ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ - ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Μία ‘λογική’ αντιδικία
Σ. Σταμπουλού
Στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου της Λειψίας, μετά την συνταξιοδότηση και αποχώρηση του Καθηγητή κ. Günther S. Henrich, διδάσκει η δρ. κ. Ursula Novotny, επιστημονική συνεργάτις, με πολύχρονη, εντός και εκτός Πανεπιστημίου, θητεία στην ουσία του ελληνικού πολιτισμού και εξαιρετικήν αίσθηση της ελληνικής γλώσσας. Για το παρόν εξάμηνο έχει κληθεί ως επισκέπτης καθηγητής ο δρ. κ. Παντελής Καρέλος, ο οποίος παρέχει μαθήματα εισαγωγής στην γραμματική της αττικής γλώσσας και στοιχείων λαογραφίας, σύμφωνα με την επιθυμία της πλειονότητας των φοιτητών / -τριών.
30 Ιουνίου 2005
Οι διδασκόμενοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Αρχαρίων και (σχετικώς) Προκεχωρημένων. Υπάρχει και μία (η ευρύτερη) υβριδική κατηγορία που αφορά (σ)τους επισκέπτες των μη αμιγώς γλωσσικών μαθημάτων που παρέχονται, ανάλογα με την σύνθεση των φοιτητών / -τριών, στην γερμανική, την ελληνική, ή ταυτοχρόνως και στις δύο γλώσσες.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας (ως ξένης) αποτελεί ασφαλώς τον βασικό κορμό των μαθημάτων, τόσο ως στόχευση του Τμήματος όσο και ως μεθόδευση του στόχου. Έχουν χρησιμοποιηθεί από την κ. Novotny επιλεκτικά τα περισσότερα από τα επισήμως προτεινόμενα βιβλία εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας (Επικοινωνήστε ελληνικά, Ελληνική γλώσσα, Τα νέα ελληνικά για ξένους, Ελληνικά τώρα 1+1 κ.α.), με τελευταίο (για το ενεστώς εξάμηνο) το Griechisch aktiv. Για λόγους που θα εξηγηθούν εν συνεχεία, ο υποφαινόμενος κατέφυγα στην σύνταξη ενός οιονεί εγχειριδίου, μάλλον άτυπου εν είδει ανοιχτού παραπεμπτικού περί την γραμματική θεωρία σημειώματος που συμβαδίζει με την διδακτική ύλη της κ. Novotny, χωρίς να δίνει, πιστεύω, πέραν του δέοντος την αίσθηση ενός συμπληρώματος ή του ‘διαφορετικού’ (αν και η πολυτιμία του ‘διαφορετικού’ είναι αδιαμφισβήτητη).
Γύρω από τον βασικό κορμό των γλωσσικών μαθημάτων περιελίσσονται – αγκαλιάζοντάς τον ως κισσός, δηλ. απαλά και προσεκτικά, εξωραϊζοντάς τον ταυτοχρόνως- παράλληλες ενότητες μαθημάτων, ή απλώς παρουσιάσεων, που θα πρέπει να θεωρηθούν ως – συχνά – ουσιωδέστερες της γραμμικής γραμματικής θεωρίας του έλληνος λόγου. Τις αναφέρω χωρίς αξιολογική σειρά:
Ι. Σεμινάριο ελληνικής (και συγκριτικής) λογοτεχνίας: Παρουσίαση λογοτεχνικών θεμάτων (μοτίβων), όπως: ‘Το Κακό στην ελλ. λογοτεχνία του 20ου αι.’, ‘Το μοτίβο του Οδυσσέως στην ελλ. και [grosso modo] ευρωπαϊκή λογοτεχνία’, λογοτεχνικών ομάδων: Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά, ή συγκεκριμένων έργων: Το διπλό βιβλίο, Το κιβώτιο...Κατά τα δύο πρώτα χρόνια η παρουσίαση, οι σημειώσεις και η συζήτηση περιορίζονται στην γερμανική γλώσσα (από το 2005 επεξηγούνται στα γερμανικά μόνον οι λογοτεχνικοί όροι, δημώδεις και ιδιωματικές εκφράσεις). Στα περισσότερα κείμενα – κι αυτό αποτέλεσε κριτήριο επιλογής – υπάρχουν δόκιμες μεταφράσεις, ή, όταν δεν βρίσκονται, λόγου χάριν των λεγομένων ‘ελασσόνων ποιητών’, αναλαμβάνουμε εμείς - ως ένα άτυπο εργαστήριο μετάφρασης - να τα αναγνώσουμε στην γλώσσα υποδοχής. Κατ` αυτόν τον τρόπο έχει προκύψει ένα αξιόλογο corpus λογοτεχνικών μεταφράσεων έργων των Κύρου, Σαχτούρη, Καρούζου, Παυλόπουλου, Γκάτσου, Μύρη, Σκαρίμπα..., που οι φοιτητές /- τριες θα μπορέσουν, ως μεταφραστές αργότερα, να επεξεργαστούν αρτιότερα. Άλλωστε, πρόκειται για προσωπικό τους κατά βάσιν έργο. Την ώρα αυτή προσφέρονται κατά παράδοσιν τσάι (των ελληνικών βουνών) και βουτήματα (εμπορίου).
ΙΙ. Πανόραμα ελληνικού πολιτισμού (κάθε Δευτέρα, 19.00-22.00, σε μορφή παράδοσης ή σεμιναρίου): Σχηματική, ασφαλώς, παρουσίαση των εκφράσεων του ελληνικού λόγου μέσα από μορφώματα τέχνης. Θεματικές προβολές κινηματογραφικών ταινιών (υποτιτλισμένων), λ.χ., Το αρχαίο δράμα στον κινηματογράφο, ντοκυμαντέρ (έθιμα, θρησκευτική ζωή, παγανιστικές επιβιώσεις), μουσικές ή χορευτικές παραστάσεις, ή παρουσίαση ενός μουσικού έργου / συνθέτη: αναδρομές στην βυζαντινή υμνολογία, το δημοτικό τραγούδι και τους επιγόνους των. Οι παρουσιάσεις αποτελούν στην ουσία αφορμές προσεγγίσεων συμπεριφορικών λειτουργιών, νοοτροπιών, στοιχείων διαλόγου της προφορικής παράδοσης με την σύγχρονη τέχνη, αμυντικών μηχανισμών των μειονοτήτων, μηχανισμών αφομοίωσης κ.λπ. Οι συζητήσεις που γίνονται στην γερμανική γλώσσα, επειδή υπάρχουν επισκέπτες από διαφορετικά Τμήματα, ξένοι καθηγητές, καλλιτέχνες κ.α., έχουν πάντοτε ξεχωριστό ενδιαφέρον, ποικιλοχρωμία και, συχνά, απρόβλεπτη έκβαση. Δύο ή τρεις φορές ανά εξάμηνον συνδυάζονται με ελληνικόν δείπνον.
III. Μεταφραστικές δοκιμές από τα γερμανικά στα ελληνικά: Επιλέγονται κείμενα διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, επιπέδων γραφής και αναφοράς, με ειδική ορολογία (λογοτεχνία, οικολογία, τεχνολογία, κοινωνιολογικά άρθρα, ειδησεογραφία, εικαστικές τέχνες, συνταγές μαγειρικής, μικρές αγγελίες). Το μετάφρασμα δεν θεωρείται ολοκληρωμένο και, συχνά, δίνονται εναλλακτικές λύσεις σε περιόδους, προτάσεις και όρους. Οι καινούριες λέξεις ετυμολογούνται και αναζητείται, ει δυνατόν, η διαδρομή των από την ομηρική γλώσσα μέχρι σήμερα. Ο ρόλος μου είναι περισσότερο συμβουλευτικός, δεδομένου ότι κάθε φορά αναλαμβάνει ένας φοιτητής ή μία φοιτήτρια να συντονίσει την διαδικασία της μετάφρασης του κειμένου που δίνεται μία εβδομάδα ενωρίτερα. Οι συμμετέχοντες / -ουσες δείχνουν συγκινητική συνέπεια στην οίκοθεν προετοιμασία. Όθεν, αντιπροτείνουν, συζητούν, αμηχανούν. Για μένα, τον παρατηρητή, ενδιαφέρουσες προς ‘μετάφρασιν’ εικόνες. Άλλωστε, η συντριπτική των πλειονότητα είναι θηλυκού γένους.
Παραλλήλως, και σε κάθε συνάντηση, παρουσιάζεται μία μεταφραστική θεωρία απ` αυτές που είτε απέκλιναν από τον κανόνα, είτε εμπλούτισαν και κατηύθυναν την λογοτεχνική θεωρία: απόψεις για την γλώσσα-πηγή και γλώσσα υποδοχής από την εποχή των Hölderlin και Fr.Schlegel μέχρι τους W.Benjamin, T.S.Eliot, E.Pound, Σεφέρη, Ελύτη.
IV. Έλληνες στιχουργοί: Η Γραμματική και το ιδίωμα στην στιχουργική του λαϊκού κυρίως (ελλ.) τραγουδιού. Ο στίχος συχνά συμπυκνώνει τον καθημερινό λόγο, γίνεται κώδικας, πλούσιος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αποκαλύπτει κοινωνικές, υποδόριες τάσεις, καταγράφει ιστορικές περιπέτειες, διαμαρτύρεται, όταν δεν γίνεται δείκτης άνοιας, ήγουν ethnik-ο-μωρίας και ένρινης αλγολαγν-ο-λογίας. Επιπλέον, ο στίχος κινείται ανέτως μεταξύ του ‘κοινού λόγου’ και της ποίησης, όταν δεν συντάσσεται με το ένα ή τό άλλο (Γκάτσος, Σαββόπουλος, Μύρης). Για την ‘εσωτερική’ κατανόηση ακούγονται και τα τραγούδια, μία ή δύο φορές, ακόμη και προς ιλάρυνση [αδόκιμος όρος] του βαρέος φιλολογικού κλίματος. Παρουσιάζονται και τραγούδια που επιλέγουν οι συμμετέχοντες / -ουσες, με ιδιαίτερο εθνολογικό, συγκριτολογικό ενδιαφέρον, καθώς προέρχονται από την Αλβανία, την Τουρκία, την Κύπρο, την Βουλγαρία και άλλες χώρες. Καθ` ομολογίαν – επίμονη – των γερμανών επισκεπτών δεν υπάρχει δική των λαϊκή μουσική άξια παρουσίασης. Οι γνωστές γενικεύσεις.
V. Πάντα την Παρασκευή, κατά το Jamais le dimanche, καθιερωμένο από την κ. Novotny, με την συμμετοχή όλων των διδασκόντων: Τέλος της εβδομάδας και των συναντήσεων. Ανοιχτή πρόσκληση προς όλους τους φοιτητές / -τριες και επισκέπτες / -τριες. Η συζήτηση ‘υποχρεωτικώς’ στα ελληνικά. Σχολιάζεται η πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική επικαιρότητα στην Ελλάδα, διαβάζονται σχετικά άρθρα του ημερήσιου τύπου, «πικάντικα» γεγονότα, τα «ψιλά» των ειδήσεων, ποδόσφαιρο, best-sellers ( ή ευπώλητα), συνεντεύξεις. Κυρίως ασκήσεις τριβής με την γλώσσα της καθημερινότητας, με τον ζωντανό, αυθόρμητο διάλογο.Προσφέρονται τσάι, σταφύλια (καθ` όλον τον χρόνο! από τον εξαιρετικό φίλο μας και Πρόεδρο του Γερμανοελληνικού Συλλόγου Λειψίας καθηγητή κ. Schulz) και γλυκίσματα.
VI. Στην λογική της πλαισίωσης του κορμού της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας βρίσκεται και η ίδρυση (2003) του Γερμανο-ελληνικού Συλλόγου ‘Σπίτι των Ελλήνων στην Λειψία’, με πρωτοβουλία του Τμήματός μας, όπου και η έδρα του Συλλόγου. Διάθεση προσέγγισης και μελέτης του ελληνικού πολιτισμού, της γλώσσας, του λόγου, ως τρόπου ζωής, η αναζήτηση μιας αναγκαίας γέφυρας, η προβολή και η κριτική του έργου ευάριθμων Ελλήνων της Λειψίας, επιστημόνων, καλλιτεχνών, που με διάφορους τρόπους ανανεώνουν, αμφισβητούν, αναιρούν την κλασικιστική ματιά επάνω στην Ελλάδα. Ένα γόνιμο, προκλητικό παιχνίδι μακριά από τα ρητορικά, συμπαγή σχήματα ανάλογων συλλόγων ανά την Γερμανία.
VII. Οργάνωση θεατρικών παραστάσεων: Η θεωρία και η πράξη ενός προαναγγελθέντος λόγου. Κίνηση, εκφορά, τα διανοήματα ενός τραγικού, η μυθοποίηση του μύθου και πώς να γλιτώσουμε απ` αυτήν, η επιστράτευση του Heiner Müller, η επική και αντιεπική ματιά, η Μήδεια και οι Gastarbeiter, οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι απόγονοι, μ` άλλα λόγια η άνεργη Μήδεια με το καραβάνι των προσφύγων, και το πώς διαμαρτύρεται κανείς με λόγια κοφτά στη γλώσσα του Ηράκλειτου, κι ο άλλος φόνος, ο καθημερινός, όλα αυτά μαζί, και ίσως τίποτε απ` αυτά, σ ένα παιχνίδι εξωδιδακτικό, δηλαδή και εκτός διδαγμάτων, κατ`επιθυμίαν φοιτητών μας και σπουδαστών θεατρολογίας, όπου δεν χωρούν συμβάσεις και γραμματικοί κανόνες. Το πείραμα παρουσιάστηκε το καλοκαίρι του 2003 στην Ολυμπία, στα πλαίσια του 3ου Διεθνούς Πανεπιστημιακού θεάτρου, με την συμμετοχή 25 θεατρικών σχημάτων Πανεπιστημίων από την Ευρώπη και την Ασία. Ακολούθησαν παραστάσεις στην Λειψία και στα περίχωρα. Ευμενής υποδοχή από τον τύπο και την τηλεόραση. Η προσπάθεια υποστηρίχθηκε οικονομικά από το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Πολιτισμού (της Ελλάδας), το πανεπιστήμιο της Λειψίας και ιδιωτικούς φορείς της πόλης.
Tα μαθήματά μου και οι παρουσιάσεις απλώνονται σε όλες τις εργάσιμες ημέρες (περίπου 15 ώρες. Ορισμένων δεν προσδιορίζεται η ώρα λήξης). Τα θέματα, καθώς και το πρόγραμμα, καταρτίζονται πάντοτε σε συνεργασία με τους φοιτητές. Οι διδάσκοντες εισηγούνται και εξηγούν τις προτάσεις.
Αυτά είναι τα κατά ποσόν μέρη του ‘δράματος’. Ως προς τα κατά ποιόν - τα σπουδαιότερα -, ας μου επιτραπεί να καταθέσω εν τη απουσία μου τις απόψεις μου συνολικά για την κατεύθυνση του Προγράμματος διδασκαλίας της Ελληνικής γλώσσας, μέσω των οποίων απόψεων θα εξηγηθούν και οι επιλογές μου, όπως παρουσιάστηκαν (οι οποίες εκτεθειμένες εν παρατάξει προβάλλουν μάλλον μία φολκλορική εικόνα). Ας εξηγηθώ καλύτερα:
Τετριμμένη αλήθεια. Γλώσσα δεν είναι οι λέξεις. Δεν είναι η άρθρωσή των ούτε το κλιτικό σύστημα. Η γλώσσα είναι λόγος (τον επικαλέστηκα ήδη πολλές φορές). Μπορείς να εννοήσεις την γλώσσα ενός λαού, χωρίς να εννοείς ούτε μιά λέξη του. Και αντιστρόφως. Ο σερβιτόρος που καταλαβαίνει την παραγγελία του καφέ σε δέκα γλώσσες, δεν κατανοεί ίσως ούτε μία γλώσσα απ` αυτές (υπαινιγμός στα περίφημα γκαρσόνια του Νικήτα Ράντου). Οι Γερμανοί που πήραν μέρος στην ‘Μήδεια’ μίλησαν στην γλώσσα τους προσπαθώντας να καταλάβουν τον λόγον της. Δεν είναι, όμως, βέβαιο πως υπήρχε πλέον κάτι ξεχωριστό που έπρεπε να καταλάβουν. Αυτό είναι προς τιμήν του Ευριπίδη. Το βέβαιο είναι ότι ακολούθησαν μία αντίστροφη πορεία, και δη επίπονη (υπολογίστε 5 ώρες πρόβας ημερησίως Χ 5 ημέρες εβδ. Χ 6 μήνες). Προτίμησαν τον λόγο και όχι την λέξη. Καλύτερα: όχι μόνον τις λέξεις. Είναι γνωστή η απορία και η πικρία των Γάλλων για την δημοφιλέστερη μυθιστορηματική ηρωίδα των, την Madame Bovary, που δεν μιλούσε σωστά γαλλικά. Ο Flaubert που ξεφλούδισε ώς τον τελευταίο σπόρο τον λόγο της, την φόρτωσε μ` ένα σωρό σολοικισμούς. Την απάντηση, για λογαριασμό του συγγραφέα, την έχει δώσει από καιρό ο Ηράκλειτος: Μην ακούτε τι λέω εγώ, αλλά ο λόγος (Β 50). Μυστήριοι δυϊσμοί. Αλλά έτσι φτάνουμε στο μήλον της έριδος. Τι μπορεί να σημαίνει η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, αν δεν σημαίνει τον λόγο;
Η πλειονότητα των εγχειριδίων για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας υπακούει στο παράλογο ενός παλιμπαιδισμού. Οι συντάκτες (στο εξής ας εννοούνται οι θήλειες εκδοχές) σφετερίζονται εσφαλμένως την αριστοτελική αναλογία και νομιμοποιούν την αυθαίρετη – μάλλον υποσυνείδητη - κρίση πως οι διδασκόμενοι βρίσκονται στο νοητικό νηπιακό στάδιο εκμάθησης της γλώσσας. Ως εκ τούτου το πρώτο τους ‘αναγνωστικό’ οφείλει να προσποιείται αφέλεια και παιδική αθωότητα. Πρώτου βαθμού αμοραλισμός και μία διελκυστίνδα προσποιήσεων μέχρι τον διδάσκοντα που υποβάλλει εν χορώ α-νόητες, δηλ. ά-λογες προτάσεις ά-φυλων όντων που διαλέγονται α-φατικά, χωρίς νόημα, χωρίς ουσιαστικό αντικείμενο που να ταιριάζει στην ηλικία των, μία θυσία δηλ. στον βωμό της άγνωστης λέξης και του ασύλληπτου ακόμη κλιτικού συστήματος. Ασφαλώς οι καλλιεργημένοι ενήλικες υστερούν μπροστά σ` ένα πεντάχρονο παιδί που είναι ήδη σε θέση να κλίνει και να κατανοεί στην μητρική του γλώσσα ονόματα και ρήματα. Αλλά τότε προς τι ο παλιμπαιδισμός; Είναι λόγος αυτός να ζηλέψουμε το δημοτικό ‘αναγνωστικό’; Το κενό θα καλυφθεί ταχύτατα, πέρα από την συνεισφορά της διδασκαλίας, από την μυστηριώδη εκείνη ένστικτη αρχή του λόγου που ενέγραψε και στο παιδί την πρώτη του πρόταση. Αρκεί να είναι ο λόγος παρών. Πώς; Θα το δούμε. Αν ακόμη και για ένα παιδί είναι προσβλητικό να προσποιείσαι ότι μιλάς την γλώσσα του (γιατί μιλάς σαν και μένα; με ρώτησε κάποτε ένας ξεσκολισμένος πιτσιρικάς πριν ακόμη πάει στο σχολείο), πόσο ανήθικο άραγε είναι να απευθύνεσαι στους ενήλικες με την γλώσσα των παιδιών; Εκτός κι αν εζήλωσας τους πεσσεύοντας παίδας του Ηράκλειτου.
Παράλληλα με την διδασκαλία των δομικών στοιχείων της γλώσσας, το μάθημα πρέπει να απευθύνεται στη δική των λογική ως ενηλίκων, να δοκιμάζει προκλητικά την αντοχή των, να απαιτεί περισσότερα απ` όσα διανοήθηκαν, κι όχι να τους επαναφέρει ως νοσταλγικός μηχανισμός στο νηπιαγωγείο που έζησαν κάποτε. Σκέφτομαι το πρώτο μάθημα αρχαρίων που άρχισα κάποτε, μάλλον αμήχανα, με τον γνωστό στίχο: Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι. Ήταν φθινόπωρο, βλέπετε. Υστερα, τι; Αμηχανία. Ας το μεταφράσουμε. Και λοιπόν; Ιδού πώς αποκαλύπτεται σταδιακά ο λόγος. Στο κενό. Αν το αντιστρέψουμε, αν αλλάξουμε την διάθεση του ρήματος, θα πρέπει ν` αλλάξουμε και την δική μας διάθεση. Η αντιστροφή δεν σημαίνει μόνο την αντίθεση. Απέναντι στο μαύρο δεν βρίσκεται το λευκό, επειδή το ίδιο το φως μπορεί να είναι μαύρο σαν τον σκοτεινό άγγελο του Σεφέρη. Ο θάνατος του καλοκαιριού δεν είναι μαύρος. Δεν είναι θάνατος. Αυτή η λεπτή διαφορά είναι η ουσία της δικής μας παρέμβασης. Κι ακόμη; Πώς σκοτώνεται έτσι εύκολα το καλοκαίρι; Από το αδιανόητο αρχίζει κανείς, κι όχι από το «Πού μένετε κύριε Τάκη;». Προτιμώ την πρόταση, πέραν της ουσίας, στην οποία οι παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις είναι ανεξάντλητες. Αν παρακολουθήσω τον συλλογισμό, ή τον εικονοποιητικό μηχανισμό του ποιητή, αποκαλύπτω όλα τα μέρη του λόγου, όνομα και αντ-ωνυμικό, το όνομα να γέρνει ωραία ωραία στην αντωνυμία, στο γένος του, την γενική του πτώση, όπως πέφτει η σταγόνα της βροχής. Ευλογημένος, γονιμικός θάνατος, για να` ρθει ο Άι Δημήτρης ως υποτακτική αορίστου, και τα λοιπά...Από το γράμμα στην σύνταξη, στην λογοτεχνία, την λαογραφία, στο αμετάφραστο...Ένα κουβάρι όλα.
Δεύτερο παράδειγμα, και τελευταίο, ελπίζω. Σας κούρασα. Αντιγράφω τυχαίως από ‘εγχειρίδιο’:
- Η Μαρία μαθαίνει ελληνικά. – Καταλαβαίνεις, Μαρία, τα ελληνικά; (η πλέον ανόητη εκδοχή μιας παγκοσμιοποιημένης γλώσσας)
Ή μήπως Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (και δη σε τονικό σύστημα για να φανεί ο γλωσσικός παγανισμός); Είναι το ίδιο άραγε με το Μου έδωσαν την ελληνική γλώσσα; Εδώ όλες οι λέξεις αλλάζουν θέση και συντακτικό ρόλο. Ας πάμε ώς τις καταβολές του ρήματος. Στο αδήλωτο υποκείμενο. Μήπως δεν κατεβαίνει ώς τον Προμηθέα; Εξ ίσου τυχαία θα μπορούσαν να μου έχουν δώσει μία άλλη γλώσσα. Ο Προμηθέας σκέφτεται την Μαρία που μαθαίνει ελληνικά. Αναρρωτιέται τι να σημαίνει αυτό, πώς μαθαίνει κανείς ελληνικά; Ενώ το έδωσαν που είναι ακόμη πιο αόριστο, και μάλιστα χωρίς υποκείμενο, ακούγεται λογικό, ερεθιστικό. Μπορείς να χρησιμοποιείς όλα τα ρήματα αυθαίρετα; Αυτό το ξέρουν μόνο οι συμπαθείς σερβιτόροι του Ράντου (αυτά που γράφω εδώ, είναι νομίζω αντιληπτό, αποτελούν δυνητικές προτάσεις προς τους σπουδαστές απ` αφορμής ενός στίχου και τίποτε περισσότερο).
Μίλησα προηγουμένως για τον αριστοτελικό λόγο. Τον επικαλούμαι πάλι, για να δείξω καλύτερα την διαφορά. Διαβάζω σε εγχειρίδιο εκπονηθέν από το Πανεπιστήμιο Αθηνών:
- Η Μαρία (συγγνώμη Μαρίες) και η Καίτη είναι πολύ ευφυείς.
Προφανώς ο στόχος είναι η κατάληξη του επιθέτου: - εις, και όχι, προσέξτε το, -ες. Ασφαλώς κερδίζουμε κάτι. Αλλά χάνουμε όλα τ` άλλα. Μία γραμματικώς άρτια πρόταση που ‘σκοτώνει’ τον προτασιακό λόγο. Την απευθύνουμε αναιδώς σε ακαδημαϊκούς πολίτες. Μία Καίτη κατορθώνει με μία άνευρη, αν-ερωτική (κατά τον Πλάτωνα) πρόταση να αναιρέσει ολόκληρη την αριστοτελική λογική. Στην πρόταση αυτή ο στόχος είναι αμιγώς γραμματικός. Αυτή είναι η μοναδική αλλά ουσιώδης ένστασή μου: πως η πρόταση αντικειμενικά δεν υφίσταται. Είναι αναπόδεικτη. Η Καίτη δεν μπορεί, χωρίς άλλες συνδηλώσεις ή παραδηλώσεις να θεωρηθεί ευφυής, εκτός αν ευφυϊα, και κατά τον Wilde, σημαίνει τριζάτο μοκασίνο τακούνι, όρθιο στήθος και έξυπνο σαμπουάν. Ένας σπουδαστής προβάλλει αντίρρηση (διασκεδαστικά σενάρια τώρα): - Εγώ γνωρίζω ότι ο Kierkegaard είναι ευφυής, αν και ίσως όχι πολύ ευφυής, όπως η Καίτη. Οπότε συμπληρώνουμε: Η Μαρία, η Καίτη και ο Kierkegaard είναι πολύ ευφυείς. Δηλαδή μεγαλοφυείς. Γραμματικά τέρατα εν τη γενέσει των μόλις προσπαθήσεις να διαβάσεις τις προτάσεις υπό το φως της λογικής. Προτιμώ να μιλώ σε απλά ελληνικά για την ευφυϊα του ζώου που σε κοιτάζει βαθειά στα μάτια και βλέπει με ήσυχα μάτια πολύ πίσω από σένα (Rilke). Tην ρότα αυτή ακολουθούν τα μέχρι δακρύων (έκφραση των φοιτητών, όχι δική μου) αφελή κείμενα της παμπληθύος (Ροϊδης) των περί την ελληνική γλώσσα ‘εγχοιριδίων’ (Σκαρίμπας). Αντ` αυτών ο «Κοινός λόγος» της Έλλης Παπαδημητρίου», το «Συναξάρι...» του Βαλτινού, τα Σπαράγματα του Ηράκλειτου (και μόνον αυτά), τα χρώματα του σαλού Θεόφιλου, τα παράδοξα του Ζήνωνος, τα παραμύθια της κυρα-Παναγιώτας, η ελλείπουσα στίξη του Μακρυγιάννη, ο τυφλός Όμηρος που θαυμάζει την όμορφη σκλάβα (πού την είδε ο πονηρός;), το σορολόπ του Καραγκιόζη..., κλείνουν το ‘άπαντο’ της γραμματικής και του συντακτικού χωρίς να υποτιμούν την γλώσσα και την δυναμική αναφορικότητά της, διδάσκουν ιστορία, αισθητική, αναιρούν με σεβασμό τον κανόνα και εντούτοις τον αφήνουν άθικτο, δηλ. εμπλουτισμένο (δεν αντιλέγω ότι υπάρχουν σοβαρές προτάσεις διδασκαλίας, όπως το Ελληνική Γλώσσα του Ιδρύματος Μελετών Λαμπράκη, ή ο συνολικός προσανατολισμός του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, αλλά το αίτημά μου μιας αμιγούς προβολής της λογοτεχνικότητας της γλώσσας ως διδακτικής μεθόδου τόσο ανοιχτής που να μην είναι πια ‘διδακτική’ και να μην είναι ‘μέθοδος’, αλλά στάση ηθική, είναι σαφές). Με την διευκρίνιση ότι δεν θεωρώ την γλώσσα (που) μου έδωσαν ελληνική αρτιότερη καμιάς άλλης γλώσσας στον κόσμο, αφού όλες εκφράζουν προ και μετά την Βαβέλ την ίδια ξυπόλυτη πορεία μας των ανθρώπων, προτείνω την εκπόνηση βιβλίων για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας με κριτήριο την γραμματική του λόγου και όχι την ευθυγράμμιση σ` ένα ‘κανόνα’ γραμματικής. Η γλώσσα μας, όπως κάθε γλώσσα με τις ιστορικές ιδιοτυπίες της, δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σε μία κοινή αντίληψη του ‘ομιλείν’. Τα αποτελέσματα αυτής της λογικής της ελάσσονος προσπάθειας είναι ορατά. Επτά εκδοτικοί οίκοι εν Αθήναις εκδίδουν εν νεοελληνική μεταφράσει τον Παπαδιαμάντη. Πρέπει να συνηγορήσουμε σ` αυτήν την ασπόνδυλη γλώσσα που απευθύνεται σε ευφυή σπονδυλωτά; Την δουλειά αυτή την κάνουν θαυμάσια τα ανά τον κόσμο Ινστιτούτα και Σχολεία Λαϊκής Επιμόρφωσης. Τα περισσότερα απ` αυτά χρησιμοποιούν τα ίδια εγχειρίδια και καταφεύγουν στις ίδιες μεθόδους. Τότε, προς τι τα μαθήματα στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση; Κολακεύουμε άραγε τους ‘σπουδαστές’ της μιας saison που βιάζονται να συνεννοηθούν με τα’γκαρσόνια’ και, αν είναι τυχεροί, να φλερτάρουν με την ελληνική ευφυϊα;
Λυπούμαι πολύ που λόγοι περισσότερο ηθικοί, δεν μου επιτρέπουν να απουσιάσω επί μία εβδομάδα και να πάρω μέρος στις εργασίες σας. Εύχομαι στην οργανωτική επιτροπή της 2ης Επιστημονικής Συνάντησης των εκπαιδευτικών για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και στους / στις εκπαιδευτικούς που παίρνουν μέρος, καλή δύναμη και επιτυχία στους στόχους. Θα παρακολουθήσω με ενδιαφέρον τις απόψεις σας και τα πορίσματα, όσο μου το επιτρέπουν η απόσταση και οι Φρυκτωρίες.
Λειψία, 27 Ιουνίου 2005
Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την θεατρική παράσταση "Μήδεια"
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια