μιλώντας κανείς γενικά κι αποπροσωποιημένα, μπορεί να διισχυρίζεται ό,τι τυχόν θέλει. Μπορεί να φαντάζεται ανθρώπους που τρέχουν πίσω από «το παραμικρό σφύριγμα του κέρδους», που παρατούν τον τόπο τους ως χρυσοθήρες. Μιλώντας όμως συγκεκριμένα, βλέπω το δάσκαλο των τάξεων μητρικής γλώσσας στο Αμμάν να τρέχει στα μαθήματά του κάθε μέρα και να προσφέρει στους μαθητές του τις λέξεις και το περιεχόμενο της «ελληνικότητας» τους και βλέπω τα πρόσωπα των εξήντα κατ’έτος Αράβων φοιτητών/φοιτητριών μου με τον ενθουσιασμό για κάτι που δε γνώριζαν κι άρχισαν να αγαπούν.
Αμμάν, 28/4/2005
- Εμείς /
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια