Η διδασκαλία των Ελληνικών στα ΑΕΙ του εξωτερικού
Αγαπητοί συνάδελφοι,
με αφορμή τις απόψεις που έχουν εκθέσει οι συνάδελφοι Τ. Χατζηαναστασίου και Μ. Πάτσης σχετικά με τη διδασκαλία της ελληνικής στα ΑΕΙ του εξωτερικού, επιτρέψτε μου να καταθέσω τα εμπειρικά δεδομένα από τη μέχρι τώρα ενασχόλησή μου με το αντικείμενο.
Χρύσα Αλεξοπούλου
Θεσσαλονίκη, 20 Μαϊου 2003
Αρχικά θα ξεκινήσω με ορισμένες παραδοχές.
Παραδοχή 1η: Η Ελλάδα είναι σήμερα η 25η πιο πλούσια χώρα στον κόσμο και αυτό δεν είναι στοιχείο προπαγάνδας. Αποτελεί πραγματικότητα, κατάκτηση του λαού μας, που άλλοτε μετανάστευσε, άλλοτε δούλεψε στα φορτηγά πλοία, άλλοτε έσφιξε το «ζωνάρι» στις αλλεπάλληλες «λιτότητες» κάνοντας συχνά δυο δουλειές, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του, όχι πάντα περιττές και κατασκευασμένες. Είναι γνωστές σε όλους μας οι πολλές αντίξοες συνθήκες που έζησε η πατρίδα μας τον περασμένο μόλις αιώνα-για να μην πάμε πιο πίσω- πολέμους, βαλκανικούς, παγκόσμιους, Μικρασιατική καταστροφή, ξεριζωμό, εμφύλιο, επταετή δικτατορία, τραγωδία της Κύπρου. Και με το δεδομένο ότι οι εκάστοτε κυβερνητικοί σχηματισμοί δεν έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν -για να μην πω ότι μάλλον έκαναν το λιγότερο- για να αναπτυχθούμε και να αξιοποιήσουμε τις παραγωγικές μας δυνάμεις, αυτός ο τόπος άντεξε και ο λαός πρόκοψε. Όταν οι σημερινοί εταίροι μας στην Ε.Ε οικοδομούσαν την ανάπτυξή τους, εμείς δεν υπήρχαμε καν ως κρατική οντότητα. Σήμερα χώρες , που κάποτε μας εντυπωσίαζαν για την ανάπτυξή τους, έπονται στην ανάπτυξη και ζητούν συχνά τη στήριξη της Ελλάδος για την επίτευξη των πολιτικοοικονομικών τους στόχων.
Παραδοχή 2η: Η μικρή σε έκταση και σε πληθυσμό Ελλάδα έχει τη δυνατότητα σήμερα να αποστέλλει σε 85 περίπου ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα του εξωτερικού εμάς τους φιλολόγους για να διδάξουμε την Ελληνική Γλώσσα. Επίσης υπάρχει μια σειρά πονημάτων-έστω κι αν δεν είναι όλα επαρκή-που ασχολούνται με τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας.
Ό μ ω ς η εμπειρία μου απ’ αυτό το διάστημα που διδάσκω την Ελληνική Γλώσσα στο Παν/μιο του Άαχεν δεν με οδηγεί σε 3η παραδοχή, ότι δηλ. οι ξένοι φοιτητές, μαθαίνουν τα Ελληνικά, γιατί θέλουν να εργαστούν στην Ελλάδα ή γιατί τη βλέπουν ως γλώσσα διακοπών. Όπως οι ίδιοι σχολιάζουν, στα τουριστικά θέρετρα το καλοκαίρι πιο πολύ -δυστυχώς- μιλούν αγγλικά παρά ελληνικά. Στη Δύση δεν μαθαίνουν ελληνικά, γιατί προσδοκούν να μοιραστούν μαζί μας τα οφέλη της όποιας ανάπτυξης. Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι μέσα από τη γλώσσα μας θέλουν να γνωρίσουν το σύγχρονο πολιτισμό μας, εντυπωσιασμένοι από την ελληνική αρχαιότητα και όχι μόνο. Εντυπωσιασμένοι θα έλεγα από την όλη πορεία του ελληνισμού στο διάβα των αιώνων. Όλοι γνωρίζουμε τις επιστημονικές κυρίως λέξεις που έχουν οι άλλες γλώσσες στο λεξιλόγιό τους από τα ελληνικά. Στα γερμανικά καταγράψαμε με τους φοιτητές περίπου 680 λέξεις, τις πιο ζωντανές και συνηθισμένες. Μάλιστα για όποιον τις χρησιμοποιεί αποτελεί δείγμα ότι γνωρίζει υψηλά γερμανικά!
Δεν νομίζω φυσικά ότι οι γερμανοί φοιτητές, που παράλληλα με τη γλώσσα ενδιαφέρονται και για άλλες εκφράσεις του πολιτισμού μας, τη μουσική και τους χορούς μας, το κάνουν παρασυρμένοι από τους δείκτες της ανάπτυξης μας.
Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να αποδεχτούμε τελικά ποιοι είμαστε χωρίς εξάρσεις και μεγάλα λόγια, αλλά και χωρίς ιδεολογήματα που μας τρομάζουν και μας αποτρέπουν από την αυτογνωσία. Είμαστε ένας λαός -όχι ο περιούσιος- αλλά με αδιάλειπτη παρουσία σε αυτό το βράχο, με το Δισπηλιό της Καστοριάς και το Ακρωτήρι της Θήρας, με τις λέξεις «θάλασσα και λαός» στη γλώσσα του Ομήρου και τη σημερινή, με το αρχαίο ελληνικό δράμα ζωντανό σε όλο τον κόσμο, με τα βυζαντινά μνημεία του Μυστρά και της Θεσσαλονίκης, με τη μουσική μας. Και αυτό το τελευταίο δεν είναι αυτονόητο. Οι γερμανοί φοιτητές με πληροφορούν ότι από το1960 και μετά δεν υπάρχει παραγωγή γερμανικής μουσικής, μόνο στίχοι γράφονται πάνω σε ξένη μουσική, κυρίως αμερικάνικη.
Προσωπικά δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, για παράδειγμα, στη Γάνδη του Βελγίου σε ένα φλαμανδικό καφέ υπάρχει η ελληνική σημαία και ακούγεται μόνο ελληνική μουσική. Όταν ρώτησα το φλαμανδό ιδιοκτήτη-δεν είναι παντρεμένος με ελληνίδα- «γιατί αυτό;» μου απάντησε, «γιατί είμαι φιλέλληνας». Εδώ ας θυμίσω ότι ο μέσος όρος του κατά κεφαλή εισοδήματος των Βέλγων είναι 25.000 ευρώ και ημών 15.000.
Το θέμα, λοιπόν, είναι ότι δεν είμαστε οι «κάποιοι σπουδαίοι», αλλά ότι είμαστε εμείς με τα προτερήματά μας και τα ελαττώματά μας που συνθέτουν μια ταυτότητα που είναι, όπως φαίνεται, ελκυστική και ενδιαφέρουσα. Ας μη αρνούμαστε εμείς αυτό που οι φίλοι μας ξένοι εντοπίζουν.
Είναι ανάγκη επομένως να δουλέψουμε όλοι, εμείς ως δάσκαλοι, η πολιτεία ως υπεύθυνη για το εγχείρημα αυτό με τα ανάλογα όργανα που διαθέτει, στο νέο περιβάλλον και να διαμορφώσουμε ένα σχέδιο πιο οργανωμένο για τη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας και του Πολιτισμού-για να μην ξεχνάμε και το δεύτερο μέρος που υπάρχει στο αποσπαστήριό μας. Αν ενοχλεί μερικούς από μας, ας μη το πούμε «στρατηγική», ας το πούμε «πρόγραμμα». Γιατί επιτέλους όλοι θα συμφωνήσουμε ότι χωρίς πρόγραμμα και συγκεκριμένο στόχο ούτε αξιολόγηση και αποτίμηση μπορεί να γίνει, αλλά και οι καλύτερες των προσπαθειών ναυαγούν.
Με αγάπη για όλους και θρεπτική αγωνία για το έργο μας
Χρύσα Αλεξοπούλου
- Εμείς /
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια