Nequaquam vacuum
Vassilis writes, "Χαιρετισμοί προς νέους επιβάτες. Μια πρόταση για σώμα κειμένων προς έκδοσιν. Εικόνες από ένα δύσθυμο Ραμαζάνι.
Βασίλης Οικονομίδης"
16 Οκτωβρίου 2006
Πρώτα-πρώτα το οφειλόμενο και ολόψυχο "καλώς ορίσατε" στους συναδέλφους που πρόσφατα πήραν τη μεγάλη απόφαση να αναλάβουν την περιπέτεια του εξωτερικού, των πανεπιστημίων και της ελληνομάθειας σε διάφορες πτυχώσεις του χάρτη. Κάποτε η διαδρομή μοιάζει με της Αργούς (υπάρχει κάπου το Χρυσόμαλλον Δέρας απλωμένο στα κλαδιά ενός άγνωστου δέντρου, στη χαρά των φοιτητών/φοιτητριών και τη δική μας ενώ μαθαίνουμε, δυσκολευόμαστε, ξαναδοκιμάζουμε, μαθαίνουμε...) , κάποτε θυμίζει πιο πολύ ρότα του θωρηκτού "Αβέρωφ", ηρωικού μεν αλλά σιδερένιου, που στο τέλος μπορεί να γίνει και μουσείο. Αναφέρομαι σε προγενέστερες αγκυλώσεις, τοπικές ισορροπίες, δυσκολίες στην υλοποίηση προγραμμάτων, ακόμη και κακολογίες, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε κι από προηγούμενες καταχωρίσεις στον δικτυακό μας τόπο... Μα αξίζει τον κόπο, πιστέψτε με.
Διάβαζα χθές με ενδιαφέρον τα κείμενα των συναδέλφων από την Αμερική και το Ηνωμένο Βασίλειο, στα οποία κατέγραφαν τις πρώτες τους εντυπώσεις και τα σχέδιά τους σε σχέση με τη διδασκαλία. Από το δήγμα της περιέργειας και της νοσταλγίας, ανέτρεξα σε παλαιότερες τέτοιες παρουσιάσεις, χωρίς να εξαιρέσω και τη δική μου. Καταγράφουμε αριθμούς μερικές φορές, επίπεδα, εγχειρίδια, πρόσθετα μέσα διδασκαλίας. Αυτά βέβαια είναι ιδιαίτερα σημαντικά: βοηθούν, καθώς τα καταγράφουμε, να συνειδοποιήσουμε και οι ίδιοι τις δυνατότητες ή τους περιορισμούς μας, να βοηθήσουμε κεντρικούς φορείς να αποτυπώσουν την κατάσταση έστω χονδρικά (το Κ.Ε.Γ., το Υπ.Ε.Π.Θ- αν και δεν ξέρω κατά πόσο το τελευταίο παρακολουθεί ή μελετά ιστοσελίδες σχετικές με εμάς, δεν είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω-, το ΥΠ.ΠΟ κλπ.), να επωφεληθούμε από την εμπειρία των ομοτέχνων και να αναπτύξουμε διάλογο.
Όμως επιτρέψτε μου να παρατηρήσω και το εξής: τελικά τα κείμενα αυτά τυποποιούνται και δίνουν μιαν εντύπωση ομοιογένειας, η οποία είναι πλασματική. Απεικονίζουν την ελληνομάθεια και τη διδασκαλία "εν κενώ". Όταν συμβαίνει να συναντιόμαστε, άλλα είναι εκείνα που συζητάμε: Πώς είναι η ζωή εκεί, πώς είναι η πόλη από μια μη τουριστική άποψη, τι ενδιαφέρει τους φοιτητές, πώς ζουν ως νέοι ή λιγότερο νέοι εκεί, πώς τα φέρνουν βόλτα με το μισθό ή το χαρτζιλίκι τους; Τι συμβαίνει με τα ποικίλα πολιτικά γεγονότα και πόσο αυτά επηρεάζουν; Ίσως γι'αυτό μου αρέσουν τα κείμενα π.χ. της Σίσης Αθανασοπούλου απο τη Νάπολη, της Αρετής Πότσιου από το Βαγιαδολίδ, παλιότερα του Τασου Χατζηαναστασίου από το Παλέρμο, του Κώστα Περτσούνη από το Κάιρο γιατί πάντα αφήνουν να διαφανεί στο καναβάτσο της εικόνας λίγο ή πολύ από το μεγάλο τοπίο. Για να πω την αλήθεια, θεωρώ ότι οι Φρυκτωρίες και το Κ.Ε.Γ. θα επιτελέσουν σημαντικό έργο αν συλλέξουν αυτά τα κείμενα και συνερανίσουμε ένα σώμα εμπειρίας εξωδιδακτικής, που θα πληροφορει τον αναγνώστη και, ενδεχομένως, τον ενδιαφερόμενο μελλοντικό συνάδελφο, πώς είδαμε αυτούς τους τόπους, τις δεύτερες πατρίδες για ορισμένους. Μάλιστα. Ελλοχεύει εδώ ο κίνδυνος ή το δώρο του υποκειμενισμού, μα θα ήθελα σοβαρά να μου υποδείξει κάποιος πού δεν ελλοχεύει στη δουλειά μας. Εμπειρίες οικειότητας, αναγνώρισης, ασύμβατου, παραγνώρισης, νομίζω ότι όλα έχουν τη θέση τους εδώ.
Δίκην εκμυστηρεύσεως, παραθέτω εντυπώσεις μου από τη μεγάλη εικόνα που βλέπω αυτές τις μέρες καθώς διανύουμε ένα παράξενο Ραμαζάνι (στη διάρκεια του οποίου, για να γυρίσω στα "αντικειμενικά", μειώνεται ο χρόνος διδασκαλίας κατά δέκα λεπτά κι αναγκάζομαι να τρέχω και να μη φτάνω με το πρώτο επίπεδο αρχάριων):
Με τα χρόνια, με τις πολλές κρίσιμες περιστάσεις και εντυπωμένες λεπτομέρειες που φέρνουν τα χρόνια σε αυτό το κομμάτι του κόσμου, η μαμά του Άχμαντ έγινε για μένα σημαντική μορφή. Λίγο μετά τα πενήντα της, κι αφού ανάθρεψε με ασφυκτική αγάπη τα πέντε παιδιά της, αποφάσισε να «υιοθετήσει» εμένα, τον επιστήθιο φίλο του γιού της Άχμαντ, και να με προβιβάσει στο ρόλο του «χριστιανού γιού» της. Από τότε δεν έλειψαν ποτέ τα τάπερ από το ψυγείο μου, σε ποικίλα μεγέθη και με πιο ποικίλα περιεχόμενα: τα περίφημα πιλάφια της, ένα είδος σπαραγγιού που ξέρει ότι μου αρέσει, πίτες με φύλλα φρέσκιας ρίγανης και τα δυτικά της πειράματα, π.χ. το εξαιρετικό κέικ καρότου που σκαρώνει από καιρού εις καιρόν και βελτιώνει ή τροποποιεί. Όλη η οικογένεια, για να πω την αλήθεια, έγινε μια αγκαλιά φιλόξενη, αλλά η Ουμ Άχμαντ (η μητέρα του Άχμαντ) είναι πάντα το βαρόμετρο των ημερών κι εκείνη που η κρίση της βαραίνει μέσα μου περισσότερο.
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός η ίδια, δίδαξε για είκοσι πέντε χρόνια αραβική λογοτεχνία και γλώσσα. Ίσως γιαυτό να είναι τόσο καλά οργανωμένη η σκέψη της και να φτάνει πάντα στην ουσία, με τα καλά αγγλικά της, μολονότι της ξεφεύγουν λίγο οι χρόνοι των ρημάτων. Άλλωστε με τις μανάδες συμβαίνει και τούτο το θαυμαστό: συμπληρώνουν με τα μάτια ό,τι ξεφεύγει από την κυριολεξία, έτσι που η επικοινωνία στο τέλος επιτυγχάνει το ζητούμενο. Δε μανδηλοφορέθηκε κι όμως μελετάει τακτικά το Κοράνι και ενδιαφέρεται πάντα να συζητά εδάφια που κατά τη γνώμη της περιέχουν ποιητική μαγεία ή που δεν τα κατανοεί πλήρως και θέλει να τα θέσει υπό τη βάσανο της ερμηνείας. Πάντα με ρωτάει: «Τι να θέλει άραγε να πει στο σημείο αυτό; Τι λένε τα δικά σας ιερά κείμενα για τό θέμα;» Σε μια κοινωνία που αποφεύγει τα βιβλία και απαξιώνει την ανάγνωση, εκείνη παραγγέλνει τα δικά της στον βιβλιοπώλη κι είναι κυρίως τίτλοι πολιτικών επιστημών, ιστορίας και μελετήματα που άπτονται της επικαιρότητας.
Όπως συμβαίνει στα σπίτια της μεσοαστικής τάξης εδώ, οι συσκευές της τηλεόρασης είναι περισσότερες της μιας ανά νοικοκυριό και μάλιστα με δορυφορική κεραία. Η δική της βρίσκεται στο καθιστικό, πάντοτε συντονισμένη σε ενημερωτικά προγράμματα, δελτία ειδήσεων, αφιερώματα στην αραβική κι ενίοτε στην αγγλική. Μόνο μια φορά το χρόνο αλλάζει τις συνήθειές της: στη διάρκεια του Ραμαζανιού πολλά κανάλια προβάλλουν οικογενειακές σειρές με κοινωνικό ή ιστορικό περιεχόμενο. Η άνοδος του Σαλαδίνου, η εμπέδωση της καινούργιας θρησκείας στην αραβική χερσόνησο, οι μάχες διαδοχής μεταξύ των διεκδικητών του χαλιφάτου, οι σκευωρίες των Σταυροφόρων... Ή μια νεαρή δικηγόρος που προσπαθεί να επιβιώσει στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των δικαστικών μεγάρων της Δαμασκού. Ή, άλλη νεαρή που αποφασίζει να αλλάξει τη μίζερη ζωή της, ακολουθώντας την κλίση της στο τραγούδι. Νεαρός, τελειόφοιτος του Τμήματος Κοινωνικών Επιστημών στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καϊρου, αποφασίζει να εκπονήσει τη διπλωματική εργασία του πάνω στο θέμα των παιδιών των φαναριών και τότε ανακαλύπτει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, τον «άλλο» παράλληλο κόσμο. Η μαμά του Άχμαντ, μια φορά το χρόνο, μεταβάλλεται σε τυπική νοικοκυρά τηλεθεάτρια κι, επειδή ξέρει τη δυσκολία μου με την αιγυπτιακή διάλεκτο, διαλέγει από νωρίς- από τον καιρό που κυκλοφορούν οι περιλήψεις και οι προεπισκοπήσεις- μια ή δυο συριακές σειρές που είναι στη λεβαντίνικη καθομιλούμενη να μου προτείνει. Αξιολογεί την υπόθεση και την ποιότητα των συμμετεχόντων ηθοποιών προτού βγάλει τη δίκαιη απόφαση. Νομίζω ότι με την εξυπνάδα της έχει βρει τα δυσεπίγνωστα γούστα μου.
Έτσι φτάσαμε και φέτος στο ραμαζάνι που σιγά-σιγά μετακινείται μες στο χρόνο,
ακολουθώντας τη σεληνιακή τροχιά του. Έτσι και φέτος, στο ζεστό φθινόπωρο, η μέρα χωρίστηκε σε δυο ημίχρονα, την ώρα της στέρησης και την ώρα της πλησμονής. Τις προάλλες πήγα στο σπίτι τους για ιφτάρ (το αργοπορημένο πρόγευμα, μετά την απογευματινή προσευχή- στιγμή οικογενειακής ευωχίας) και περίμενα εις μάτην τις συστάσεις της για το ιδανικό σήριαλ. Έφτασε η ώρα του καφέ πια, που σημαίνει ότι σε λίγο η επίσκεψη λαμβάνει τέλος. Τότε τόλμησα να θέσω το ζήτημα ξεκάθαρα: «Λοιπόν δε μου είπατε, Ουμ Άχμαντ, ποιο πρόγραμμα, τι ώρα, τι υπόθεση...». Σκοτείνιασε λίγο: «Ξέρεις, φέτος δεν παρακολουθώ. Δεν μπορώ. Εξακολουθώ να βλέπω τις ειδήσεις. Προσπάθησα, αλλά δεν μπορώ.» Της ζήτησα εξηγήσεις, να μάθω τι άλλαξε στο μεταξύ. «Μπορεί να φταίει που φέτος η νηστεία ήρθε νωρίς, μόνο ένας μήνας πέρασε από όσα έγιναν στο Λίβανο. Μου έχουν καρφωθεί στο μυαλό εικόνες και δεν ξέρω πότε θα φύγουν». Σώπαινα. «Όλα ήταν άσχημα και για μας ανησυχητικά. Αλλά είναι μια σκηνή που με παιδεύει. Μετά την ανακάλυψη των καμμένων παιδιών από το βομβαρδισμό στην Κανά, είδα τις γυναίκες που έκλαιγαν κι ένα από τα παιδιά που τα σήκωναν σαν τις κούκλες, μου θύμισε τον Σάμερ μου (το μικρότερο γιο της), όταν ήταν μικρός. Ίδιο ανάστημα, διάπλαση ίδια κι έτσι έγερνε το κεφάλι του όταν ήταν άρρωστος, όπως συμβαίνει με τα μικρά. Μόνο που εκείνο το κακόμοιρο...»
Έτσι, «Το φθινόπωρο ήρθε μετά το καλοκαίρι». Ιδού μια πρόταση που θα μπορούσε να δοθεί ως παράδειγμα κοινοτοπίας. Όμως αυτό το φθινόπωρο ήρθε βιαστικά μετά το καλοκαίρι με τα γεγονότα, τους φόνους, τα ρημαγμένα σπίτια, τους ξεκοιλιασμένους δρόμους, τους έντρομους γιατρούς που δούλευαν χωρίς ηλεκτρικό στα νοσοκομεία, την πόλη που είχε μείνει χωρίς ψωμί επί μια εβδομάδα και τα κιβώτια που περνούσαν χέρι-χέρι πάνω από τους χειμάρρους. Κι έτσι η μαμά του Άχμαντ, στην άκρη της παραπάνω δήλωσης του αυτονόητου, παρακολουθεί τον εαυτό της εκόντα, άκοντα να αλλάζει. Τώρα παρακολουθεί αρκετές φορές το πρόγραμμα του δορυφορικού «Αλ Μανάρ», οργάνου της Χεζμπολλάχ, για να δει τι λέει η άλλη πλευρά, μήπως κάποιο νόημα είναι κρυμμένο.
Εξαιτίας του χαρακτήρα και της εμπειρίας της από καταστροφές -τόσα και τόσα οικογενειακά αφηγήματα προσφυγιάς- εκείνη δεν πρόκειται να συναριθμηθεί μάλλον ποτέ στη μεγάλη πρόσθεση των φανατικών που βλέπουν έξαφνα το φως της αλήθειας. Όμως με στενοχώρια φαίνεται να σκέφτεται ότι ενώ, πράγματι, το φθινόπωρο έρχεται μετά το καλοκαίρι, δεν είναι όλα τα καλοκαίρια ίδια. Κάποτε το θέρος θερίζει, όπως και στα «δικά μας» έπη, δίπλα στον Σκάμανδρο, δίπλα στον ποταμό Λιτάνι.
- Εμείς /
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια