Γρανάδα - Παλέρμο (σε συνέχειες)
Αρετή Πότσιου
Εδώ Γρανάδα. Τάσο μου γεια.
Για την Αγέλαστο Πέτρα δεν έχω λόγια, μην και το φτωχύνω ό,τι και να πω.
Για τα άλλα, του Λαζόπουλου, δεν ξέρω, με πιάνεις αδιάβαστη και μάλλον κι αδιάφορη.
Όσο για τα υπόλοιπα…
Θεσσαλονίκη, 14 Μαϊου 2003
Η ημερομηνία δημοσίευσης αυτού του κειμένου είναι διαφορετική - εδώ αναγράφεται η ημερομηνία που η κυρία Πότσιου ξαναέστειλε το κείμενο...Ευχαριστούμε πολύ!
Λοιπόν εντάξει, την ιδέα σου για την επικοινωνία των μαθητών μας μέσω διαδικτύου θα τη ρίξω στα παιδιά κι ελπίζω κάτι να βγει. Τι προεργασία έκανες; Μια διεύθυνση στο πανεπιστήμιο δεν μπορώ να έχω ακόμη, γιατί τελικώς στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Σχολής δεν ήταν εγκατεστημένες ελληνικές γραμματοσειρές, δεν ήξερε (!) να μας βοηθήσει κανένας υπεύθυνος, εμείς –εγώ και κάτι πιτσιρικάδες- δεν καταφέραμε να κάνουμε κάτι, και τέλος μου έγραψε ένας φίλος από την Ελλάδα πώς να το κάνω. Θα δοκιμάσω προσεχώς. Διεύθυνση, ως εκ τούτου, άλλη από τη δική μου και συγκεκριμένων παιδιών δεν έχω. Στο Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών υπάρχουν δύο υπολογιστές συνδεδεμένοι με το διαδίκτυο, αλλά συνήθως κάποιος δουλεύει εκεί, δεν γίνεται να φέρνω μαθητές και μάλιστα πολλούς. Οι Φρυκτωρίες μήπως ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο;
Έλα τώρα, βρε παιδί μου, που υποστήριξε η αριστερά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία! Ποιοι «εμείς» τα λέγαμε; Εγώ δεν ξέρω τίποτα, πίστευα ότι με ή χωρίς απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν νομιμοποιείται ούτως ή άλλως στρατιωτική επέμβαση, σε όποια δυστυχισμένη χώρα βρεθεί στη σφαίρα των βλέψεων των κατά περίσταση ανάπηρων διανοητικά, επίδοξων επιβητόρων της ανθρωπότητας. Και τι πιο αναμενόμενο, όταν γίνεται με τις ευλογίες (άλλαξαν οι ρόλοι!) του Συμβουλίου Ασφαλείας, να γίνει κατόπιν και χωρίς την απόφασή του; Ή μήπως πρώτη φορά στην ιστορία συνέβη αυτό; Και η ΚΤΕ παρομοίως είχε αποτύχει, γιατί αυτά τα όργανα ιδρύονται ή αφήνονται να λειτουργούν, εφόσον εξυπηρετούν ή τουλάχιστον δεν πολυενοχλούν, ενώ δίνουν το άλλοθι της δημοκρατίας και του σεβασμού του διεθνούς Δικαίου, τάχα μου. Τι, λοιπόν, να μην τα στηρίζουμε; Όχι, δεν λέω αυτό, αλλά, ε, να είμαστε έτοιμοι για την παραγκώνισή τους, κάθε που δεν χρειάζονται οι περί ου ο λόγος ούτε τα προσχήματα. Και τότε εμείς τρέχουμε τρελοί κι αλλοπαρμένοι να φωνάζουμε γιατί δεν τηρούνται τα προσχήματα, κινδυνεύει κι η ΕΕ, καλύτερα τα δικά μας αφεντικά απ’ τα τρις χειρότερα, παραπέμποντας στις καλένδες τον αγώνα για τίποτε πιο ουσιαστικό. Όπισθεν ολοταχώς, καημένη ανθρωπότητα, θαρρώ ότι έχει μάθει καλύτερα το πίσω παρά το μπρος. Και δεν ξέρω, δεν έχω την προοπτική του χρόνου για να το πω, αν είναι ο Τρίτος ακήρυχτος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά είναι ο πολλοστός της ανθρώπινης ευτέλειας, η πολλοστή επίθεση της γαϊδουριάς, της απανθρωπιάς, της χαμέρπειας, της ξετσιπωσιάς, του ναρκισσισμού, της μικροπρέπειας, της ωμής βίας, της χυδαιότητας, της απρέπειας, της ανικανοποίητης ζωής που γυρεύει ευχαρίστηση εξευτελίζοντας ανίδεους, ανερμάτιστης ζωής, που γυρεύει να βρει στόχους ποδοπατώντας ανήμπορους, με συνένοχο την ανοχή, την αδιαφορία, τον καταραμένο κομφορμισμό μας, τη δειλία των πιο δειλών, που ανέχονται να βλέπουν τους άλλους δειλούς να χτυπούν αδυνάτους εκ του ασφαλούς, που η διαφωνία τους τελειώνει με τη λήξη του δελτίου ειδήσεων, και το αντιπολεμικό μένος τους κουράζεται πιο γρήγορα απ΄ τους μισθοφόρους των δυνάμεων εισβολής. Επίθεση σε όποια, έστω και ανάπηρη, μορφή Δημοκρατίας, στην παιδεία, σε ό,τι με τόσο, μα με τόσο κόπο προσπαθούν τόσοι άνθρωποι χρόνια και χρόνια, αιώνες. Επίθεση στο όποιο αίσθημα δικαιοσύνης, στο όποιον σεβασμό προς την ανθρώπινη ύπαρξη. Κατευθείαν επίθεση στην καρδιά μας.
Αλλά πότε νιώσαμε αληθινό σεβασμό για τον συνάνθρωπο; Πότε θυμώσαμε πραγματικά για την αδικία που έγινε σε άλλον σαν να την έκαναν σε μας τους ίδιους; Αχ, «Σόλων, Σόλων…»
Ώρες ώρες, αυτές τις μέρες μάλιστα, που βλέπω αυτούς που ακολουθούν τις λιτανείες, με τα καλά τους, με μαύρα κουστούμια, να κλαίνε, μένω άφωνη, κι απορώ. Σαν τι τους λέει αυτή η θρησκεία που δεν τους το λέει ο διπλανός τους; Σκέφτομαι μήπως γι’ αυτό διαδόθηκε τόσο αυτή η θρησκεία, γιατί εξέφρασε κάποτε αυτό που θα ’θελαν να νιώσουν, αλλά είναι ανίκανοι. Μακάρι να ’ναι κι έτσι, κι αυτό παρήγορο είναι, μπροστά στα χειρότερα. Θυμάμαι στην Αίγυπτο (έζησα τρία χρόνια εκεί και ένα στο Σουδάν) οι πιστοί, ιδίως οι φτωχοί, έλεγαν, και το πίστευαν ακράδαντα, ότι η θρησκεία τους είναι η πιο φιλάνθρωπη, ότι, να, στο Ραμαντάν τρώνε όλοι μαζί, σε χώρους κοινούς, έχουν δεν έχουν, προσφέρουν οι έχοντες, ότι μοιράζονται το φαγητό, ότι η δικιά τους θρησκεία διδάσκει τη συγχώρεση. Μόνο που δεν τη βλάφτει κι αυτήν ότι οι πολλοί, οι πάρα πολλοί, ζούνε με τσάι, πεθαίνουν αν δεν έχουν ασφάλιση –πού να τη βρουν;- μένουν σε παραπήγματα από χαρτί, δίπλα στα τζιπ και τις πολυτελείς κατοικίες. Το εισόδημα όλης τους της ζωής δεν φτάνει ούτε για τη ρόδα του cherokee, όπως αντίστοιχα δεν φτάνει το δικό μου για μια μηχανή απ’ αυτές που πετάνε κατά περίσταση έξυπνες βόμβες ή έξυπνα τρόφιμα.
Κι εμείς τρέχουμε πίσω απ’ τα γεγονότα. Και τι μπορούμε άλλο να κάνουμε; Όσο το σκέφτομαι, τόσο σε κείνη τη σκέψη γυρίζω. Αφού δεν μπορούμε να είμαστε ωμοί και βίαιοι όσο οι ισχυροί της γης, κι αφού δε γίνεται να φτιάξουμε έναν κόσμο μιμούμενοι τη βία και την απανθρωπιά όντων ανενδοίαστων, τότε τι; Κοίτα τον κόσμο, κυκλοφορεί και ψωνίζει στα μαγαζιά, πάει στο μάθημά του, φοβάται να βάλει στο μπαλκόνι του ένα πανό ¨no a la querra¨, μην του κλείσουν το μαγαζί, κάτι μέσα τους είναι ήδη με το νικητή. Τότε τι; Τότε γυρίζουμε πάλι στα ίδια και τα ίδια. Αν είχαν γνώση, αν είχαν μόρφωση αληθινή, αν είχαν παιδεία, θα είχαν και επίγνωση. Ανέγνως, μαύρε μου, αλλ’ ουκ έγνως. Αν καταλάβαιναν, θα κατέβαζαν ρολά, θα εύρισκαν κάτι. Θα γίνονταν λίγο απείθαρχοι, λίγο ανυπάκουοι. Τόσο τρομακτικά απλό να τινάξεις τα σχέδια αυτών των ανθρωποειδών στον αέρα, τόσο εύκολο – τόσο δύσκολο. Μου λένε συχνά, ιδίως αυτοί που βαριούνται να κατεβούν έστω και σε μια διαμαρτυρία, μου λένε «ε, ναι, αλλά τι θα καταφέρετε, ποιος σας ακούει» και τις συναφείς μπούρδες. Οπωσδήποτε δεν θα καταφέρουμε τίποτα, τη στιγμή που έχουν γνώσιν οι φύλακες, ξέρουν ότι είμαστε αρκετά ταπεινωμένοι κι εξευτελισμένοι κι ότι απλώς ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΙΠΟΤΑ. Αν και την περηφάνια, πού τη βάζεις; Τον αυτοσεβασμό;
Και τότε, καθώς πηγαίνω κι εγώ στο μάθημά μου, νιώθω τόσο μα τόσο ανόητη που μέσα σ’ όλα μ’ αρέσει πολύ η κόκα κόλα κι αυτές τις μέρες αρνούμαι ν’ αγοράσω. (Ε, ναι, μη γελάς.) Μια συνάδελφος και φίλη από την Ελλάδα μου έστειλε ένα σωρό απίθανα σκίτσα και εικόνες, μία είχε βόμβες που είχαν το σήμα της κόκα κόλα, πώς να το ξαναπιώ το βρομόπραμα; Σε μια άλλη εικόνα, ένα πολύ έξυπνο βλήμα είχε τρυπήσει ένα μωρό στο στηθάκι, από πίσω δεν είχε μείνει τίποτα απ’ τη μικρή πλατούλα. Α, φίλε μου Τάσο, αυτές τις μέρες ένιωσα περισσότερο μόνη. Δεν είχα έναν άνθρωπο απ’ τη «φυλή» μας, να πω δυο κουβέντες. Βλέπω κομπανιέρος Ισπανούς και Ισπανίδες, δε λέω, αλλά να, έναν Έλληνα, να σχολιάσουμε λίγο τις ειδήσεις, να πάμε παρέα στην πορεία, πού! Άναψε το ίντερνετ βέβαια, βροχή τα μηνύματα, αρκετά τα χρησιμοποίησα στο μάθημα, ήταν καταπληκτικά, και κάτι γελοιογραφίες από την Καθημερινή απίθανες βρήκα, και στην Ελλάδα μια εκπομπή του Κούλογλου ήτανε, λέει, συγκλονιστική. Α ναι, βλέπω κάπου κάπου δυο αγοράκια που είναι εδώ με εράσμους, μ’ αυτά μιλώ, είναι τα μόνα που ασχολούνται με την υπόθεση, αλλά τι να το κάνεις, είναι μικρά παιδιά. Και στη Σχολή, κάθε μέρα στη συνέλευση όλο και πιο λίγα παιδιά, πάντα τα ίδια, και τέσσερις πέντε καθηγητές, πάντα οι ίδιοι.
Πάντως δε θα πιω κόκα κόλα, ας πάει στο διάβολο, θ’ αλλάξω και τα τσιγάρα, όπως τ’ άλλαξε κι ο φίλος μου, ο κολλητός μου, στην Ελλάδα, ο Γιάννης. Κι αν συνεχίσει ο πόλεμος και στη Συρία, με βλέπω και χωρίς πλυντήριο άμα λάχει.
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια