Ένα αβόλευτο κείμενο
errante writes, "
Αρετή Πότσιου
Με δισταγμό αποφασίζω να στείλω αυτό το κειμενάκι. Δεν πληροί τους αντικειμενικούς στόχους της σελίδας, αν και εφόσον έχουν τεθεί, πράγμα που δεν το έχω καλοκαταλάβει. Είναι μόνο κάτι σαν ανταπόκριση στη μαμά εκεινού του Άχμεντ ή μάλλον σε όσα ο Βασίλης ο Οικονομίδης αφηγήθηκε απ’ αφορμή της. "
5 Μαρτίου 2007
Η Λιμπερτάδ και τα μήλα των Εσπερίδων
Τη λένε Λιμπερτάδ, Ελευθερία, και μένει στο αντικρινό διαμέρισμα.
Έμενε δηλαδή, γιατί πριν λίγο βγαίνοντας είδα στην πόρτα της πολυκατοικίας ένα αγγελτήριο Γραφείου Κηδειών, που έλεγε πως άλλαξε κατοικία, κι αν θέλω να τη χαιρετήσω, θα πρέπει να πάω στο «τανατόριο» - τι περίεργο, έτσι λένε οι Ισπανοί κάτι ειδικά κτίρια με νεκροθαλάμους, τελευταία αίθουσα αναμονής των νεκρών, πριν την καύση ή την ταφή στο κοντινό νεκροταφείο. Δεν το περίμενα αυτό απ’ τη φίλη μου είν’ αλήθεια. Σκεφτόμουνα πως πρώτα θα έφευγα εγώ απ’ αυτή τη χώρα, παρά εκείνη απ’ αυτό τον κόσμο.
Πριν ένα χρόνο, καθώς μετακόμιζα σε τούτο το διαμέρισμα, άνοιξε η απέναντι πόρτα και βγήκε στο κατώφλι η Λιμπερτάδ. Είχε φατσούλα παιδική και σαν πονηρούλα, γαλάζια ματάκια, γυαλάκια, άσπρα μαλλιά και κάτι πρησμένα ποδαράκια. Στηριζόταν σε ένα πι, γιατί χωρίς αυτό δυσκολευόταν να περπατήσει. Η σγουρόμαλλη σκυλίτσα της έκανε τη δέουσα φασαρία, τρύπωνε στο καινούριο σπίτι κι έπρεπε κάθε τόσο να την κυνηγάμε, μας μύριζε κι έκανε τέλος πάντων ό,τι πρέπει να κάνει ένα καθωσπρέπει σκυλί. Κι εκείνη μας έπιασε αμέσως κουβέντα και μας τα διηγήθηκε όλα. Πως ήταν εβδομήντα τεσσάρων χρόνων, πως ο μπαμπάς της ήταν ρεπουμπλικάνος, ιδεαλιστής, αντιμοναρχικός, έζησε εκείνο το σύντομο φωτεινό διάλειμμα της Δεύτερης Δημοκρατίας (1931-1939) και έδωσε στους γιους του ονόματα Γάλλων επαναστατών και στις κόρες του ονόματα που σχετίζονταν με τα οράματα εκείνων των ρεπουμπλικάνων. Μετά εκείνη μεγάλωσε, έκανε παιδιά, που κι αυτά τώρα είναι πια αποκατεστημένα κι έχουν δικά τους παιδιά. Όλο και κάποιος απ’ όλους την επισκέπτεται κάθε μέρα, είναι και μπόλικα άτομα άλλωστε, γιοι, νύφες κι εγγόνια. Ο μπαμπάς τους ήταν όμορφος άντρας αλλά και λίγο «πουτέρο», λέει εμπιστευτικά και χαμογελώντας μισοεπιτιμητικά-μισοπονηρά, ήταν λίγο παραπανίσια μερακλής με το άλλο φύλο, αλλά τώρα είναι με αλτσχάιμερ σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους. Η Λιμπερτάδ τον επισκεπτόταν μια δυο φορές την εβδομάδα. Του έκανε δύσκολες και πονηρές ερωτησούλες για να εξασκήσει τη μνήμη του: «Ποια είμαι εγώ;», «Πώς σε λένε;» και άλλα τέτοια. Καθόταν με υπομονή και του ξαναμάθαινε απ’ την αρχή πρώτα το όνομά του, μετά το ένα επίθετο μετά το άλλο - βλέπεις από πάνω έχουν κι από δύο βαφτιστικά και δύο επίθετα κι αυτοί οι ευλογημένοι! Μετά όλο μαζί, όνομα κι επίθετο: Μιγκέλ τάδε…
Στο τέλος ο φίλος που με βοηθούσε στη μετακόμιση – κατ’ ευφημισμόν δηλαδή το «με βοηθούσε», γιατί απλώς εκείνος κουβαλούσε κι εγώ κοιτούσα – διέκοψε όσο πιο διακριτικά μπορούσε τις εξιστορήσεις, ζήτησε συγνώμη, έπρεπε να πληρώσουμε τον άνθρωπο με το βαν που μου έκανε τη μετακόμιση κι ο ίδιος έπρεπε να φύγει. Δεχτήκαμε την πρόσκληση της Λιμπερτάδ, ναι, θα πηγαίναμε μια άλλη μέρα να καθίσουμε, να μας τρατάρει καφέ και ιστορίες. Έτσι εύκολα κι ανώδυνα, όπως λες συνήθως «ναι», και μετά δεν το κρατάς.
Είναι αλήθεια πως, όταν σε πετύχαινε στην πόρτα η φίλη μου η Λιμπερτάδ, ένα μισάωρο τουλάχιστον θα το περνούσες ορθοστασία να σου μιλάει για τις προόδους εκείνου του τέως ομορφάντρα, πάλαι ποτέ μουρντάρη και νυν ξεχασιάρη, στον οίκο ευγηρίας, ή για το συχωρεμένο τον οραματιστή ρεπουμπλικάνο μπαμπά. Παρ’ όλο που τα χρονάκια μου δεν την αντέχουν την ορθοστασία, καθόμουν με συγκίνηση και τα άκουγα, μέχρι που δεν άντεχαν άλλο τα πόδια μου ή έπρεπε να φύγω πια για τη Σχολή. Κι όλο έλεγα πως μια μέρα θα πήγαινα για καφέ. Τι αχαριστία, σκεφτόμουν με διάθεση αυτοκριτικής, δύσκολοι γαρ οι καιροί κι οι Ισπανοί δεν τρελαίνονται να σου ανοίγουν το σπίτι τους και να σε καλούν για καφέ. Και πιο πολύ εδώ, στην Καστίγια υ Λεόν. Η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων είναι κομμάτι περίκλειστη, έτσι λένε. Η αλήθεια είναι πως μοιάζουν συντηρητικοί κι εσωστρεφείς, και κάνουν δέκα χρόνια μέχρι να αποφασίσουν αν θα σε κάνουν παρέα ή όχι. Το καημένο το Βαγιαδολίδ, εδώ που ζω, το λένε κοροϊδευτικά Φατσαδολίδ, απ’ το φάτσα που θα πει φασίστας, γιατί υπήρξε έδρα των φαλαγγιτών και μερικές σκιές πλανώνται ακόμη στα πέριξ, έτσι λένε. Υπάρχουν άνθρωποι ηλικιωμένοι που ακόμη φοβούνται να μιλήσουν. Κάποιοι ακαδημαϊκοί, φοιτητές, αλλά και άλλοι κοινοί θνητοί, που συμμετέχουν σε μια καμπάνια κατά της ιστορικής λήθης, ψάχνουν τα στοιχεία των εξαφανισμένων και των ανώνυμων νεκρών, των στοιβαγμένων στους μαζικούς τάφους της εποχής του φρανκισμού, που σήμερα ακόμη ανακαλύπτονται και ανασκάπτονται. Αυτοί, λοιπόν, όπως κι άλλοι ερευνητές της εν λόγω εποχής, όταν προσπαθούν τα πάρουν συνέντευξη από τους τελευταίους εναπομείναντες, συχνά αντιμετωπίζουν την άρνηση και το φόβο, ίσως γιατί σε κάμποσα μέρη, προπαντός στα χωριά, θύτες και θύματα ζουν δίπλα δίπλα, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους. Ένας συμφοιτητής του διδακτορικού παραπονιόταν πως σε μια εστία ηλικιωμένων δεν ήθελε καμία γιαγιούλα να απαντήσει στις ερωτήσεις του για τις συνθήκες εργασίας των γυναικών τότε. Δεν ξέρω τι είδους φαντάσματα τις κυνηγούν ακόμη. Ε, λοιπόν, η γειτόνισσά μου δεν ήταν πάντως απ’ αυτές.
Ένα πρωινό, χτυπάει το κουδούνι. Αυτό, περιττό να το πω, δε συμβαίνει και πολύ συχνά στο μονήρη βίο που διάγω εδώ στα ξένα. Τσακίζομαι να ντυθώ και τρέχω ν’ ανοίξω. Είναι εκεί μπροστά όρθια η Λιμπερτάδ, με τρία λαμπερά πορτοκάλια στα χέρια της. Παναγιά μου, λέω, τι ’ν’ τούτο; Μια κόρη της Γης με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Νά, τέτοιος άνθρωπος ήταν η Λιμπερτάδ, κι η εικόνα της στο κάδρο της πόρτας, με το χαμόγελο και τα πορτοκάλια στο χέρι χαράχτηκε στο μυαλό μου για τα καλά. Είναι και που πολλές φορές έβριζα μέσα μου, πως αυτοί οι άνθρωποι δε δίνουν τ’ αγγέλου τους νερό, και νά που τελευταία δυο τρεις απ’ τον περίγυρο βάλθηκαν να με διαψεύσουν.
Μια άλλη μέρα, Κυριακή απομεσήμερο, έβγαινα κατά τις τρεις να προλάβω κανένα μαγαζί ανοιχτό για να φάω. Κλείνουν για τη σιέστα που ο κόσμος να χαλάσει. Νά σου την στο ασανσέρ κι η Λιμπερτάδ, πασχίζοντας να τα καταφέρει με το πι, με το λουρί της σκυλίτσας, τις πόρτες και τα κουμπιά του ασανσέρ. «Πού πας, βρε παιδάκι μου;» της λέω. Έπρεπε να βγάλει το σκυλί για πιπί, γιατί κόντευε να σκάσει, μου είπε, ελαφρώς τσαντισμένη, γιατί κανένα απ’ τα παιδιά της δεν μπορούσε να έρθει. Πώς να την άφηνα; Έχει και μερικά σκαλάκια στην είσοδο. Πήρα το λουρί του ζώου κι απ’ την άλλη αλά μπρατσέτα τη Λιμπερτάδ. Σκεφτόμουνα και τη μαμά μου. Με δέκα χρονάκια παραπάνω, βγαίνει για τα αναγκαία, στην τράπεζα ή στην αγορά, με τα περιποιημένα ρουχαλάκια της πάντα, και κάθε τόσο σταματάει τάχα να περιεργαστεί τις βιτρίνες, παίρνει τις ανάσες της, καταλαγιάζει τους παλμούς της καρδιάς της, και συνεχίζει. Μοναχή της στη μικρή πόλη, μετά από μια ζωή σε ένα σπίτι γεμάτο ανθρώπους και με τέσσερα παιδιά καλή ώρα κι εκείνη, όπως και η φίλη μου η Ελευθερία, μόνο που εμείς τα τέσσερα, τ’ αδέρφια μου κι εγώ, είμαστε δω κι εκεί σκορπισμένα, μακριά απ’ τη στενάχωρη γενέθλια πόλη. Γι’ αυτό, μ’ ένα αίσθημα ενοχής, λέω στον εαυτό μου «σκάσε και κολύμπα, φίλη, και το νου σου στο σκυλί». Αγάλια αγάλια κάναμε καμιά διακοσαριά μέτρα ίσαμε τη γωνία και γυρίσαμε. Το ζωντανό έπρεπε να τα κάνει τέσσερις φορές, έτσι συνήθιζε. Τις μετρούσαμε. Κι επειδή μιλούσαμε συγχρόνως, χάναμε το λογαριασμό κι όλο με ρωτούσε η Λιμπερτάδ «πόσες φορές είναι τώρα;». Εγώ έβαζα κάτι παραπάνω, γιατί αυτό το βλογημένο γέμισε τον τόπο και μου ’ρχόταν ζόρι. Να μην τα πολυλογώ, τα έκανε πέντε φορές αυτή τη φορά, για να με τιμήσει υποθέτω. Σκεφτόμουνα μια βροχερή μέρα στην Παπαδιαμαντοπούλου, μπροστά μου βάδιζε μια ηλικιωμένη κυρία με τρία σκυλάκια που δεν άφησαν κολώνα για κολώνα ακατούρητη στη στοά των κτιρίων. Αυτά κάνουν, στην έτσι κι αλλιώς επιβαρημένη πόλη, και βάζουν σε δοκιμασία τα φιλοζωικά μου αισθήματα. Οι σκύλοι, γιατί τ’ αφεντικά τους βάζουν σε δοκιμασία άλλα πράγματα, π.χ. τα κριτήριά μου για το ποιος ανήκει στο ένα είδος και ποιος στο άλλο, άνθρωποι και ζώα εννοώ. Τέλος γύρισα στο παρόν, Γενάρης του 2007, στην κάγιε Ρενέδο. Στην πόρτα μας άφησα τη Λιμπερτάδ και το σκυλάκι της και τράβηξα για το κέντρο, κάτι βρήκα κι έφαγα τελικά, νομίζω πως βρήκα ανοιχτό το μικρό μαγαζί το γαλιθιάνικο, που έχει ωραίο πούλπο α λα γαγιέγα, το χταπόδι το μαγειρεμένο με τη συνταγή από τη Γαλίθια, με πάπρικα και αλάτι της θάλασσας σε κρυστάλλους.
Τελικά, οι γιοι της Λιμπερτάδ της βρήκαν έναν συνοδό για την Πίθκα, το σκυλάκι. Ένα παιδί, που την έβγαζε βόλτα δυο φορές τη μέρα. Έτσι περνούσαμε εδώ την αφανή ζωή μας. Μετά γνώρισα κι άλλους ενοίκους, καλούς ανθρώπους. Ένας τους μια φορά μας άνοιξε την πόρτα με μια ακτινογραφία, μια μέρα που είχαμε κλειστεί με μια φίλη μου έξω. Γιατί ο κλειδαράς κοστίζει ένα σκασμό λεφτά, όπως μας είπε η λατινοαμερικάνα της διπλανής πόρτας, που έχει κλειστεί έξω κάμποσες φορές.
Μια μέρα, πριν από καμιά βδομάδα, έσπασα το σκελετό των γυαλιών μου. Εγώ με τα γυαλιά μου πια παθαίνω μια τρέλα. Έχω πάντα δυο ζευγάρια, αν πάθει κάτι το ένα, μη μείνω τυφλή. Γιατί χωρίς τα γυαλιά είμαι χαμένη. Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε γραμμή. Άσε που όλο κάπου τα ξεχνάω, όλο τα χάνω κι όλο τα ψάχνω πανικόβλητη. Τα παιδιά μου καμιά φορά απαυδίζουν μαζί μου, γιατί συν τοις άλλοις, όταν το παθαίνω αυτό, κάνω σαν να με τσιμπάνε σφήκες, αλλά τις περισσότερες φορές δεν μπορούν να κρατηθούν, τους πιάνουν τα γέλια, «πάλι τα έχασες;» με ρωτάνε με ένα ύφος επιτιμητικό, και στο τέλος συνήθως μου τα βρίσκουν εκείνα. Αλλά τώρα δεν είναι εδώ για να μου τα βρουν. Γι’ αυτό, το δεύτερο ζευγάρι γυαλιά βρίσκεται πάντα σε σημείο σταθερό. Αυτά τα δεύτερα λοιπόν, τα τραυματισμένα, τα έβαλα στη θήκη τους κι έτρεξα να χτυπήσω την πόρτα της Λιμπερτάδ. Μου είχε πει πως η οικογένειά τους είναι οικογένεια οπτικών και πως ό,τι χρειαστώ ποτέ, να πάω σ’ εκείνη. Δεν απαντούσε. Μόνο η σκυλίτσα γάβγιζε. Μετά, άλλη φορά, ούτε κι αυτή. Απορούσα με την τόση ησυχία. Μετά μου είπαν πως η Λιμπερτάδ έπαθε θρόμβωση κι ήταν σε κώμα.
Τελικά πήγα στο τανατόριο, μαζί με κάτι γείτονες που δέχτηκαν να με πάρουν μαζί τους, γιατί το μέρος είναι λίγο μακριά. Ήταν εκεί ένας της γιος όμορφος σαν τη μητέρα του, της μοιάζει πολύ, κι οπτικός σαν τον μπαμπά του. Ήταν κι άλλοι συγγενείς. Σε μια ευχάριστη αίθουσα με πολυθρόνες και τραπεζάκια χαμηλά, με μπολ με καραμελίτσες. Σε έναν παράπλευρο χώρο, πίσω από μια μεγάλη βιτρίνα, η Λιμπερτάδ, χτενισμένη, γαλήνια και με τα βλέφαρα κλειστά. Λευκό σατέν τη σκέπαζε ίσαμε το λαιμό. Σχεδόν δεν έμοιαζε η ίδια χωρίς το περιπαιχτικό γελαστό βλέμμα και τα ατσούμπαλα φορέματα που φορούσε, σαν κοριτσίστικα του παλιού καιρού. Κάτι ηλεκτρικά καντηλάκια τάχαμου τρεμόσβηναν γύρω από το φέρετρο, που οι ισπανοί το λένε επίσης φέρετρο – αμάν πια με αυτή την ελληνοπρεπή ορολογία του θανάτου. Στην άπλετα φωτισμένη σάλα όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Κι η Λιμπερτάδ στη βιτρίνα της, κοιτάτε και μην αγγίζετε. Κάτι σαν να μη μου καθόταν καλά, γι’ αυτό και το ’ριξα σαν καλή Ελληνίδα στους καφέδες και τα τσιγάρα. Η καφετερία, σαν όλα τα καφέ της γειτονιάς, με τις τάπες της (tapa, τουτέστιν μεζεδάκι) και τη μεγάλη επίπεδη τηλεόραση να παίζει τις απογευματινές σειρές. Κι ο ξεχασιάρης στην κλινική με το αλτσχάιμερ τι να κάνει άραγε; Πού θα ξανάβρισκε αυτή την απλοχεριά να του διδάσκουν άσκοπα πράγματα; Ποιος θα του μαθαίνει ξανά απ’ την αρχή τ’ όνομά του; Μήπως να πήγαινα να τον βρω, να του ’λεγα ότι, ξέρεις, μ’ αξίωσε κι εμένα η Λιμπερτάδ μια φορά να λάβω δώρο ακριβό, τρία χρυσαφιά πορτοκάλια. Αυτά σκεφτόμουνα στο μικρό χαρούμενο καφέ του νεκροταφείου, που σχεδόν μου την έσπαγε με το άσχετο στιλάκι του. Μετά οι γείτονες βιάζονταν, είχε ο μικρός τους γιος διαγώνισμα την άλλη μέρα. Χαιρέτησα τη φιλενάδα μου στη βιτρίνα και με πήραν και φύγαμε.
Στο γυρισμό, στο αυτοκίνητο, φρόντισα να πληροφορηθούν την προέλευση της περί τον θάνατο ορολογίας – ούτε που τους είχε περάσει απ’ το μυαλό, ας πούμε, ότι αυτό που εκείνοι λεν «θεμεντέριο» δεν είναι παρά ένα μια χαρά κοιμητήριο. Ευφημισμός, που κάνει τους ζωντανούς να ξεχνούν πως εκεί το μόνο που κοιμάται αργά ή γρήγορα είναι η θύμηση. Μετά, ζήτησα πληροφορίες για τις τελετές. Τη φίλη μας θα την πήγαιναν στο κρεματόριο την άλλη μέρα. Ύστερα, τις στάχτες τις κάνει ο καθένας ό,τι νομίζει. Αγοράζει μέρος στο νεκροταφείο, τις κρατάει στο σπίτι ή τις σκορπίζει στον κάμπο, σε ποτάμια ή σε θάλασσες. Αν κανείς θέλει να ξαναγυρίσει στα εξ ων συνετέθη και να συμβάλει στη νέα ανθοφορία πάλι με την άνοιξη, θα πρέπει εν ζωή να κάνει κάποιες θυσίες, γιατί μάλλον στοιχίζει κατιτίς παραπάνω το σπορ. Κάνεις ειδική ασφάλιση και καταβάλλεις κάθε μήνα το αντίτιμο, αν επιμένεις σ’ εκείνο το παρωχημένο ότι χους και εις χουν και τα λοιπά. Είναι κι η σπέκουλα με τη γη που δίνει και παίρνει και σε τούτη τη χώρα, κάθε τρεις και λίγο πρώτο θέμα στις ειδήσεις, που δεν μπορεί, θα’ χει επηρεάσει και τα δυο τετραγωνικά γη που χρειάζεσαι για έναν τόπο κάπως χλοερό.
Μετά οι γείτονες με έφεραν πίσω κι εγώ πήγα με τη φίλη μου την Πατρίθια και το φίλο μου τον Χοσέ Λουίς να φάμε στο κινέζικο. Μιλήσαμε λίγο και για οστεοφυλάκια – αυτοί, λέει, δεν έχουν, είναι δυνατόν; πάντως η λέξη τους άρεσε πολύ – και για τον αναγκαίο χρόνο για την αποσύνθεση, προκειμένου παραδείγματος χάριν για ενοικίαση τάφου, που είναι πιο προσιτή οικονομικά από την αγορά. Εγώ εξηγούσα με ύφος ειδήμονα πως, όταν περάσει ο κατάλληλος χρόνος, η ανακομιδή σημαίνει πλυμένα πεντακάθαρα κοκαλάκια, που δεν συνεπάγονται κίνδυνο κανένα. Αυτά σχολίαζα ανάμεσα στις μπουκιές το «ρύζι τρεις γεύσεις» και το κοτόπουλο με σάλτσα από αμύγδαλα, με την αλαζονεία αυτηνής που έχει ακόμα κάποιο τράτο μέχρι να ’ρθει εκείνη η ώρα.
Μόνο που αργά ή γρήγορα θα γύριζα σπίτι. Στο δεύτερο όροφο, απέναντι απ’ την πόρτα της Λιμπερτάδ. Και κάθε που βγαίνω και μπαίνω, αυτή η βουβή πόρτα απέναντί μου και το άδειο από πίσω της κάτι μου κάνει. Και καλά να πάθω. Θα μπορούσα τουλάχιστον να είχα πάει για έναν καφέ.
- Εμείς /
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια