Η Ιστορία της Ελληνικής Διασποράς
angelita writes, "Ανακοίνωση της Ταλιγκάρου Αγγελικής στο Συνέδριο, με τίτλο “Η Ιστορία της Ελληνικής Διασποράς” που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης 4 -6 Ιουλίου 2003
Η Ελληνική Μετανάστευση του τέλους του 19ου αι. μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία. Μια μελέτη περίπτωσης"
22 Αυγούστου 2003
Η μετανάστευση σαν κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο, δεν είναι κάτι καινούριο στην Ελληνική ιστορία. Έχει μακρά παρουσία μέσα στους αιώνες και κάποιες εποχές τις σημαδεύει αποφασιστικά, σε βαθμό που να θεωρείται ο κυριότερος παράγοντας διαμόρφωσης του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Στη σημερινή ανακοίνωση μας ενδιαφέρει η εποχή γύρω στα τέλη του 19ου -πρώτη δεκαετία του 20ού αι. Αφορμή για τον προβληματισμό μας αποτέλεσε η συχνότητα με την οποία παρουσιάζεται το φαινόμενο της μετανάστευσης στα λογοτεχνικά έργα της περιόδου αυτής, και ιδιαίτερα σ’αυτά που περιγράφουν τη ζωή στις ορεινές και νησιώτικες περιοχές της Ελλάδας, όπου η μετανάστευση φαίνεται ότι αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα εξέλιξης των τοπικών κοινωνιών και συνδιαμόρφωσης των ηθών τους.
Οι κάτοικοι των νησιώτικων και των ορεινών περιοχών για διαφορετικούς λόγους οι μεν από τους δε, πήραν τους δρόμους της ξενητιάς: οι μεν ορεινοί λόγω της έλλειψης ζωτικών πόρων, (Χασιώτης, 98) οι δε νησιώτες και για ένα λόγο ακόμη, και λόγω δηλαδή της γειτνίασης με τη θάλασσα. (Η Τύχη από την Αμέρικα, Β, 449)
Για τους νησιώτες η μετακίνηση παίρνει δυο μορφές: τα ναυτικά ταξίδια αφενός που κρατούν για πολύ καιρό τους άνδρες μακριά από τις εστίες τους, και τη μετανάστευση για μικρό ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε χώρες του εξωτερικού. Το μεταναστευτικό ρεύμα του περασμένου αιώνα αρχικά οδηγούσε τους Έλληνες προς τις χώρες που ήσαν ακόμη μέσα στα όρια του Οθωμανικού κράτους. Η κίνηση αυτή είχε περισσότερο χαρακτήρα εσωτερικής μετανάστευσης. (Ψυχογιός, 133 κ.ε.) Από τα στοιχεία που υπάρχουν στη διάθεσή μας, είναι γνωστό ότι μετά το έτος 1880 έχουμε μια βαθειά τομή, ένα σταθμό στην ιστορία της Ελληνικής Μετανάστευσης. Κι αυτό, γιατί το 1881 αρχίζει το ρεύμα της υπερπόντιας ματανάστευσης. Μέχρι το έτος 1881 μαρτυρείται από τη στατιστική επετηρίδα της Ελλάδος, ότι είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική μόνο 401 Έλληνες. Όλοι άνδρες. Από το έτος αυτό και μέχρι το 1915, 350 χιλ. περίπου Έλληνες μεταναστεύουν κυρίως στις ΗΠΑ, κατά 96%, και σε πολύ μικρότερο αριθμό σε άλλες χώρες, όπως η Αυστραλία και η Αφρική. (Χασιώτης, 92-4) Η κίνηση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα στην περίοδο αυτή, η Ελλάδα να χάσει το 1/3 του ακμαιότερου τμήματος του πληθυσμού της. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται ξανά στη δεκαετία 1960-70 με τη μετανάστευση κυρίως προς τη Γερμανία, ένα φαινόμενο που ο καθηγητής Ξ. Ζολώτας ονομάζει εθνικό κίνδυνο. Η αφαίμαξη αυτή είναι φυσικό να επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις κοινωνίες στις οποίες επισυνέβη. Τα αυστηρά ιστορικά στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας για την εποχή είναι πολύ περιορισμένα.
Ακριβώς για το λόγο αυτό κάθε πηγή που θα μπορούσε να δώσει κάποια πληροφορία για τα μεταναστευτικά ρεύματα της εποχής αυτής, καθώς και για τις συνέπειες της κίνησης αυτής στους τόπους που άφηναν πίσω τους οι μετανάστες, πρέπει να θεωρείται πολύτιμη. Είναι αυτονόητο βέβαια ότι θα πρέπει να αξιολογείται με προσοχή και πάντα να συνεκτιμάται με τα στοιχεία που προέρχονται από καθαρά ιστορικές πηγές.
Μια πολύτιμη πηγή, από την οποία παίρνουμε αποκαλυπτικές εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας, αποτελούν τα λογοτεχνικά έργα της εποχής στην οποία αναφερόμαστε, και τα οποία, ιδίως αυτά που ανήκουν στο χώρο της ηθογραφίας, μας παραδίδουν αποκαλυπτικούς πίνακες της σύγχρονης ζωής. (Μπαλούμης, 190 κ.ε.)
Το έργο του Παπαδιαμάντη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ηθογραφικό (Μηλιώνης, 15). Εν τούτοις, επειδή όπως κι ο ίδιος ο συγγραφέας τονίζει συχνά, (Λαμπριάτικος Ψάλτης, 243) αντλεί τα θέματά του από την σύγχρονή του πραγματικότητα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα σκιαθίτικα ιδιαίτερα διηγήματα αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών για την εποχή κατά την οποία έζησε ο συγγραφέας. Η μεγάλη σημασία δε της μαρτυρίας του έγκειται, κατά τη γνώμη μας, στο γεγονός ότι η συγγραφική του δράση συμπίπτει ακριβώς με την εποχή της μεγάλης εξόδου των Ελλήνων μεταναστών προς τις υπερπόντιες χώρες. Πράγματι σε πολλά διηγήματα της περιόδου 1888–1906 το κύριο θέμα είναι ο ξενητεμός κάποιου νέου, η επιστροφή του, ο χαμός του, ή κάποια είδηση που έφτασε μετά από καιρό. Ο γιος της γρια-Αχτίτσας στέλνει γράμμα μαζί με επιταγή σε διήγημα του 1889. Πρέπει να είναι από του πρώτους μετανάστες στην Αμερική (Σταχομαζώχτρα, 13 κ.ε.). Το ίδιο και ο Αμερικάνος στο ομώνυμο διήγημα του 1891. Η τύχη από την Αμέρικα (Β,454) είναι του 1901 και το Γράμμα στην Αμερική του 1910. Εκτός τούτων, διάσπαρτες πληροφορίες υπάρχουν σε όλο το έργο. Σύμφωνα μ’ αυτές, η μετανάστευση στη Σκιάθο παρουσιάζεται σαν καθαρά ανδρική υπόθεση. Έχουμε πλήθος διηγήματα που έχουν σαν θέμα τους τον μισεμό κάποιου άνδρα για μικρό ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (Β’449). Οι χώρες που αναφέρονται ότι πηγαίνουν είναι η Αμέρικα, η Αυστραλία, η Νότια Αμερική. Κάποτε αναφέρονται η Αγγλία, η Γαλλία, η Αίγυπτος και η Κωνσταντινούπολη.
Κάποτε καταφθάνει κάποιο γράμμα, κάποτε ο ίδιος ο ξενητεμένος, άρρωστος για να πεθάνει στον τόπο του. Λίγοι τυχεροί γυρνούν καλά και σε ηλικία κατάλληλη να παντρευτούν την πιστή αρραβωνιαστικιά λίγο πριν μαραθεί εντελώς και να κάνουν οικογένεια. ( Ο Αμερικάνος, Οι λίρες του Ζάχου). Οι περισσότεροι χάνονται οριστικά. Μετά τα 11 χρόνια αναφέρεται ότι ξεπονούν. Δεν ακούγονται πλέον και ούτε και οι δικοί τους ελπίζουν ότι θα ακούσουν κάτι από αυτούς. Μέχρι τότε κάνουν κάποιες σπασμωδικές προσπάθειες κατά περίπτωση να αποκαταστήσουν μια επικοινωνία. Μερικές φορές θύμα αυτών των προσπαθειών είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας, τον οποίο παρακαλούν ή πιέζουν οι συγγενείς, να επικοινωνήσει με πρεσβείες και γκουβέρνα, προκειμένου να εντοπισθεί η τύχη κάποιου ξενητεμένου (Το γράμμα στην Αμερική).
Στην σημερινή παρουσίαση θα μείνω σε ένα μόνο σημείο της έρευνάς μου στο θέμα. Αυτό της γυναικείας συμμετοχής στο γενικό ρεύμα της μετανάστευσης, έτσι όπως μας παραδίδεται μέσα από το έργο του Αλ. Παπαδιαμάντη.
Οι γυναίκες ελάχιστα μαρτυρείται οτι φεύγουν από το νησί. Η θάλασσα φαίνεται ότι έχει θέλγητρα και αποτελεί δρόμο διαφυγής μόνο για τους άνδρες. Οι γυναίκες την βλέπουν ανταγωνιστικά, γιατί τους κλέβει τους άνδρες. Την ονομάζουν άστατη ερωμένη, μάνα, μητριά, πεθερά, ή νύφη.(Κοκκώνα Θάλασσα, Α, 213-4)
Μάλιστα μετά από την αποδημία των ανδρών, φαίνεται σαν οι γυναίκες να κυριαρχούν στο νησί. Το γεγονός ότι οι άνδρες λείπουν ολοχρονίς από το νησί το οποίο όπως και τα περισσότερα χαρακτηρίζεται από λειψανδρία ή και παντελή ανανδρία μερικές φορές, δίνει στις γυναίκες μια αυτονομία, διότι ουσιαστικά αυτές είναι που φέρνουν βόλτα το σπιτικό, τα υποστατικά, τα παιδιά, τα ζώα.
Με το μισεμό των ανδρών, οι γυναίκες μένουν με ένα τρόπο που ουσιαστικά αναπληρώνει την έλλειψή τους. Επωμίζονται όλα τα βάρη, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και απολαμβάνουν κάποιο βαθμό ελευθερίας. Έτσι, ενώ οι γυναίκες είναι καταπιεσμένες λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων της εποχής, εν τούτοις δεν παρουσιάζουν τη μιζέρια των καμπίσιων κοινωνιών, όπως αυτή περιγράφεται στα διηγήματα π.χ. του Καρκαβίτσα, τις οποίες περιφρονούσαν και οι ίδιοι οι Σκιαθίτες. (Β, 21) Σύμφωνα με μαρτυρία του Τ. Άγρα, ο οποίος επικαλείται και τη γνώμη του Βλαχογιάννη, η θέση της γυναίκας στα νησιά του Αιγαίου ήταν παράξενη, καθώς εκεί βασίλευε ένα είδος πολίτευμα κοινωνικο-γυναικοκρατικό (Άγρας, 161, κειμ. και σημ.).
Η παρουσία των γυναικών στο νησί είναι σύμβολο σταθερότητας, ακινησίας και σιγουριάς, σε τέτοιο σημείο δε αποτελεί την παράμετρο της σταθερότητας, ώστε σε κάποια διηγήματα αυτό το ρίζωμα των γυναικών στο νησί παίρνει τη βαρύτητα συμβόλου.
Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν (Β’443 κ.ε.) το δέντρο στο όνειρο του συγγραφέα μετατρέπεται σε γυναίκα και η έντονη παρουσία του στο όνειρο του συγγραφέα τον οδηγεί στο να διατυπώσει την άποψη ότι τα δέντρα που βλέπουμε είναι γυναίκες. Σε ένα άλλο διήγημα, στο Αγνάντεμα, ο βράχος ονομάζεται Φλανδρώ και είναι η γυναίκα που μαρμάρωσε περιμένοντας τον άνδρα της να γυρίσει από τα ξένα. Γυναίκα ήταν και ένας άλλος βράχος, η Μαυρομαντηλού, που μαρμάρωσε περιμένοντας. Η Λουλούδω περιμένοντας έγινε ένα άνθος πάνω στα κύματα Στο Άνθος του Γιαλού. Αυτές είναι κάποιες μόνο ενδεικτικές περιπτώσεις, που ποιητικά και συμβολικά συνθέτουν μια εικόνα, που σίγουρα αντκατοπτρίζει μια ιστορική πραγματικότητα.
Τόσο πολύ η γυναικεία παρουσία είναι δεμένη με το χώρο, με την εστία, ώστε ακόμη και μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις της είναι σπάνιες: Έτσι ακόμη και κατά το γάμο ο γαμπρός είναι αυτός που μετακινείται στο σπίτι της νύφης αφού κατά κανόνα το σπίτι ήταν υποχρέωση, προίκα δηλαδή, της νύφης. Σε ένα διήγημα, στο Η Τρελλή Βραδυά, ο συγγραφέας ειρωνεύεται αυτή τη συνήθεια, λέγοντας ότι ένα προνόμιο που είχαν οι γυναίκες στο γάμο ήταν ότι αυτές μπορούσαν να διώξουν τους άνδρες από το σπίτι αν αποδεικνύονταν ανάξιοι, ενώ το αντίθετο δεν μπορούσε να συμβεί ακριβώς επειδή το σπίτι ήταν προίκα της γυναίκας. (Β,435) Ο κανόνας αυτός δεν ισχύει σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις και όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι, δηλαδή όταν τύχει να παντρευτεί μια κοπέλα κάποιον χήρο άνδρα, με παιδιά από προηγούμενο γάμο, (κιαυτό δεν είναι σπάνιο, αφού είναι άλλη μια συνέπεια της αποδημίας και της έλλειψης ανδρών σε ηλικία γάμου). Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μετακινείται αυτή από το σπίτι ή και την πατρίδα της ακόμη.
Αλλά αυτό γενικά είναι κατακριτέο και επισύρει αρνητικά σχόλια και γενική κατακραυγή. Στη Σταχομαζώχτρα αναφέρει ο συγγραφέας «όνειδος εθεωρείτο το να πλέει γυνή εις τα πελάγη».(Β,13) Σε κάποιο άγνωστο διήγημα του Παπαδιαμάντη, του οποίου σώζονται μερικές σελίδες αναφέρεται η περίπτωση της Αθηνάς, η οποία για να χαλάσει τα μάγια που της έκανε η μάγισσα η πεθερά της, «ολίγους μήνας μετά τον γάμον, εμβαρκαρίσθη και «εκαραβώθη» και έγινε καραβωμένη, το οποίο ήτο έως τότε ανήκουστον.» (Δημητρακόπουλος, 121-2). Η ρετσινιά της καραβωμένης συνοδεύει άλλωστε και τη Σταχωμαζώχτρα, όταν αναγκαζόταν να περνά με το καράβι στην απέναντι ακτή για να μαζέψει το σιτάρι της χρονιάς.
Έτσι γενικά την εποχή αυτή η μετανάστευση, κοντινή ή μακρινή, η απομάκρυνση δηλαδή απο την εστία, είναι καθαρά ανδρική υπόθεση. Όσο δύσκολη και αν είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται με τον ξενητεμό των ανδρών όσο κι αν ερημώνουν τα σπίτια, τα χωριά, οι αγκαλιές και τα κρεβάτια των γυναικών, όμως είναι κάτι που θεωρείται αποδεκτό, σχεδόν φυσικό, αντιμετωπίσιμο. Αντίθετα, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου έχουμε μετακίνηση γυναίκας, διακρίνουμε σε όλο το κλίμα του διηγήματος μια απαξίωση. Κι ακόμη να πλανάται κάποια απροσδιόριστη απειλή. Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δράση σε αυτά τα διηγήματα, ή και ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι τύχες, ιδιαίτερα των ηρωίδων, από την αλληλουχία των γεγονότων μαρτυρεί μια διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης με τραγικές συνέπειες για τη ζωή των προσώπων.
Μια τέτοια ατμόσφαιρα διακρίνουμε να επικρατεί στο διήγημα Της Κοκκώνας το Σπίτι (Β,263). Ο τίτλος του διηγήματος οφείλεται στο ερειπωμένο σπίτι, που ήταν γνωστό στο νησί με αυτό το όνομα, και προοριζόταν για την όμορφη Κοκκώνα Αννίκα, την οποία «ο αισθηματικός και γενναίος» καπετάνιος Γιαννακός, ο Συρμαής ερωτεύτηκε στο Σταυροδρόμι της Πόλης και σκόπευε να την παντρευτεί και να την εγκαταστήσει στο κομψό και ωραίο σπίτι που έκτιζε στο νησί του. Ο Πλοίαρχος αρραβωνιάστηκε στη Βασιλεύουσα και «κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα όπου παρήγγειλε να του κτίσουν με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων εις το πρώτον ταξίδιον να φέρει έπιπλα από την Βενετίαν διά να ευπρεπίση, να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και να την κάμει αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν». Και ενώ όλα φαίνονταν ευνοικά για τη ζωή των δυο νέων, όμως η μοίρα θέλησε αλλιώς να εξελιχθούν τα πράγματα. Η οικία δεν έμελλε να τελειώσει και η Κοκκώνα δεν έμελλε να κατέλθει, γιατί οκτώ μήνες μετά τη μνηστεία πέθανε φθισική στο Σταυροδρόμι. Σε όλη την περιγραφή διακρίνει κανείς μια υπερφυσική απειλή να κυβερνάει τη ζωή των ηρώων και να εμποδίζει την πραγματοποίηση των ονείρων τους. Το σπίτι σαν σύμβολο αυτής της δύναμης του κακού, στέκει στοιχειωμένο, κυριαρχεί σε όλο το διήγημα και αποτελεί την ορατή απόδειξη της διάψευσης του ονείρου. Οι εκφράσεις και οι περιγραφικοί τρόποι, τους οποίους χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, επιτείνουν την αίσθηση αυτής της υπερφυσικής επέμβασης που κυβερνά τη ζωή των ανθρώπων και τυλίγει σε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου την εξέλιξη των γεγονότων.
Την ίδια ατμόσφαιρα απειλής διακρίνουμε να κυριαρχεί και στο διήγημα Έρμη στα Ξένα. Ο τίτλος με τη λέξη ξένα μας εισάγει σε ένα κλίμα βαρύ και απειλητικό, καθώς υπονοεί την απομάκρυνση από την πατρίδα σε χώρο αλλότριο, ενώ με την προσθήκη της λέξης έρμη επιτείνεται η αρνητική σημασία μιας τέτοιας ενέργειας. Ο τίτλος βέβαια αναφέρεται στη συνοδό της Αρχοντούλας, τη Βανθούλα, που σύμφωνα με την υπόθεση, αυτοκτονεί κάτω από την πίεση των κουτσομπολιών του κόσμου και την υποψία ότι υπήρχε κάτι ανάμεσα σ’αυτήν και τον άνδρα της Αρχοντούλας, τον Γιαννάκη. Η Βανθούλα δεν καταγόταν από το νησί, αλλά από την Αίγυπτο, όπου είχε ξενητευτεί η Αρχοντούλα μετά το γάμο της, ακολουθώντας τον σύζυγό της. Μετά το γάμο το ζευγάρι επισκέπτονταν συχνά το νησί για διακοπές. Στο τελευταίο ταξίδι, είχαν μαζί τους και την όμορφη Ευανθούλα σαν συνοδό και βοηθό της Αρχοντούλας. Η ομορφιά της νέας και η περιποιημένη της εμφάνιση προκαλούν ποικίλα σχόλια στο στενό κοινωνικό κύκλο του νησιού που δηλητηριάζουν τη σχέση της Βανθούλας με την κυρά της και δυσχεραίνουν τη ζωή της σε τέτοιο σημείο, που τελικά η νέα αυτοκτονεί πέφτοντας στη θάλασσα του νησιού. Αυτό που προκαλεί εντύπωση στο διήγημα είναι ότι με τον όρο ξένα χαρακτηρίζεται το νησί, η γενέτειρα της Αρχοντούλας, όπου η οικογένεια περνά τις διακοπές της, μαζί με τη συνοδό, την όμορφη Βανθούλα. Έχουμε δηλαδή μια αντιστροφή των όρων, έναν «ανάποδο κατοπτρισμό» και εδώ, μια κατάσταση σύγχυσης, στην οποία οδηγεί τα πρόσωπα του διηγήματος η αλλαγή των ηθών, ο ξενητεμός δηλαδή της Αρχοντούλας και ο γάμος της σε μια μακρινή χώρα, την Αίγυπτο. Η Βγενούλα αυτοκτονεί στα αγαπημένα νερά του νησιού και θάβεται στα αγαπημένα χώματά του. Κι όμως η γη αυτή χαρακτηρίζεται ξένα και η Βανθούλα έρημη. Και γεννάται το ερώτημα: Μήπως ο τίτλος ειναι διφορούμενος ή καλύτερα αμφίσημος και αυτή η ερημιά ή η αποξένωση δεν αφορά μόνο τη Βανθούλα, αλλά αγγίζει και την Αρχοντούλα που με τη συμπεριφορά της και τη ζήλεια της είναι ο ηθικός αυτουργός της αυτοκτονίας; Είναι φανερό ότι η μετακίνηση, ο ξενητεμός της Αρχοντούλας προκάλεσε μια βίαιη μετατόπιση του οπτικού σημείου, ένα ξερρίζωμα ηθών και συνειδήσεων και μια διατάραξη των ισορροπιών, με τραγικές συνέπειες για τη ζωή όλων, και ιδιαίτερα της Βανθούλας, η οποία με την αυτοκτονία της γίνεται τρόπον τινά το εξιλαστήριο θύμα, που με το θάνατό της επαναβεβαιώνει με τον πιο τραγικό τρόπο τη σύνδεση με τη γενέθλια γη. Με το θάνατό της καταργεί την απόσταση που είχε δημιουργήσει ο ξενητεμός, αφού θάβεται στη γενέθλια γη και ρίχνει νέες ρίζες στο νησί. Έτσι ουσιαστικά η Βανθούλα παύει να είναι ξένη σ’ αυτή τη γη, αφού γίνεται η παντοτεινή της κατοικία και η αποκατάσταση της σχέσης με την πατρώα γη, που επιτυγχάνεται με το θάνατό της, έρχεται να διορθώσει τη διατάραξη των ισορροπιών που προκάλεσε ο ξενητεμός της Αρχοντούλας. Ποτέ στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη με τον ξενητεμό των ανδρών δεν έχουμε ανάλογη περίπτωση, χαρακτηρισμού δηλαδή της πατρίδας σαν ξένα. Στις περιπτώσεις που οι άνδρες ξενητεύονται, η ξενητιά δεν παύει ούτε στιγμή να είναι ξενητιά καταραμένη, γη των Λωτοφάγων (Γ,38) και αγυρισιά και κακαί νόσοι και διαφθορά και κακουργία μεγίστη (Β,447). Και ακόμα ο νέος όταν ξενητεύεται, πάει σε κείνα τα χώματα και ρίχνει πέτρα πίσω του (Β,13). Η πατρίδα, ζωντανή ή ξεχασμένη, είναι πάντα πατρίδα. Στις περιπτώσεις ξενητεμού των ανδρών, τα πράγματα είναι ξεκαθαρισμένα τόσο στη συνείδηση του συγγραφέα, όσο και των ανθρώπων που αποτελούν τους ήρωές του. Οι ισορροπίες είναι αδιασάλευτες και η ποιότητα των τοπικών προσδιορισμών αυστηρά καθορισμένη και αναμενόμενη. Αντίθετα, στην περίπτωση ξενητεμού της γυναίκας, της Αρχοντούλας στην προκειμένη περίπτωση, αφενός το συχνό πηγαινέλα μαρτυρεί την ανάγκη της γυναίκας να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με το πάτριο έδαφος και ειδικότερα με την εστία, τον οίκο. Αφετέρου μαρτυρεί μια σύγχυση εννοιών και καταστάσεων που οφείλεται ακριβώς στο απαράδεκτο και ανάρμοστο σύμφωνα με τα έθιμα του νησιού, της απομάκρυνσής της απο την πατρίδα. Στο διήγημα Της Κοκκώνας το Σπίτι, η Κοκκώνα πεθαίνει για να μην ξενητευτεί. Η Αρχοντούλα φεύγει μεν, ξενητεύεται, αλλά ζει σε μια διαρκή σύγχυση, αβεβαιότητα, διατάραξη της φυσικής της ισορροπίας, που τελικά οδηγεί στο θάνατο τη νεαρή Βανθούλα. Και στις δυο περιπτώσεις ο θάνατος είναι αυτός που θα επιφέρει την κάθαρση και την αποκατάσταση των διαταραχθεισών ισορροπιών.
Οι παρατηρήσεις αυτές, αν και ξεκινούν από λογοτεχνικά ερεθίσματα, πάντως μας οδηγούν στη σκέψη ότι στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα, είμαστε ακόμη αρκετά μακριά απο την εποχή που και οι γυναίκες θα αποτελέσουν μέρος των στατιστικών που αφορούν την ελληνική μετανάστευση, κάτι που θα συμβεί βέβαια αναπόφευκτα αργότερα, προιόντος του 20ού αιώνα και μετά από εθνικές συμφορές, πoυ θα επιφέρουν βίαιες μετατοπίσεις πληθυσμών.
Ακολουθεί Βιβλιογραφία
Αγγελική Ταλιγκάρου
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια