Η αυτοφυής νεωτερικότητα
Μια ρηξικέλευθη προσπάθεια επανανάγνωσης της νεοελληνικής πεζογραφίας
AΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
Διαφθορείς, εραστές, παραβάτες.
Για την αναθεώρηση της νεοελληνικής πεζογραφίας
«ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»
Ευχαριστούμε την Ταμάρα Κόστιτς-Παχνόγλου που φρόντισε να στείλει στις Φρυκτωρίες το κείμενο του Γ. ΑΡΙΣΤΗΝΟΥ.
24 Μαρτίου 2006
Το να προτείνει κανείς την επανανάγνωση της νεοελληνικής λογοτεχνίας τη στιγμή που οι αντίστοιχες ιστορίες έχουν παγιώσει ένα συγκεκριμένο γραμματολογικό σχήμα και έχουν ταξινομήσει το υλικό τους, με την ασφάλεια που προσφέρουν η συγκριτολογική μέθοδος και η αυτονόητη λογική της περιοδολόγησης, είναι ένα εγχείρημα τουλάχιστον τολμηρό, αν όχι προκλητικό. Βέβαια επί μέρους μελέτες έχουν από καιρό αμφισβητήσει τις σταθερές με τις οποίες ερμηνεύτηκαν μείζονα γραμματολογικά θέματα, όπως, για παράδειγμα, το είδος και η ταυτότητα της μετεπαναστατικής λογοτεχνίας (1830 και εντεύθεν), το περιεχόμενο και οι υποδιαιρέσεις της λεγόμενης ηθογραφίας, η αυθεντικότητα και η καθαρότητα του μεσοπολεμικού μοντερνισμού ή ακόμα, ο ρόλος που έπαιξε η ελληνοκεντρική ιδεολογία στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα. Ωστόσο ο Αρης Μαραγκόπουλος στο δοκίμιό του επιχειρεί μια συνολικότερη και συνεκτικότερη εξέταση όλου αυτού του ναρκοθετημένου από παραναγνώσεις χώρου, ανασημασιολογώντας εγκαταστημένες έννοιες και υποδεικνύοντας τρόπους για την επαναχαρτογράφησή του. Μια τέτοια προσπάθεια, που στρέφεται επίμονα γύρω από τον άξονα της νεωτερικότητας, την οποία αναγορεύει σε δεσπόζον (the dominant) ερμηνευτικό εργαλείο, δεν μπορεί παρά να αρχίσει με την αποσαφήνισή της, παράλληλα με την επιβεβλημένη διάκριση ανάμεσα στο μοντερνισμό και το μεταμοντερνισμό, έννοιες αρκούντως παρεξηγημένες από άγνοια ή και ιδεολογικό αλληθωρισμό. Στο κρίσιμο και αμφιλεγόμενο αυτό δίπολο με τα ρευστά, όπως υποστηρίζει η θεωρία, όρια, ο Μαραγκόπουλος είναι απόλυτος. Ενσωμάτωση - κατακερματισμός
Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και τίποτα δεν επιτρέπει την αλληλοπεριχώρησή τους. Ετσι ο πρώτος ταυτίζεται με την αυθεντικότητα, τη ρήξη, την απορρόφηση και ενσωμάτωση της παράδοσης, ενώ ο δεύτερος με την έκπτωση, τη διάχυση, τον κερματισμό, την ισοπέδωση, τη σύνθλιψη και εξάχνωση του εγώ και του προσωπικού ύφους. «Στον μοντερνισμό το έργο τέχνης ομνύει στην αυθεντικότητα (...) εξασφαλίζει την εγκυρότητά του, καθώς διαλέγεται με την προηγηθείσα παράδοση των μεγάλων αφηγήσεων (...) παρουσιάζεται συγκρουσιακό με τον κανόνα της κοινωνικής και ηθικής νομιμοφροσύνης (...) προτείνει τη συνολική επανανάγνωση του κόσμου (...) στρέφεται, τέλος, επίμονα στις παρεκκλίσεις από τη συμβατική συμπεριφορά: στο σκοτεινό, στο δαιμονικό κομμάτι της ανθρώπινης ψυχής και όχι στο βιαίως εκπολιτισμένο». Σε πλήρη αντιπαράθεση ορθώνεται ο μεταμοντερνισμός, ένα είδος φενακισμού τού είναι ή χαϊντεγκεριανής «λήθης». Ολες οι κατηγορίες που τον βαραίνουν συνδέονται με την έκπτωση και τον ευτελισμό της αυθεντικότητας. «Στο μεταμοντερνισμό το έργο τέχνης αδιαφορεί για την αυθεντικότητα, ενδιαφέρεται για την ποσοτική αναπαραγωγή του. (...) Το μεταμοντερνιστικό έργο είναι ένα simulacrum, ένα erzatz του πραγματικού, η απόλυτη διαφθορά του. (...) Χαϊδεύει το κοινό γούστο στην αναπαράσταση του κόσμου: αναπαριστά το τελευταίο με τη γλώσσα και τη δομή του ευθέος επικοινωνιακού λόγου, με δυο λόγια με την ανυπαρξία της μεταφορικής γλώσσας». Ακόμη και η διακηρυγμένη και προβεβλημένη από τους υποστηρικτές της (Jenks, Barth) έννοια της διακειμενικότητας δεν αποβλέπει στην επαναδιήγηση του παρελθόντος ή στην αποσαφήνισή του αλλά στην ειρωνική, με τη μέθοδο όμως της τεχνητής συγκόλλησης ετερόκλιτων στοιχείων ή ανομοιογενών όρων, ανάσυρσή του στο παρόν. Το ρεμίξ του μεταμοντερνισμού δεν είναι παρά η φτηνή διασκέδαση σε βάρος της ιστορίας.
Σ' αυτήν την πολεμική τα βέλη του συγγραφέα δεν πλήττουν μόνο το κέντρο του μεταμοντερνισμού, που είναι το νέο αβαθές κατά τη διατύπωση του Jameson, αλλά και τη φιλοσοφική περιφέρειά του, δηλαδή το νεοσκεπτικισμό των αποδομιστών τύπου Ντεριντά, που εξισώνουν το προσωπικό έργο με το ανώνυμο κείμενο, καταργούν κάθε αισθητικό κριτήριο και κηρύσσουν ένα είδος ερμηνευτικού μηδενισμού. Σχηματοποίηση; Αναντίρρητα ναι, θα απαντούσε ο σύγχρονος αποδομιστής, που συντάσσεται με την ανεξάντλητη ερμηνευτική δραστηριότητα (endless activity), στην οποία υπόκειται κάθε έργο, και την απειρία των σημασιών που εκκρίνει (Gadamer). Για το συγγραφέα, όμως, εκείνο που μετράει είναι ότι στο όνομα ενός σχετικιστικού μυστικισμού που χάνεται στα βάθη μιας καβαλιστικής μήτρας, θυσιάζεται μια ολόκληρη κλασική και ανθρωπιστική παράδοση. Αν λοιπόν η νεωτερικότητα είναι όχι μόνο μια ιστορική κατηγορία, αλλά μια αξία που διασχίζει το πεπρωμένο της λογοτεχνίας, αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη να φωτίσουμε την πεζογραφική μας παράδοση απ' αυτή την πλευρά, συγκροτώντας το νέο χάρτη της νεοελληνικής νεωτερικής γεωγραφίας μας, που δεν θα φυλακίζεται σε a priori θεωρητικά σχήματα ούτε θα προσορμίζεται σε ασφαλή, υποτίθεται, ιδεολογήματα.
«Στην Ελλάδα», γράφει, «η λογοτεχνία αντιμετωπίστηκε ήδη από το 19ο αιώνα ως μηχανισμός εξασφάλισης εθνικής ταυτότητας. Μέχρι και τη δεκαετία του '80 η Ελλάδα στο συλλογικό φαντασιακό προβάλλεται με ρευστή εθνική τοπογραφία. Κατά συνέπεια η λογοτεχνία, και ιδίως η πεζογραφία, επωμίζεται συχνά την παιδαγωγική ευθύνη και τον εθνκό ρόλο της πατριδογνωσίας». Αναμφίβολα η πρόσληψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως ψευδούς συνειδήσεως (εξαιτίας μιας συλλογικής ψυχοπαθολογίας που ανάγεται σε βιώματα εθνικής έλλειψης και ματαίωσης) αντιστοιχεί σε μία μόνο πλευρά της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, η ειδυλλιακή ή αγροτική ηθογραφία δεν καλύπτει όλο το φάσμα της λογοτεχνικής παραγωγής από το 1880 ώς το 1910, αφού παράλληλα με τον λαογραφικό προσανατολισμό της διηγηματογραφίας μας, που εξαντλείται σε μια αναπαραστατική τοπιογραφία, συνυπάρχουν ο ποιητικός ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη και ο ψυχαναλυτικός αναγωγισμός (reductionism) του Βιζυηνού. Παρά ταύτα, όλες αυτές οι ποικιλίες, οι διακλαδώσεις οι αποχρώσεις, απορροφήθηκαν από τη γενική και ισοπεδωτική ένννοια της λαογραφικής ηθογραφίας. Ο Αρης Μαραγκόπουλος παρακολουθεί όλες αυτές τις παθολογικές συμφύσεις, τις οποίες ανάγει σε μια διευρυμένη έννοια του ελληνοκεντρισμού, την ελληνικότητα. Παράλληλα εισάγει ως ερμηνευτικό εργαλείο την παραβατικότητα, ενώ αναλύει διεξοδικά την άποψη της αυτοφυούς νεωτερικότητας που χαρακτηρίζει, έστω πρώιμα ή σπερματικά, το ηθογραφικό διήγημα. Ευφυείς συλλήψεις που διαφοροποιούν ριζικά την οπτική μας.
Το δοκίμιο του Μαραγκόπουλου είναι διπλά σημαντικό. Πρώτον, γιατί προτείνει νέα κριτήρια για την επανανάγνωση της νεοελληνικής πεζογραφίας και δεύτερον, γιατί υπερασπίζεται θαρραλέα και μαχητικά από το διακεκριμένο και υπερχρονικό «τόπο» της νεωτερικότητας τη Λογοτεχνία, με Λ κεφαλαίο, όπως έγραφε ο Μπλανσό, καταγγέλλοντας συνάμα τους αμαρτωλούς και κλέφτες, παλιούς και σύγχρονους, που την πλαστογραφούν. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/01/2006
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια