Μετάφραση από το έργο του Pierre Mertens (Λένα Βελνίδου)
Η φοιτήτρια της Εύης Παπαγιαννοπούλου, Λένα Βελνίδου μεταφράζει έξι σελίδες από το έργο του Βέλγου συγγραφέα Pierre Mertens "Perasma".
Παρατίθεται πρώτα το κείμενο της μετάφρασης και κάτω ακριβώς από αυτό μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο στα γαλλικά.
10 Οκτωβρίου 2005
ΞΑΝΑΚΕΡΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
«Σχετικά με το όνομα της»... Σήμαινε λοιπόν «πέρασμα».
«Ένας Θεός μόνο ξέρει γιατί ο πατέρας μου μού κόλλησε αυτό το όνομα που δεν υπάρχει πουθενά στο δημοτολόγιο της γενέτειρας πόλης μου και που το ληξιαρχείο δίσταζε τόσο να το καταχωρήσει... Ως ουσιαστικό, ανήκει στο ουδέτερο γένος αλλά ακούγεται τελικά περισσότερο αρσενικό παρά θηλυκό... Κατά μια έννοια, μου αρέσει που οι γονείς μου το υιοθέτησαν μονάχα για μένα... Φαίνεται άλλωστε ότι μου προσδίδει μια ανδρόγυνη ταυτότητα που μου πάει σαν μπουνιά στο μάτι! Όταν πέθανε ο γεννήτοράς μου, η μητέρα μου μού εκμυστηρεύτηκε ότι πάντα τον στοίχειωνε η μοίρα και η προσωρινότητα των πραγμάτων... Είμαστε Έλληνες ή δεν είμαστε! Τέλος πάντων, η Νέμεσις πρέπει να πήρε τη μορφή της νεράιδας – καλής ή κακής – που γυρόφερνε την κούνια μου όταν γεννήθηκα...»
Για μια στιγμή σκέφτηκα να μεγαληγορήσω ελαφρώς πάνω στο θέμα ότι όλοι μας αποτελούμε για τους άλλους περάσματα, κτλ. Το ξανασκέφτηκα όμως, και: «Στα εβραϊκά», παρατήρησα, «θα σε έλεγαν Pessah, πράγμα που θα ηχούσε σε μας σαν την Έξοδο από την Αίγυπτο! Νομίζω ότι θα προτιμούσα να σε φωνάζω... Πασακάλια! Αλλά φοβάμαι ότι θα το εκμεταλλευόσουν για να κάνεις... μια φούγκα... Για να πω την αλήθεια, το Πέρασμα σου πάει μια χαρά. Από σεβασμό, αν μη τι άλλο, για ένα όνομα που δεν υπάρχει και που είσαι η μοναδική που το φέρει πάνω σ’ αυτήν τη γη.» Παραμονές του Πάσχα δεν πρόβαλες εξάλλου στη ζωή μου; Όλα ήταν εν τάξει.
Περίεργο πάντως: θα έλεγες όνομα συγγραφέα περισσότερο. Εξωτικό ψευδώνυμο. Λιγάκι επίσημο. Φλομπερικό.
«Βρέθηκα στο δρόμο της Πέρασμα.» Λες και Πέρασμα ήταν περισσότερο ένα μέρος – κάποια πολιτεία ή περιοχή – παρά πρόσωπο. Ναι, αυτό είναι: μια γη για να πας να ζήσεις. (Όπου θα μπορούσες να στήσεις τη σκηνή σου, να εγκατασταθείς. Να μείνεις για λίγο.) Ένας τόπος για να επιστρέψεις μάλλον.
Επιστροφή στην Πέρασμα: τι όμορφος τίτλος για ιστορία αγάπης! Για μια ιστορία, δηλαδή, ερωτευμένη με τον εαυτό της, με το ίδιο της το θέμα. (Με αυτό που της συμβαίνει. Δεν το χωράει ο νους της.)
Ή θα μπορούσα ακόμα να ονομάσω αυτήν την ιστορία (αυτόν το θρύλο;) και Ανάμνηση της Πέρασμα, με την έννοια μιας καταγραφής στην αιωνιότητα, της κατάληψης ενός αμνημόνευτου χώρου όπου θα ήσουν πάντα επίκαιρη. Ήδη εκείνα τα τρία διαδοχικά βράδια που με συνάντησες, που με εγκατέλειψες, με άφησες να παλεύω με τη φωτεινή σου σκιά, με την πυρακτωμένη σου οπτασία : «Μα, όχι, δεν είναι αποχώρηση», έλεγα στον εαυτό μου: «είναι μονάχα ένα φαινόμενο, μια δοκιμασία...»
Βέβαια, μην ξέροντας τι μας επιφύλασσε το μέλλον, τι μπορούσα να προσδοκώ ή να ελπίζω από σένα, η λογική ή μια στοιχειώδης σύνεση θά’ πρεπε να με καταστήσουν επιφυλακτικό απέναντι σε μια τόσο διφορούμενη λέξη που οι κάπως πένθιμες συνυποδηλώσεις της είχαν κάθε λόγο να τρομάξουν κάποιον πιο λιγόψυχο από μένα, όμως μέσα σε μια εγκυκλοπαιδική αταξία, θυμήθηκα: το πέρασμα από τη χειμερινή στη θερινή ώρα∙ το πέρασμα από το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας∙ προς το Βορειοδυτικό πέρασμα (ποιο Βορρά, δυτικά τίνος; Δε θυμόμουν πια καλά. Να ερευνηθεί). Αλλά και τα τελετουργικά του περάσματος. Και όπου υπάρχουν τελετουργικά, υπάρχει και μύηση, προσηλυτισμός...
Είναι αλήθεια ότι κάποτε το «περνάω» σήμαινε πεθαίνω, αλλά μου φαίνεται ότι η λέξη παρέμενε τόσο φορτισμένη με ελπίδα... Υπάρχουν και περάσματα που διαρκούν, έτσι δεν είναι; Που δεν τελειώνουν.
Όταν σε μια συζήτηση πέφτει ξαφνικά σιωπή, λέμε συνήθως ότι «περνά ένας άγγελος».
Πέρασμα, είναι μόλις λίγες μέρες που γνωριζόμαστε. Που διαλέξαμε ο ένας τον άλλον. Ο διάλογός μας διακόπηκε από σιωπές λίγο ασθμαίνουσες, από συγκοπές. Ψάχναμε πραγματικά τα λόγια μας. Όπως στην πασακάλια του Βέμπερν, που σηματοδοτήθηκε από κείνες τις σιωπές που εξακολουθούν να είναι μουσική και που δεν είναι μονάχα μια αναπνοή.
Ήρθες. Ξανάφυγες. Πολλές φορές. Κάποιος υπήρχε εκεί. Ή κάτι. Και που κιόλας, έξαφνα, δεν ήταν πια εκεί. Ο άγγελος είσαι εσύ ή αυτό που με χωρίζει από σένα; Ένα κενό που εγκαθίσταται. Μια ηχώ που δεν τελειώνει. Μια απουσία που παραμένει, που βρίσκει τη θέση της. Καταλαμβάνει έδαφος. Μια αυλακιά που αποτυπώνεται στο χώρο και το χρόνο. Απομένει μονάχα μια αντανάκλαση. Επίμονη, όμως, εκτυφλωτική. Κιόλας αξέχαστη. Και είμαστε μονάχα στην αρχή.
Κάθε γυναίκα είναι ένα πέρασμα. Δε θα αποτελέσει εξαίρεση τούτη εδώ. Αλλά αυτή το διακηρύττει. Του δίνει ταυτότητα.
Περνάς, άρα υπάρχεις.
Ό,τι και να γίνει, θα υπάρχει ένα πέρασμα. Μια διαδρομή. Προς ποια κατεύθυνση; Είναι ένα στοίχημα, φυσικά. Δε θα είμαστε ίδιοι μετά απ’ αυτό. Ένα μήνυμα θα έχει παραδοθεί.
Είσαι ο περαματάρης.
Για μια στιγμή σήμερα το βράδυ, μου πέρασε η ιδέα ότι είσαι όντως μονάχα περαστική. Για μια στιγμή σήμερα το βράδυ, το αποδέχτηκα κιόλας, σχεδόν δίχως πόνο. Ένιωσα καλύτερα. Για μια στιγμή μονάχα. Σήμερα το βράδυ. Θα πρέπει να τρελάθηκα. Ήδη, δε θέλω ούτε και μπορώ πια να το σκέφτομαι. Δεν πάνε κιόλας κάμποσες μέρες που έπαψα να φαντάζομαι τα χειρότερα;
Αγάπη μου, η «πασακάλια» δεν είσαι εσύ, είμαστε εμείς.
Ένας όψιμος πρώτος έρωτας; Μπάρκαρα πολύ νέος σ’ ένα γάμο που γρήγορα άρχισε να μπάζει νερά από παντού.
Αμέλησα να ζήσω προηγουμένως έναν πρώτο έρωτα σύμφωνα με όλους τους τύπους. Υπάρχουν στάδια που όταν συνειδητοποιείς ότι τα παρέκαμψες, δεν το συγχωρείς ποτέ στον εαυτό σου. Γίνεται όμως να τρέχεις ξωπίσω από μια αρχή; Σέρνεις μονάχα την ανάμνηση αυτού που δε συνέβη ποτέ.
Ακόμα και την εφηβεία μου, μου φαίνεται ότι την ανάλωσα τόσο λίγο που, αν την γυρίσω τώρα σαν κλειδί σε κάποιες κλειδαριές της μετέπειτα ζωής μου, τρίζει, αναδύει ένα σκουριασμένο παράπονο. Αν ήμουν κορίτσι, θα έλεγα ότι είναι ένα φόρεμα που δε φόρεσα ποτέ και που σχίστηκε με τον καιρό στις πτυχές του.
Έπεσες πάνω μου με την απαλότητα νιφάδας και τη βία κασκαντέρ που ξέχασε να ανοίξει το αλεξίπτωτό της. (Μόλις και μετά βίας πρόλαβα να ανοίξω τα χέρια μου για να σε πιάσω.)
Ξανάνοιξα τα μάτια μου και τι είδα; Μια πιτσιρίκα χαμένη μέσα στο ακμαίο κορμί γυναίκας. Ένα μικρό θηλυκό πάνθηρα και ένα πελώριο γατάκι χαμένα κάτω από το ίδιο τρίχωμα.
Πότε-πότε μου φάνταζες σαν πιτσιρίκα που μπήκε με το ζόρι στην αυλή των γυναικών. Ήταν φανερό ότι σε διασκέδαζε τρελά να είσαι ο εαυτός σου. Κάποιες στιγμές το πρόσωπό σου έμοιαζε με χιονισμένο τοπίο που δεν το πάτησε ακόμα άνθρωπος. Άλλοτε πάλι, έλεγε ότι είχε γνωρίσει τον έρωτα. Ότι είχε γευτεί πάνω από μια φορά τη γλύκα και την πίκρα του. Αγνοούσα μέχρι τότε ότι η ζωή μου ήταν άξια να σε υποδεχτεί.
Ούτε που ξέρω γιατί αναρωτήθηκα σχεδόν αμέσως αν η Πέρασμα μπορούσε να είναι «η γυναίκα της ζωής μου». Και μπήκα στον πειρασμό να απαντήσω καταφατικά, δίχως ίχνος ενδοιασμού.
Κι όμως, είχα ήδη συχνά ερωτευτεί άλλες γυναίκες και διόλου δεν επιχείρησα να το ξεχάσω. Αλλά αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Σαν να ανακαλύπτεις μια νέα δύναμη που δε γνώριζες ότι σου έχει δοθεί. Κάτι σαν να κερδίζεις μαραθώνιο χορού. Σαν να διάλεξες να επιδίδεσαι στον έρωτα σαν σε επικίνδυνο άθλημα, παίρνοντας όλα τα ρίσκα, και να το
ασκείς μόνος σου επαγγελματικά εκεί όπου άλλοι αγωνίζονται μονάχα ερασιτεχνικά... Βρέθηκα στα μύχια της καρδιάς μου παγκόσμιος πρωταθλητής σε όλες τις κατηγορίες μαζί!
Αλλά ας σοβαρευτούμε ξανά.
Αποφάνθηκα ότι όλοι μου οι έρωτες οδηγούσαν, συνέκλιναν σ’ εκείνους που ζούσα μαζί σου, Πέρασμα.
Συγκροτούσαν την προϊστορία αυτής εδώ της ιστορίας. Αποτελούσες, κατά κάποιο τρόπο, μια εξαίσια σύνθεσή τους. Η αληθινή μου ιστορία μπορούσε επιτέλους να ξεκινήσει.
Κι όμως, τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο λανθασμένο.
Ή μάλλον, μου προέκυψες για να καλύψεις μονάχα ένα τεράστιο κενό στο curriculum amoris μου. Για να με κάνεις να γνωρίσω αυτό που είχα ξεχάσει, αυτό που είχα παραλείψει να ζήσω. Μπορείς να ξοδέψεις όλη σου τη ζωή για να καταλάβεις μονάχα εκείνο από το οποίο έπρεπε να την είχες ξεκινήσει και να αποδειχτείς ώριμος επιτέλους για να απολαύσεις αυτό το υπέροχο πρελούδιο. Δεν παλιμπαιδίζεις, γίνεσαι, επιτέλους, απλώς παιδί. Θα ζήσεις, επιτέλους, το ανικανοποίητο κομμάτι της παιδικής σου ηλικίας. Το να σε συναντήσω, Πέρασμα, σήμαινε ότι ξαναρχίζω τα πάντα από την αρχή. Ποιος ξέρει; Ότι συναινώ να ζήσω τη ζωή μου από την καλή.
Τη συνέχεια λοιπόν την γνώριζα. Μπορούσα να γυρίσω τις σελίδες από πίσω προς τα μπρος. Μονάχα το τέλος όλου αυτού παρέμενε ασαφές – όλου συν εσένα. Μετά από σένα, ο Κατακλυσμός!
Ας είναι λοιπόν αυτή η στυγνή απάντηση σε εκείνους που διακηρύττουν ότι κάνουμε σωστά τα πράγματα μόνο στην ώρα τους.
Μου θύμιζες όλες εκείνες τις Κυριακές στις οποίες δεν είχα δικαίωμα, όλες εκείνες τις διακοπές στη θάλασσα που δε μου προσφέρθηκαν. Δεν ήταν ένα ασήμαντο παράδοξο γιατί η παράνομη σχέση μας μάς επέβαλλε ακριβώς να μην κάνουμε διακοπές μαζί και να μη συναντιόμαστε ποτέ Κυριακή... Τι σημασία έχει! Θα βαφτίζαμε «Κυριακή» και «διακοπές» κάποια ξέφωτα χρόνου που θα ανοίγονταν μονάχα σε μας!
Βέβαια, κάτι τέτοιο θα ήταν σίγουρα πολύ κουραστικό, εξουθενωτικό ίσως, ποιος ξέρει; Να παρεισδύουμε σε τέτοια χρονικά χάσματα... Αλλά τι όμορφη και συναρπαστική κούραση εν όψει!
Θα ξανακερδίζαμε την παιδική μας ηλικία!
Δεν ήταν λοιπόν ένας νέος έρωτας, αλλά ένας όψιμος πρώτος έρωτας. Ένας νεανικός έρωτας βιωμένος στο λυκόφως της ζωής. Μα τότε λοιπόν πάλι πρώιμος.
Κάτι που έμοιαζε με λανθάνουσα παιδική ασθένεια σε ενήλικα. Είναι γνωστό ότι κάτι τέτοιο μπορεί να αποβεί μοιραίο.
Ύπουλα, λίγο πικρόχολα, θα μπορούσαν να με ρωτήσουν, θα μπορούσα κι εγώ ο ίδιος να αναρωτηθώ: «Μήπως αυτό το πάθος θα διαρκέσει επειδή σε κυρίευσε αργά; Μήπως αυτός ο «πρώτος έρωτας» θα έχει μακρύ μέλλον επειδή τον ζεις σαν να ήταν για όλη σου τη ζωή;»
Μια μονάχα απάντηση θα άρμοζε σε τέτοιες ερωτήσεις: «Ένας όψιμος πρώτος έρωτας θα μπορούσε κάλλιστα να μεταμορφωθεί σε έναν πρώιμο ύστατο έρωτα!»
[...]
L'ENFANCE REGAGNEE
« Sur le nom de Perasma »… Elle portait donc un nom qui signifiait « passage ».
« Dieu seul sait pourquoi mon père m’a affublée de ce prénom qui n’est répertorié nulle part aux registres de l’état civil, dans ma ville natale, et que le service de la population n’a enregistré qu’avec beaucoup de réticence… En tant que substantif, il appartient au genre neutre mais, à tout prendre, il sonnerait plus masculin que féminin… Dans un sens, cela me plaît que mes parents l’aient adopté pour moi toute seule… Par ailleurs, cela me prête, paraît-il, une identité quelque peu androgyne qui me va comme un coup de poing dans l’œil ! Ma mère m’a confié, à la mort de l’auteur de mes jours, que celui-ci avait toujours été hanté par la fatalité et la précarité des choses… On est hellénique ou on ne l’est pas ! Bref, la Némésis a dû figurer la fée – bonne ou funeste – qui rôdait autour de mon berceau à ma naissance… »
Un instant je pensai pontifier un brin sur le thème que nous représentons tous des lieux de passage les uns pour les autres, etc. Mais je me repris, et : « En hébreu, remarquai-je, tu te serais appelée Pessah, et cela nous aurait eu un écho de sortie d’Égypte ! Je crois que je t’appellerais plus volontiers… Passacaille ! Mais j’aurais peur que tu en profites pour faire… une fugue… En vérité, Perasma te va très bien. Autant respecter un nom qui n’existe pas et que, sur cette terre, tu es donc seule à porter. » N’avais-tu pas, du reste, surgi dans ma vie à quelques jours de la fête de Pâques ? C’était dans l’ordre.
C’est curieux : on croirait davantage un nom de plume. Un pseudonyme exotique. Un peu solennel. Flaubertien.
« Je m’étais trouvé sur la route de Perasma. » Comme si Perasma était un lieu – une cité ou une région – plutôt qu’une personne. Oui, c’est cela : un territoire où aller vivre. (Où on aurait pu dresser sa tente, s’installer. Se poser un temps.) Un lieu où retourner, plutôt.
Retour à Perasma : quel beau titre pour une histoire d’amour. C’est-à-dire une histoire amoureuse d’elle-même, de son propre sujet. (De ce qui lui arrive. Elle n’en revient pas.)
Ou encore, cette histoire (cette légende?), je pourrais, aussi bien, l’intituler Souvenir de Perasma, au sens d’une inscription dans l’éternité, de l’occupation d’un espace immémorial où tu serais toujours de l’actualité. Déjà, ces trois soirs de suite où tu m’avais rencontré, où tu m’avais quitté, tu m’avais laissé me débattre avec ton ombre lumineuse, ton incandescent fantôme : « Mais non, il ne s’agit pas d’un départ, me racontais-je : ce n’est qu’une apparence, une mise à l’épreuve… »
Bien sûr, ne sachant pas ce que nous réservait l’avenir, ce que je pouvais attendre ou espérer de toi, la raison ou une élémentaire prudence eussent dû m’induire à me méfier d’un mot aussi ambivalent et dont les connotations un peu funèbres auraient eu de quoi effrayer plus craintif que moi, mais, dans un désordre encyclopédique, je me rappelai : le passage de l’heure d’hiver à l’heure d’été ; du cap de Bonne-Espérance ; vers le nord-ouest (quel nord, à l’ouest de quoi ? Je ne me souvenais plus bien. A rechercher). Et aussi les rituels du passage. Et là où il y a rituels, il y a initiation, conversion…
Longtemps, on avait dit « passer » pour mourir, il est vrai, mais le mot demeurait si chargé d’espoir, me semblait-il… Il y a des passages qui durent, non ? Qui n’en finissent pas.
Quand tombe le silence, au milieu d’une conversation, on dit volontiers qu’« un ange passe ».
Perasma, cela fait quelques jours, à peine, que nous nous connaissons. Que nous avons jeté l’un sur l’autre notre dévolu. Notre dialogue a été entrecoupé de silences un peu haletants, de syncopes. Nous cherchions vraiment nos mots. Comme dans la Passacaille de Webern, balisée de ces silences qui sont encore de la musique et ne sont pas qu’une respiration.
Tu es venue. Repartie. A plusieurs reprises. Il y avait là quelqu’un. Ou quelque chose. Qui, soudain, n’y était déjà plus. L’ange, est-ce toi ou ce qui me sépare de toi ? Un vide qui s’installe. Un écho qui ne finit pas. Une absence qui reste, prend ses aises. Occupe le terrain. Un sillage qui s’imprime dans l’espace et le temps. Il n’y a plus ici qu’un reflet. Mais persistant, fulgurant. Déjà inoubliable. Et nous n’en sommes encore qu’au début.
Toute femme est un passage. Celle-ci n’y fera pas exception. Mais elle le proclame. Décline son identité.
Tu passes, donc tu es.
Quoi qu’il arrive, il y aura passage. Une traversée. Dans quel sens ? C’est un pari, naturellement. Nous n’en sortirons pas les mêmes. Un message sera délivré.
Tu es la passeuse.
Un instant, ce soir, l’idée m’a effleuré que tu pourrais, de fait, ne faire que passer. Un instant, ce soir, je l’ai même accepté, presque sans douleur. Je me suis senti mieux. Un instant, seulement. Ce soir. Je devais être fou. Déjà, je ne veux ni ne puis plus y penser. Cela ne fait-il pas quelques bons jours que je n’imagine plus le pire ?
Mon amour : la « passacaille », ce n’est pas toi, c’est nous.
Un premier amour tardif ? Je m’étais embarqué, très jeune, à bord d’un mariage qui ne tarda pas à prendre eau de toutes parts.
J’avais négligé de vivre au préalable un premier amour, en bonne et due forme. Il est des étapes qu’on ne se pardonne jamais d’avoir brûlées, lorsqu’on s’en avise. Et peut-on courir derrière un commencement ? On traîne seulement le souvenir de ce qui n’a pas eu lieu.
Même mon adolescence, il me semble que je l’ai si peu usée que, si je la fais encore tourner comme une clé dans certaines serrures de ma vie ultérieure, elle grince, elle exhale une plainte rouillée. Si j’étais une fille, je dirais : une robe que je n’aurais jamais mise et qui se serait déchirée, avec le temps, à l’endroit des plis.
Tu m’es tombée dessus avec la douceur d’un flocon et la violence d’une cascadeuse qui aurait oublié d’ouvrir son parachute. (J’ai à peine eu le temps de tendre les bras pour te recueillir.)
Je rouvris les yeux et que vis-je ? Une gamine perdue dans le corps épanoui d’une femme. Une petite panthère et un immense chaton égarés sous le même pelage.
Par moments, tu me suggérais une gosse qui, par effraction, se serait introduite dans la cours des grandes. On voyait que tu t’amusais follement à être toi-même. Par instants, ton visage ressemblait à un paysage de neige où l’homme ne se serait pas encore aventuré. A d’autres, il disait qu’il avait connu l’amour. Qu’il en avait goûté, plus d’une fois, la suavité et l’amertume. J’ignorais, jusqu’à ce jour, que ma vie fût digne de te recevoir.
Allons savoir pourquoi je me suis demandé presque aussitôt si Perasma pouvait être « la femme de ma vie ». et je fus tenté de répondre, sans l’ombre d’une hésitation, par l’affirmative.
Pourtant, j’étais déjà tombé, très souvent, amoureux d’autres femmes, et guère n’étais tenté de l’oublier. Mais cette fois il s’agissait d’autre chose. Comme de se découvrir un pouvoir nouveau, dont on ne se savait pas doté. Quelque chose comme de gagner un marathon de danse. Comme d’avoir choisi de pratiquer l’amour en tant que sport dangereux, en prenant tous les risques, et de le jouer, seul, en professionnel là où d’autres s’y adonneraient seulement en amateurs… Je me suis retrouvé, dans le secret de mon cœur, champion du monde toutes catégories confondues !
Mais redevenons sérieux.
Je décrétai que toutes mes amours conduisaient, convergeaient vers celles que je vivais avec toi, Perasma. Elles avaient constitué la préhistoire de celle-ci. Tu en assurais une magnifique synthèse, en quelque sorte. Ma véritable histoire pouvait enfin commencer.
Or, rien n’était plus erroné.
Plutôt, tu n’étais survenue que pour combler une immense lacune dans mon curriculum amoris. Pour me faire connaître ce que j’avais oublié, omis de vivre. On peut passer sa vie à comprendre seulement ce par quoi on eût dû la commencer, Et se révéler mûr, enfin, pour jouir de ce magnifique prélude. On ne retombe pas en enfance, on y tombe enfin. On va enfin vivre d’elle sa part inassouvie. Te rencontrer, Perasma, c’était tout reprendre par le début. Qui sait ? Consentir à vivre sa vie à l’endroit.
La suite, donc, le la connaissais. Je pouvais tourner les pages à l’envers. Il n’y avait que la fin de tout cela – de tout cela, plus toi – qui demeurait non élucidée. Après toi, le Déluge !
Qu’il soit donc vertement répondu à ceux qui professent qu’on ne fait bien les choses qu’en leur temps.
Tu me rappelais tous les dimanches auxquels je n’avais pas eu droit, toutes les vacances à la mer qui ne m’avaient pas été offertes. Ce n’était pas un mince paradoxe puisque l’illégitimité de notre relation nous imposait justement de ne pas passer nos vacances ensemble et de ne jamais nous rencontrer le dimanche… Qu’importe ! Nous allions baptiser « dimanche » et « vacances » des clairières de temps qui ne s’ouvriraient qu’à nous !
Certes, cela allait être, à coup sûr, bien fatigant, exténuant, qui sait ? de s’insinuer dans de tels décalages horaires… Mais que de belles et captivantes fatigues en perspective !
On allait regagner son enfance !
Ce n’était donc pas un amour de plus. Mais un tardif premier amour. Un amour de jeunesse vécu au crépuscule de la vie. Mais donc précoce, encore.
Quelque chose qui eût ressemblé à une maladie d’enfance incubée à l’âge adulte. On sait que cela peut être mortel.
Insidieusement, avec un peu de fiel, on pourrait – je pourrais moi-même – me demander : « Ce n’est pas parce que cette passion s’empare de toi sur le tard qu’elle va durer ? Ce n’est pas parce que tu vis ce “premier amour” comme pour la vie qu’il connaîtra de longs lendemains ? »
Une seule réponse conviendrait à de pareilles questions : « Il se pourrait fort bien qu’un premier amour tardif se mue en un dernier amour précoce ! »
[...]
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια