Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΤΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Ένας απολογισμός
Ανακοίνωση στο Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ιταλίας με θέμα τη διδασκαλία και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στην Ιταλία. (Παλέρμο, 4-5 Δεκεμβρίου 2004)
Τάσος Χατζηαναστασίου
14 Δεκεμβρίου 2004
Η παρέμβαση αυτή έχει περισσότερο το χαρακτήρα απολογισμού της πρωτοβουλίας του ελληνικού Υπουργείου Παιδείας να προκηρύξει την άνοιξη του 2002 ογδόντα περίπου θέσεις διδασκόντων της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού.
Το πρώτο σημείο το οποίο θα ήθελα να σχολιάσω είναι η διαδικασία αξιολόγησης που ακολουθήθηκε. Ως τότε για την επιλογή των εκπαιδευτικών, που αποστέλλονταν στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, λαμβάνονταν υπόψη η εξέταση σε μία ξένη γλώσσα και τα χρόνια υπηρεσίας. Για την επιλογή των εκπαιδευτικών που θα αποστέλλονταν στα πανεπιστήμια του εξωτερικού ακολουθήθηκε μια διαφορετική διαδικασία. Μαζί με την προφορική – και όχι γραπτή αυτή τη φορά - εξέταση στην ξένη γλώσσα, συνυπολογίζονταν και τα τυπικά ακαδημαϊκά προσόντα (τίτλοι σπουδών και δημοσιεύσεις), που τυχόν διέθετε ο υποψήφιος όπως και το αποτέλεσμα της αξιολόγησής του από εξεταστική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν πανεπιστημιακοί, υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου κι ένα μέλος του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Η εξέταση είχε τη μορφή συνέντευξης και οι ερωτήσεις αποσκοπούσαν στη διάγνωση της διδακτικής επάρκειας και της προσωπικότητας του υποψηφίου. Με βάση αυτή τη διαδικασία 90 περίπου φιλόλογοι κρίθηκαν κατάλληλοι, κατατάχτηκαν σε πίνακα ανάλογα με τη συνολική τους βαθμολογία και στη συνέχεια κλήθηκαν να συμπληρώσουν αιτήσεις δηλώνοντας πέντε προορισμούς με σειρά προτεραιότητας από τον κατάλογο των προσφερόμενων θέσεων που είχε ήδη δημοσιεύσει το Υπουργείο. Είναι φανερό ότι η διαδικασία επιλογής είχε έναν σαφώς αξιοκρατικό χαρακτήρα σε σχέση με το παλαιότερο σύστημα με βάση το οποίο ίσχυε βασικά η επετηρίδα: ο παλιότερος συνάδελφος προηγείτο του νεότερου.
Υπάρχουν όμως και σαφείς αδυναμίες του συστήματος επιλογής. Στην πολύ συνηθισμένη περίπτωση για παράδειγμα που δύο εκπαιδευτικοί ζητούσαν την ίδια θέση, π.χ. το Παλέρμο, η θέση δεν δινόταν σ’ αυτόν που είχε συγκεντρώσει την υψηλότερη βαθμολογία αλλά σε αυτόν που τύχαινε να γνωρίζει τα ιταλικά. Με βάση όμως ποιο επιστημονικό ή παιδαγωγικό κριτήριο ο ομιλητής της τοπικής γλώσσας ακόμη κι αν υστερεί σε όλα τα υπόλοιπα προσόντα θεωρείται καλύτερος δάσκαλος της ελληνικής;
Αλλά ούτε η κατοχή διδακτορικού διπλώματος αποτελεί επαρκές προσόν του ικανού και άξιου δασκάλου. Σε ό,τι δε αφορά την αξιολόγηση που στηρίζεται στην εικόνα που δίνει ένας εκπαιδευτικός στη διάρκεια μιας συνέντευξης, αυτή φαίνεται ν’ αφορά μάλλον τη διαίσθηση, που έχει άλλωστε οριστεί ως η γνώση που προέρχεται από το πουθενά.
Δεν αμφισβητώ ούτε τις καλές προθέσεις των εμπνευστών του συστήματος επιλογής, ούτε το αδιάβλητο της διαδικασίας. Το πρόβλημα της επιλογής εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας είναι ευρύτερο και έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, στο βαθμό που στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακαδημαϊκή κατοχύρωση της προετοιμασίας εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία των ελληνικών ως ξένης γλώσσας, κανένας εκπαιδευτικός στην Ελλάδα δεν διαθέτει τα τυπικά προσόντα, δηλαδή έναν τίτλο σπουδών που να πιστοποιεί την επάρκειά του. Ούτε φυσικά υπάρχει ένα κατοχυρωμένο κριτήριο ελέγχου αυτής της επάρκειας, δηλαδή ένα κοινά αποδεκτό κι ακαδημαϊκά έγκυρο, σύστημα αξιολόγησης.
Τέλος, μια άλλη φανερή αδυναμία της διαδικασίας επιλογής αφορά το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη των ξένων πανεπιστημίων. Καταλαβαίνει κανείς ότι όταν το υπουργείο μιας χώρας αποφασίζει να στηρίξει μια ξένη πανεπιστημιακή έδρα χωρίς να λάβει υπόψη του τις ανάγκες της τελευταίας, αυτό ενδεχομένως να δημιουργήσει προβλήματα. Μιλάμε πάντοτε για νεοελληνικές σπουδές, αλλά είναι διαφορετικές για παράδειγμα οι ανάγκες των φοιτητών που σπουδάζουν Ξένες Γλώσσες και Μετάφραση και διαφορετικές οι ανάγκες των φοιτητών Κλασικής Φιλολογίας.
Διαφορετικές επομένως και οι γνώσεις και η διδακτική μεθοδολογία και επομένως τα απαιτούμενα προσόντα του υποψήφιου διδάσκοντα. Δυσάρεστα γεγονότα που παρατηρήθηκαν σε ορισμένες έδρες νεοελληνικών σπουδών σε διάφορες πόλεις ίσως να είχαν αποφευχθεί, αν οι κάτοχοι των εδρών είχαν ρωτηθεί εγκαίρως για τα προσόντα που θα έπρεπε να διαθέτει ο υποψήφιος Έλληνας φιλόλογος για τη θέση του βοηθού της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας.
Αλλά δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική που απουσιάζει. Από το κείμενο της προκήρυξης αλλά και από τη συνολική στάση του Υπουργείου, γίνεται φανερή η συνολική απουσία πολιτικής, δηλαδή στρατηγικής, για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό. Γεννάται δηλαδή το ερώτημα: τι θέλει να επιτύχει το ελληνικό κράτος στηρίζοντας τις έδρες νεοελληνικών σπουδών σε όλο τον κόσμο; Ποιος είναι τελικά ο ρόλος μας εδώ που μας όρισε η μοίρα; Υπάρχει και η οικονομική διάσταση. Μήπως θα κόστιζε στο ελληνικό δημόσιο φτηνότερα να καλεί κάθε χρόνο για επιμόρφωση τους ξένους πανεπιστημιακούς διδάσκοντες της ελληνικής; Κι όμως το υπουργείο αποφασίζει να παρέμβει επιθετικά θα λέγαμε αποστέλλοντας στο εξωτερικό Έλληνες εκπαιδευτικούς υπό τον άμεσο διοικητικό και οικονομικό έλεγχό του.
Παρόλα αυτά οι εκπαιδευτικοί αναχώρησαν χωρίς να έχουν στις αποσκευές τους καμία κατευθυντήρια γραμμή έστω κι αν ο τότε υπουργός στη συνάντηση που είχαν πριν αναχωρήσουν τους είχε χαρακτηρίσει «πρεσβευτές της Ελλάδας».
Όπως καταλαβαίνει κανείς ο προσδιορισμός «βοηθοί στη διδασκαλία της νέας ελληνικής στα πανεπιστήμια του εξωτερικού» δεν επαρκεί για να καθορίσει ούτε το σκοπό της αποστολής, ούτε όμως και το πλαίσιο της αξιοποίησης των Ελλήνων φιλολόγων από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Να σημειώσουμε ακόμη ότι η πρώτη σχετική εγκύκλιος με βάση την οποία βασικά ρυθμίζονταν ζητήματα διακοπών και αδειών εστάλη στους αποσπασμένους φιλολόγους ένα χρόνο μετά!
Από την άλλη μεριά φαίνεται πως ούτε συγκεκριμένες γραπτές συμφωνίες για τους όρους της συνεργασίας μεταξύ του ελληνικού Υπουργείου και των ξένων πανεπιστημίων υπάρχουν. Ο οιοσδήποτε διδάσκων της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό μπορούσε να υποβάλει αίτηση στο ΥΠΕΠΘ κι αυτή γινόταν δεχτή χωρίς να προηγηθεί έλεγχος. Έτσι υπήρχαν περιπτώσεις στις κατά τις οποίες ο ξένος καθηγητής δεν είχε καν ενημερώσει ούτε την κοσμητεία της σχολής του ούτε τον διευθυντή του τμήματος στο οποίο ανήκει. Στο παρόν πανεπιστήμιο μάλιστα ο υποφαινόμενος απεστάλη χωρίς να έχει προηγηθεί καν ανάλογο αίτημα. Ευτυχώς που με δέχτηκαν δηλαδή οι άνθρωποι όταν έφτασα με τις βαλίτσες μου στο Παλέρμο και δεν με γύρισαν πίσω!
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ο αποσπασμένος φιλόλογος να μην έχει στην ουσία συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις, καθορισμένα από το ελληνικό υπουργείο, αλλά να τελεί σε πλήρη εξάρτηση από τον εκάστοτε υπεύθυνο της έδρας ενώ συνήθως η κοσμητεία και οι διοικητικές αρχές αλλά και η υπόλοιπη ακαδημαϊκή κοινότητα αγνοούν την ύπαρξή του. Υπάρχει έτσι διδάσκων της μητρικής γλώσσας που μπορεί να παραμείνει κάπου ακόμη και για οκτώ χρόνια χωρίς η θέση του να είναι θεσμικά διακριτή. Αναρωτιέμαι από την άλλη εάν τα ξένα πανεπιστήμια απευθύνθηκαν στην Ελλάδα για να ζητήσουν διευκρινίσεις ως προς την αξιοποίηση αυτής της γενναιόδωρης χειρονομίας. Όταν όμως δεν υπάρχει συγκεκριμένο γραπτό θεσμικό πλαίσιο, κανόνες, υποχρεώσεις και δικαιώματα που να διέπουν το καθεστώς μιας τόσο ιδιάζουσας θέσης εργασίας, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας από όλες τις πλευρές. Έπειτα υπάρχει και κάτι άλλο που εμένα τουλάχιστον με κάνει να είμαι τελικά μάλλον αρνητικός απέναντι στο θεσμό. Μήπως τα ξένα πανεπιστήμια επαναπαυτούν στο γεγονός ότι η Ελλάδα καλύπτει το κόστος ενός διδάσκοντα για να απαλλαγούν τα ίδια από την υποχρέωση αυτή με αποτέλεσμα να στερείται από τους ντόπιους ελληνιστές, που με μόχθο και μεράκι κατέκτησαν αυτή τη γνώση, μία πολύτιμη θέση εργασίας; Μπορεί σε τελική ανάλυση να χαραχτεί σταθερή εκπαιδευτική πολιτική στις νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό με δανεικούς συνεργάτες που έρχονται και παρέρχονται; Η ερώτηση δεν είναι εντελώς ρητορική, αλλά εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να απαντήσω θετικά.
Επιστρέφουμε λοιπόν στο ζήτημα της στρατηγικής κάνοντας έναν παραλληλισμό. Το τουρκικό κράτος χρηματοδοτεί έδρες ξένων πανεπιστημίων, χρηματοδοτεί συγκεκριμένους ξένους καθηγητές με κύριο σκοπό την προβολή και υποστήριξη των τουρκικών θέσεων σε καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα φυσικά το τουρκικό εθνικό συμφέρον. Τα αποτελέσματα είναι χειροπιαστά: σε σοβαρές υποτίθεται έδρες Ιστορίας διαφόρων πανεπιστημίων, στο μάθημα της τουρκικής ή ευρωπαϊκής ιστορίας, η γενοκτονία των Αρμενίων, για παράδειγμα, ή άλλα γεγονότα, δυσάρεστα για το τουρκικό κράτος, είτε αγνοούνται προκλητικά, είτε υποβαθμίζονται.
Δεν εννοώ να μιμηθούμε την Τουρκία. Άλλωστε δεν μας το επιτρέπει η παράδοσή μας σύμφωνα με την οποία, εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό. Το αναφέρω ως παράδειγμα ενός άλλου κράτους, η γλώσσα του οποίου είναι ελάχιστα διαδεδομένη, ο δε πολιτισμός του, με όλο το σεβασμό, με σημαντική αλλά μάλλον αρνητική συνεισφορά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Τουρκία όμως διαθέτει συνεπή και αποτελεσματική εθνική στρατηγική.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όσα περιγράφηκαν παραπάνω είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει σήμερα εθνική στρατηγική συνολικά και επομένως δεν διαθέτει ούτε στρατηγική για τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός έχουν ωστόσο να παίξουν σημαντικότατο ρόλο στο σύγχρονο κόσμο.
Τα πανεπιστήμια σήμερα, είτε μας αρέσει είτε όχι, τείνουν σιγά σιγά να μεταλλαχτούν σε σούπερ μάρκετ τη διαχείριση των οποίων αναλαμβάνουν μάνατζερ οι οποίοι αναζητούν εναγωνίως χρηματοδότες και φοιτητές, βλ. πελάτες. Σε ό,τι δε αφορά τη γνώση, αντιμετωπίζεται κι αυτή ως επένδυση με την έννοια ότι υποχωρεί διαρκώς σε βάρος της κατάρτισης δηλαδή της «χρήσιμης» γνώσης που έχει μεγαλύτερη απόδοση στην αγορά, που η δαπάνη για τη μετάδοσή της μπορεί να αποσβεστεί γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα. Σ’ αυτή την παγκόσμια λοιπόν αγορά θα έλεγα πως η θέση της ελληνικής είναι αυτή που κατέχουν τα βιολογικά προϊόντα, που τα βρίσκει κανείς σε κάποια γωνία να περιμένουν τους απαιτητικούς αλλά συνειδητοποιημένους καταναλωτές. Όπως λοιπόν συμβαίνει και με τα βιολογικά προϊόντα που εγγυούνται ποιότητα και αντοχή στο χρόνο έτσι συμβαίνει και με τις τοπικές κουλτούρες. Όσοι επιλέγουν τα ελληνικά έχουν ένα ιδιαίτερο μεράκι και συχνά ένα πάθος για την Ελλάδα, τον πολιτισμό και τους ανθρώπους της. Ίσως γιατί βλέπουν σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό τον μέγα ένα βράχο που αντιστέκεται στην ισοπέδωση με την οποία απειλεί σήμερα τον κόσμο η βαρβαρότητα των πολυεθνικών. Στο χέρι μας είναι αυτό το ακροατήριο των φίλων της Ελλάδας να διευρυνθεί. Σύμφωνα μάλιστα με τα αποτελέσματα ενός ερωτηματολογίου που συμπλήρωσαν οι φοιτητές που είχαν επιλέξει τα νέα ελληνικά εδώ στο Παλέρμο πριν από δύο χρόνια, αυτό που τους τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον στο μάθημα ήταν η ευκαιρία που τους δόθηκε να γνωρίσουν το νεοελληνικό πολιτισμό. Έπειτα, δεν είναι αλήθεια, ότι οι λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν θέσεις εργασίας. Οι λίγοι που μαθαίνουν καλά τα ελληνικά μπορούν να εργαστούν ως διερμηνείς και μεταφραστές. Όσοι φτάσουν σε υψηλό επίπεδο ελληνομάθειας μπορούν να είναι και ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας.
Οι νεοελληνικές σπουδές λοιπόν είτε στο επίπεδο μελέτης της νεοελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, είτε στο επίπεδο της γλωσσικής κυρίως διδασκαλίας - το ιδανικό για μένα θα ήταν ένας συνδυασμός των δύο με την προσθήκη όμως της μελέτης της ελληνικής ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού - θα εξακολουθούν να αποτελούν εστίες αντίστασης στη σύγχρονη βαρβαρότητα με την προϋπόθεση η Ελλάδα να συνειδητοποιήσει επιτέλους το ιδιαίτερο ειδικό βάρος αυτής της βαριάς βιομηχανίας, όπως χαρακτήρισε η Μελίνα Μερκούρη τον ελληνικό πολιτισμό, και να χαράξει επιτέλους πολιτική, δηλαδή στρατηγική επιβίωσης. Αλλά η έλλειψη στρατηγικής δεν αφορά μόνο το ελληνικό κράτος. Αφορά στην περίπτωσή μας και τα ιταλικά πανεπιστήμια. Ποιος είναι τελικά ο προσανατολισμός σήμερα των νεοελληνικών σπουδών; Τι αποφοίτους θέλουν οι νέες κατευθύνσεις των Ξένων Γλωσσών για παράδειγμα να παράγουν; φιλολόγους, διερμηνείς και μεταφραστές ή διδάσκοντες την ιταλική ως ξένη γλώσσα που έχουν υπόψη τους και κάποια στοιχεία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού; Δεν αξιολογώ τους στόχους. Είναι όλοι εξίσου θεμιτοί, αποτελούν άλλωστε κοινωνική αναγκαιότητα. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει η ανάλογη προσαρμογή και της ύλης και της διδασκαλίας. Δεν θα επεκταθώ στο ζήτημα. Άλλωστε, πιστεύω ότι οι τοποθετήσεις των κυριών Di Salvo και Minucci υπευθύνων στις έδρες των Ξένων Γλωσσών στο Παλέρμο και τη Ρώμη ήταν πολύ γόνιμες και κινούνται ακριβώς στη λογική να αποκτήσουν αυτοί οι κύκλοι σπουδών ταυτότητα και περιεχόμενο. Για να κλείσουμε λοιπόν από εκεί που ξεκινήσαμε: είναι δυνατόν να υπάρξει πολιτική τόσο για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης/ ξένης γλώσσας όσο και για την υποστήριξη των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό αρκεί από τη μια μεριά η Ελλάδα να συνειδητοποιήσει το ρόλο της στον κόσμο κι από την άλλη οι υπεύθυνοι των νεοελληνικών σπουδών στο εξωτερικό και στην Ιταλία εν προκειμένω να διαμορφώσουν τη δική τους στρατηγική για το παρόν και το μέλλον των νεοελληνικών σπουδών. Στην συνάντηση των αναγκών και των προτεραιοτήτων των δύο πλευρών θα κριθεί και ο θεσμός του αποσπασμένου εκπαιδευτικού από την Ελλάδα στα ιταλικά πανεπιστήμια.
Τάσος Χατζηαναστασίου
Φιλόλογος αποσπασμένος στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμου
- Εμείς /
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια