Με αφορμή τα greeklish
sissiatha writes, "Έτυχε να μεταφράζω το έργο ενός ποιητή και συγγραφέα από τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας, όταν έφτασε το κείμενο της Κυριακής για τα greeklish. Στέλνω λιοπόν ένα μικρό αυτοβιογραφικό διήγημά του, σαν "κατάθεση"στον προβληματισμό. Να σημειωθεί ότι η διάλεκτος των ελληνοφώνων γράφεται με το λατινικό αλφάβητο.Ο Salvino Nucera είνα συνάδελφος που ζει κι εργάζεται στην περιοχή των (επιζεφύριων) Λοκρών.
Η μετάφρασή μου, στενά συνδεδεμένη με το "γκρεκάνικο" κείμενο, σκοπό έχει να αναδείξει τη συγγένεια των δύο γλωσσών, χωρίς να διεδικεί λογοτεχνικά εύσημα.
Σίσσυ Αθανασοπούλου"
6 Δεκεμβρίου 2005
Platèise greca?
di Salvino Nucera
Calocèri tu 1964 ο 65, den mu sinèrkete calà. Immo mbèonda stu pprevìteru jà na pao ambrò me tin scolà. Àfica to spìtimu, te mmerìemu tu ffìlumu me tu ppiu ècama tosse zimìe ce ejàna sto Righi. Το èthela egò, canèna mu ipe ti ο ìpiga, ο ìpiga.
Ito ο mina tu àgustu. Ο1a ta pedìa pos'emmèna ti ìssai me tu pprevìteru ta pìrai (ciòla emmèna) stin oscìa jà ena mmina ìghio. Ι merìa cràzeto «Cucuddàro», ligo plen cato anden Gambàrie. Ìmmaston ecì asce ligo. kérò san mia vradìa, pos epèzame òscíu, irthe ena ffilo ce ghèlonda mu ipe:
-Ègua andin addin merìa ti se thèlusi.
-Pios ene ti me theli? – tu aròtia egò pù den àmina canèna. Jà mia strammàda m'epèrae sti nnuà ticandì asce àcharo.
Ο fιlomu apàndie panda ghelònda:
-Den iscèro pios ene, me ègua, trèsce!
Ejàna porpatònda glìgora, ma en èthora canèna ti annòriza. Ligo macrìa asc'emmèna iche enan prevìtero c'enan pedì giùveno pu eplatèguai ismìa.
Po' mu ivre ο prevìtero mu ècrasce na pao ecì. San ejàna ecì condà ipe:
-Echi tundo filo ti theli na platèspi ligo methèsu. Mas asciàfike manachì.
Ο giùveno scèno den ito poddì spilò. Iche maddìa castanà, ritsa, dio arthàmmia megala, lamburistà ce àsciunna. Eplàtespe ja protinò, pos iche:
-Esù isso ο Salvatore, Turi ο Turiddu? - Ipe me mia fonì cathari, glicìa, de chamiddì, de spilì. C'egò:
-Me canèna asce tuta nòmata me cràzusi ecìni ti mu annorìzu - tu apàndia me fonì ftinì ce me t'arthàmmia chamiddà ρu ecanunèguai pis iscèri ρu jà tin dreposìmi.
-Ce ρο' se cràzusi ecìni ρυ se annorìzusί? Sonno egòe?...
-Manè. Me cràzusί Salvino.
-Ah, Salvino. Ce pose?... Egò cràzome Giòrgio. Giorgio Baròne ce immo ando Righi. Salvino esù isso ando Richùdi, en alίthìa?
-De! Egò immo ando Chorìo tu Richudìu.-
-Ce den ene to stesso chorìo?
-De! - Τu apàndia me fonì stenì.-
-Ρu steki ì differenza? Scèrise na mu ta ìpise?
-Echi megàli differenza, ma den scero na sas ta ipo.
-Sto chorìosu platèite greca. Tuto en alìthia? - Ejài ambrò ο Giorgio.
-Alithìa. Ι megàli, ì jèri, spithìa methèsto platèusi greca.
-Esù den to platèise? - Μu aròtie ο Giòrgio. C'egò:
-De, egò den to platèo.
-Jatì den to platèise? - Ècame apìstefto ο àddose.
-Jatì den to scero. Den scero na νalο ismìa ta loghìa.
-Αllora to capèise οlο!
-Capèo tossa pràmata ma den οlο. Ο Giorgio mu aròtie acomì:
-Sto spìtisu den platèise greca? platèlatèi canènà greco? - Den ambròmmu.
-Ι mànasu ce ο pàtrisu to scèrusi!
-Pίstèguo ti to scèrusi. Cathe tosso cunno tì platèusi me tus addu pu to platèggu càgghίo para tu dialèttu.
-C'esù pos'ècamese na mathèise na to capèspise?
-San immo ple cèddi i nònnamu mana tu pàtrimu pu èsteke ismìa methèma sto spiti,san tin ècanna na lίssèthi mu ètreche apìssu ce eplàtevvje panda greca. Den ene otu manachò ti èmatha na to capèspo ma àcunna òsciu ando spiti ecìni pu to platègguai.
San etègghioa ο Giorgio ejài ambrò otu:
-Το scerise tί i glossa pu platèite sto chorìosu ce sce adda chorìa ene mia megàli glossa ce palei?
-De, den to scero. Ο càgghio scero ligo asc'ecìno pu èmatha, san arte, aρànu sta biblìa.
-Ene mia glossa tί en echί na chathì, echì na sicothì ston kerò pos'èkame nsina sìmera. Esù ce ola ta pedìa fola essèna ti pàite ambrò me ti scola èchete na ti mmathèite calà ja na sòite na tì mmathèite stus addu tin den tin scèrusi. Ène megàli amartìa an chànnete. Arte ègò echo na pao. Condofèrro adda vaggi c'esù èchise na mu mathèise onòmata ce lòghia otu pos ta scèrise. Econdòfere adda viàggi ο Giorgio na platèspi methèmu. M'ècanne na ipo ena noma ce m'ecìno na camo ena llogo ìghio. Èlega
«spomì»: «Το spomì ene sto furro». Ce adda otu. Ο Giòrgio mu aròtie tote:
-Jatì mu ìpese ti den scèrise na platèspise? Ene spèmata.
-Τutο den en platèspi. Ene cùndura lòghia ti sònnise ipi manachòssu, san èchise kerò na ta ftiàse. Den sònnise platèspi me tus addu otu.
-Echi na ene pò llèghise esù - ipe ο Giòrgio.
San condofèrrise sto chorìosu ste jortè ce to calocèri èchise na ghirìese na platèspise m'ecìnu pu scèrusi tin glossa. Otu ti sònnise mathèi calà. Το cànnise?
-Manè, tu apàndia, ma den scero posso iton ì alìthia. Ciòla an ito ghennìonda tίcandì asce cjinùτio ossu sc'emmè ecìndo mina tu àgustu egò den to ìscera, acomì.
Sta chrònia pu immo me tu pprevìteru irthe adda vίàggi ο Giòrgio na mu cheretì. Oramài ìmmasto ghenastònda fili. Panda mu ròtinne pos ìpighe to grècomu, panda tu apàndegua: «Calà». En ito i alìthia; adda pràmata perànnai tote andin nuàmu, ta pramata οlò to ppedìo.
Ο Giòrgio sìmero, nuà ftinì, canni tossa pràmata. Poddì ton annonzúsi pose «Patri Νilu» mònaco greco ti meni sto monastèro tu Bivòngi.
Μιλάς ελληνικά;
του S.Nucera
Καλοκαίρι του 1964 ή 65 δε θυμάμαι καλά. Έμπαινα στο (στμ. χριστιανικό) οικοτροφείο για να προχωρήσω στις σπουδές μου. Άφησα το σπίτι μου, τους φίλους μου με τους οποίους κάναμε τόσες σκανταλιές και πήγα στο Ρήγιο. Εγώ το ήθελα κανένας δε μου είπε: πήγαινε ή μη πας.
Ήτανε μήνας Αύγουστος. Όλα τα παιδιά όπως εμένα, που ήτανε στο οικοτροφείο τα πήραν (μέσα σ’ αυτά κι εμένα) για ένα μήνα στην κατασκήνωση, στον ήλιο.
Το μέρος λεγόταν Κουκουλάρο λίγο πιο κάτω από τις Καμπάριες. Ήμασταν λίγο καιρό εκεί, όταν μια βραδιά, όπως παίζαμε έξω, ήρθε ένας φίλος και, γελώντας, μου είπε:
-Πάνε στην άλλη μεριά γιατί σε θέλουν.
-Ποιος είναι; Τι με θέλει; Τον ρώτησα. Εγώ δεν περιμένω κανένα. Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό μη συνέβη κανένα κακό.
Ο φίλος μου απάντησε, πάντα γελώντας:
-Δε ξέρω ποιος είναι. Τρέξε!
Μάκρυνα, περπατώντας γρήγορα, αλλά δεν έβλεπα κανένα που να τον γνωρίζω. Λίγο πιο μακριά από μένα ήταν ένας παπάς κι ένας νεαρός που συνομιλούσαν.
Μόλις βρέθηκα κοντά, ο παπάς με φώναξε να πάω εκεί. Σαν έκανα πιο κοντά είπε:
-Είναι τούτος ο φίλος που θέλει να μιλήσει λίγο μαζί σου. Μας άφησε μονάχους.
Ο νεαρός ξένος δεν ήταν πολύ ψηλός. Είχε μαλλιά καστανά, σγουρά, δυο μάτια μεγάλα που έλαμπαν. Μίλησε πρώτος, όπως έπρεπε.
-Εσύ είσαι ο Salvatore, ο Turi ή Turiddu; Είπε με μια φωνή καθαρή, γλυκιά, ούτε χαμηλή ούτε ψηλή. Κι εγώ:
-Με κανένα από αυτά τα ονόματα δε με φωνάζουν εκείνοι που γνωρίζω, του απάντησα με φωνή ψιλή και μάτια χαμηλωμένα, που κοίταζαν ποιος ξέρει πού, από ντροπή.
-Και πώς σε φωνάζουν εκείνοι που σε γνωρίζουν, μπορώ να το μάθω κι εγώ;
-Ναι. Με φωνάζουν Salvino.
-Α! Salvino. Και πώς; Εγώ λέγομαι Giorgio. Giorgio Barone και είμαι από το Ρήγιο. Salvino,
Εσύ είσαι από το Ριχούδι, αλήθεια δεν είναι;
-Όχι είμαι από το Χωρίο του Ριχούδι.
-Και δεν είναι το ίδιο χωριό;
-Όχι του απάντησα, με ψιλή φωνή
-Πού βρίσκεται η διαφορά; Ξέρεις να μου πεις;
-Είναι μεγάλη η διαφορά, αλλά δεν ξέρω να σας την πω.
-Στο χωριό σου μιλάτε ελληνικά. Αλήθεια δεν είναι; συνέχισε ο Giorgio.
- Αλήθεια. Οι μεγάλοι, οι γέροι συχνά μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά.
-Εσύ δε μιλάς; Με ρώτησε ο Giorgio. Κι εγώ:
-Όχι εγώ δεν τα μιλώ.
-Γιατί δεν τα μιλάς; Έκανε δύσπιστα ο άλλος.
-Γιατί δεν τα ξέρω. Δεν ξέρω να βάλω μαζί τα λόγια.
-Λοιπόν, τα καταλαβαίνεις όλα!
-Καταλαβαίνω ένα σωρό πράματα, μα όχι όλα.
Ο Giorgio με ρώτησε ακόμη:
-Στο σπίτι σου δε μιλάει κανένας ελληνικά;
-Όχι μπροστά μου.
-Η μάνα σου, ο πατέρας σου τα ξέρουν;
-Πιστεύω ότι τα ξέρουν. Κάθε τόσο ακούω που μιλούν με τους άλλους, που τα μιλούν καλύτερα από τη διάλεκτο.
-Κι εσένα ποιος σ’ έκανε να τα μάθεις, να τα καταλαβαίνεις;
-Σαν ήμουν παιδί η γιαγιά μου, η μάνα του πατέρα μου, που έμενε μαζί μας στο σπίτι, όταν τη θύμωνα, έτρεχε από πίσω μου και μιλούσε πάντα ελληνικά. Δεν είναι μόνο έτσι που έμαθα να καταλαβαίνω, άκουγα έξω από το σπίτι εκείνους που τα μιλούσαν.
Σαν τέλειωσα ο Giorgio προχώρησε:
-Το ξέρεις ότι η γλώσσα που μιλάτε στο χωριό σου και στα άλλα χωριά, είναι μεγάλη και παλιά ;
Όχι δε το ξέρω. Ή καλύτερα, ξέρω εκείνο που έμαθα στα βιβλία.
-Είναι μια γλώσσα που πρέπει να μη χαθεί, πρέπει να διατηρηθεί στο χρόνο, όπως έγινε μέχρι σήμερα. Εσύ και όλα τα παιδιά σαν εσένα που πάτε μπροστά με το σχολείο, πρέπει να τη μάθετε καλά, για να τη σώσετε, να τη μάθετε και στους άλλους που δεν τη ξέρουν. Είναι μεγάλη αμαρτία, αν χαθεί. Τώρα εγώ πρέπει να πάω. Θα έρθω σε άλλα ταξίδια κι εσύ πρέπει να μου μάθεις ονόματα και λέξεις όπως τα ξέρεις.
Ήρθε σ ’άλλα ταξίδια ο Giorgio να μιλήσει με μένα. Μ’ έβαζε να λέω ένα όνομα (στμ. μια λέξη) και μ’ εκείνο να κάνω μια φράση ολόκληρη. Έλεγα “ψωμί” : “το ψωμί είναι στο φούρνο”.
-Γιατί μου είπες ότι δεν ξέρεις να μιλάς; Είναι ψέματα.
-Αυτό δεν είναι να μιλάς, είναι λίγες φράσεις που καταφέρνεις να τις φτιάξεις μοναχός σου, αν έχεις καιρό να τις φτιάξεις. Δεν καταφέρνεις να μιλάς με τους άλλους έτσι.
-Έτσι είναι, όπως τα λες εσύ, είπε ο Giorgio.
-Όταν γυρίσεις στο χωριό σου, στις γιορτές και το καλοκαίρι, πρέπει να γυρέψεις να μάθεις, να μιλάς μ’ εκείνους που ξέρουν τη γλώσσα. Έτσι θα καταφέρεις να μάθεις καλά. Θα το κάνεις;
-Ναι, του απάντησα, μα δεν ξέρω πόσο ήταν αλήθεια. Κι αν είχε γεννηθεί κάτι καινούργιο μέσα μου εκείνο το μήνα του Αυγούστου, εγώ δεν το ήξερα ακόμα.
Στα χρόνια που ήμουν στο οικοτροφείο, έκανε κι άλλα ταξίδι ο Giorgio για να χαιρετήσει. Τώρα πια είχαμε γίνει φίλοι. Πάντα με ρώταγε πώς πήγαιναν τα ελληνικά μου, πάντα του απαντούσα: “Καλά”. Δεν ήταν αλήθεια, άλλα πράγματα περνούσαν τότε από το νου μου, τα πράγματα όλων των παιδιών.
Ο Giorgio διανοούμενος (στμ. νους εκλεπτυσμένος), σήμερα κάνει τόσα πράγματα. Πολλοί τον γνωρίζουν σαν “πάτερ Νείλο”, τον Έλληνα μοναχό που μένει στο μοναστήρι στο Μπιβόντσι.
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια