Τα νέα ελληνικά για κλασικούς φιλολόγους
sikeliotis writes, "Τα βιβλία "Τα Νέα Ελληνικά για κλασικούς φιλολόγους" περιέχουν πολλά λάθη και ανακρίβειες. Κατά τη γνώμη μου, αυτά δεν οφείλονται σε αβλεψία ή άγνοια αλλά σε προκατάληψη."
Το κείμενο αυτό ήταν ένα από τα κείμενα που είχαν χαθεί με την προσωρινή διακοπή των Φρυκτωριών. Ευχαριστούμε τον κύριο Χατζηαναστασίου που φρόντισε να το στείλει και πάλι!
ΕΤΕΡΟΦΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ: ΠΟΡΕΙΕΣ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΕΣ
Σχετικά με το βιβλίο: «Τα Νέα Ελληνικά για κλασικούς φιλολόγους», (Έκδοση των Πανεπιστημίων Κρήτης και της Χώρας των Βάσκων, επιστημονική επιμέλεια: Φώτης Καβουκόπουλος, Όλγα Όματος).
Είχα γράψει στο κείμενό μου για τη στρατηγική της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας ότι η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής διανόησης έχοντας μορφωθεί αποκλειστικά σχεδόν στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική, έχει υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό τη δυτική αντίληψη και οπτική γωνία ακόμη και για την ελληνική ιστορία και για τον ελληνικό πολιτισμό. Σ’ αυτή την… πολιτισμική αλλοτρίωση έχει συντελέσει τα μέγιστα και μια ιδιαίτερη πρόσληψη του μαρξισμού-λενινισμού που ευδοκιμεί εδώ στην Ελλάδα κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση. Πρόκειται για τον «διεθνισμό» των διανοουμένων μας, που βασικά παίρνει τη μορφή ενός ελιτίστικου κοσμοπολιτισμού που φτάνει συχνά ως την απόρριψη της πατρίδας, του έθνους και της ελληνικότητας ως φαντασιακών και μάλιστα αντιδραστικών ιδεοληψιών. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι αυτή η νοσηρή απώθηση «προς κάθε τι ελληνικό στον κόσμο αυτό» ουδεμία σχέση έχει με την ταξική αλληλεγγύη του προλεταριακού διεθνισμού. Απλώς η εθελοδουλία και ο ραγιαδισμός των ελίτ της χώρας μας ενδύθηκαν τον μανδύα του «διεθνισμού» για να περνάει έτσι η υποταγή στα κελεύσματα των Αμερικανών και των Τούρκων ως «προοδευτική» και η αντίσταση σ’ αυτά ως «εθνικισμός». Πρόκειται επαναλαμβάνω για ελληνική ιδιαιτερότητα, που όμως αποτελεί προ πολλού την κυρίαρχη ιδεολογία στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Προϊόν αυτής της πνευματικής… μετάλλαξης είναι και ορισμένα αποσπάσματα του βιβλίου: «Τα νέα ελληνικά για κλασικούς φιλολόγους» με επιστημονικό υπεύθυνο από ελληνικής πλευράς τον Φώτη Καβουκόπουλο, διδάσκοντα του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ… ΕΘΝΙΚΗΣ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗΣ
Το πρώτο απόσπασμα βρίσκεται στη σελίδα 119 και αναφέρεται στη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι απορίας άξιο πώς ένα τόσο μικρό κείμενο και μάλιστα δήθεν επιστημονικό έχει τόσα λάθη και ανακρίβειες. Παραθέτω: «Στα 1453 οι Τούρκοι πήραν την Κωνσταντινούπολη. Η βυζαντινή αυτοκρατορία έσβησε. Η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων όμως δεν έσβησε.» Από τη διατύπωση αυτή δημιουργείται η εντύπωση ότι η «άσβεστος» Μεγάλη Ιδέα είχε «ανάψει» πριν από την Άλωση, αλλά το ελληνικό δαιμόνιο κατάφερε να εξασφαλίσει την καύσιμο ύλη ώστε να παραμένει αναμμένη και αργότερα. Η συνέχεια είναι χαρακτηριστική της αντίληψης ότι η Ελλάδα είναι μια… ιμπεριαλιστική χώρα: «Πολλοί ήθελαν τη δημιουργία μιας νέας βυζαντινής αυτοκρατορίας». Η Μεγάλη Ιδέα βέβαια δεν αφορούσε την αναβίωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ακόμη και της ιδεολογικά συγγενούς προς την παραπάνω άποψη, (βλ. π.χ. Λιάκος, Κιτρομηλίδης, Λεονταρίτης κ.ά.) η πρωτοδιατυπωμένη από τον Κωλέττη Μεγάλη Ιδέα αφορά το όραμα του ελληνικού εθνικισμού του 19ου και των αρχών του 20ου αι. για επέκταση του ελληνικού κράτους στα όρια των εδαφών όπου εξακολουθούσαν να υπάρχουν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Είναι με λίγα λόγια ο ελληνικός αλυτρωτισμός. Η διαφορά με τη διατύπωση του βιβλίου είναι εμφανής σε όποιον καταλαβαίνει, δημιουργεί ωστόσο εσφαλμένες εντυπώσεις. Είναι άλλο πράγμα η διεκδίκηση της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης, των Αγίων Σαράντα και της Κωνσταντινούπολης ή ακόμη της Κύπρου, των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και της Κρήτης και άλλο πράγμα η διεκδίκηση της… Εγγύς Ανατολής, ολόκληρης της Μικράς Ασίας με την Ανατολία, ολόκληρης της Βαλκανικής και της… Μεγάλης Ελλάδας. Ότι υπήρχαν και αυτοί που οραματίζονταν ένα νέο Βυζάντιο υπήρχαν αλλά δεν ήταν ούτε «πολλοί», ούτε το οραματίζονταν έτσι όπως νομίζουν οι συγγραφείς του βιβλίου, αλλά ως μια διάδοχη κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε συνεργασία και με τους Τούρκους. Τέτοιες ήταν οι απόψεις π.χ. του Ίωνα Δραγούμη, ορισμένων Κωνσταντινουπολιτών κ.ά..
Αλλά η παραπάνω ανακριβής διατύπωση αποτελεί πταίσμα μπροστά στα λάθη που ακολουθούν. «Η Τουρκία δεν θέλησε να δώσει στους Έλληνες την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη. Αυτό απαιτούσε η Συνθήκη των Σεβρών το 1919». Πρώτον η συνθήκη των Σεβρών δεν έγινε το 1919, αλλά το 1920. Δεύτερον, όσο κι αν έψαξα δεν βρήκα πουθενά όρο της συνθήκης που να προβλέπει ή έστω να υπαινίσσεται πόσο μάλλον να απαιτεί την παραχώρηση της Κωνσταντινούπολης στην Ελλάδα. Τρίτον, το 1919 δεν υπήρχε ακόμη Τουρκία, αλλά Οθωμανική Αυτοκρατορία με επικεφαλής τον Σουλτάνο ο οποίος μάλιστα δια των αντιπροσώπων του είχε υπογράψει τη συνθήκη των Σεβρών. Η Τουρκία ως γνωστόν γεννήθηκε μέσα από το κίνημα του Κεμάλ, που αποτέλεσε για τους Τούρκους εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Μια ματιά στον σχετικό τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» θα αρκούσε για να αποφευχθούν και οι ανακρίβειες και τα λάθη που είναι απαράδεκτα για σύγγραμμα που βγαίνει με την ευθύνη πανεπιστημιακών. Εκτός εάν η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» απορρίπτεται ως «εθνικιστική», οπότε ακόμα και μια συνθήκη μπορεί να έγινε όποτε νομίζουμε εμείς και να προβλέπει ό,τι συγκρατούμε στη μνήμη μας από τη διαφώτιση της… ΚΝΕ.
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
Σε άλλα αποσπάσματα οι υπεύθυνοι του βιβλίου μετά την Ιστορία δοκιμάζουν με την ίδια… επιτυχία τις επιδόσεις τους στη μουσικολογία και την εθνομουσικολογία. Κοινός παρονομαστής κι εδώ, όχι η στοιχειώδης έστω, γνώση του αντικειμένου αλλά η προκατάληψη. Η αντιμετώπιση των φαινομένων όχι ως αυτών που είναι αλλά ως αυτών που βλέπουμε εμείς μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της δυτικής αντίληψης για τα πράγματα και του νεοραγιαδισμού. Στην περίπτωση αυτή, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έχουμε την άλωση της ελληνικής μουσικής παράδοσης.
Στο δωδέκατο μάθημα, οι φοιτητές του προγράμματος «Σωκράτης» φτάνουν στα Γιάννενα όπου έχουν την ακούσια ακουστική εμπειρία της μουσικής του μπουζουκιού. Οι φοιτητές παρουσιάζονται ν’ απολαμβάνουν τον ήχο αυτό και ένας απ’ αυτούς προβαίνει στην εξής ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «με τέτοια μουσική είναι σα νάμαστε πίσω στην εποχή του Αλή Πασά…». Οι συνεπαγωγές είναι αναπόφευκτες: Γιάννενα = Αλή Πασάς = τουρκική κουλτούρα = μπουζούκι = ελληνική μουσική. Καλά, για έναν ξένο από την Δυτική Ευρώπη αυτές οι εντελώς αυθαίρετες έως γελοίες συνεπαγωγές είναι σ’ ένα βαθμό δικαιολογημένες. Αλλά ενώ περιμένουμε από τον πολύξερο ξεναγό του προγράμματος Μανόλη να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, δεχόμαστε ένα ακόμη, εκ των ένδον αυτή τη φορά, ηχηρό χαστούκι: «Μάλιστα, πήραμε πολλά από τη μουσική των Τούρκων. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι Έλληνες Μικρασιάτες μουσικοί που είχαν έρθει στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη δημιούργησαν ένα μουσικό είδος που είχε σα βάση του την τουρκική μουσική (sic) με το μπουζούκι και τον μπαγλαμά». Αυτό κι αν είναι αυτογκόλ!
Τι συμβαίνει; Απλούστατα οι υπεύθυνοι του βιβλίου προφανώς δεν τρέφουν καμία εκτίμηση για την ελληνική μουσική παράδοση. Η μόνη μουσική που αξίζει τον τίτλο της σοβαρής είναι προφανώς η κλασική, άντε και οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες. Χαρακτηριστική είναι και η παρακάτω στιχομυθία μεταξύ ενός ξένου φοιτητή και του ξεναγού Μανόλη (σ. 272): φοιτητής: «Άκου να δεις, οι Έλληνες άφησαν τα μπουζούκια και τα κέντρα διασκέδασης και τρέχουν όλοι στο Μέγαρο», Μανόλης: «Μάλλον έτσι είναι. Τελικά, ο κόσμος διψάει για ποιότητα, ό,τι και να λέμε». Το σύμπλεγμα κατωτερότητας του «μορφωμένου» Έλληνα σε όλο του το μεγαλείο. Ποιότητα έχει μόνο η μουσική του Μεγάρου. Η ελληνική μουσική παράδοση δεν έχει προφανώς καμία ποιότητα. Είναι μόνο για τους καθυστερημένους Ανατολίτες που «δεν πάνε Μέγαρο μένουν με τον παίδαρο» κατά το γνωστό λαϊκό άσμα. Αντί όμως ν’ αφήσουν στην ησυχία τους την ελληνική μουσική παράδοση που ούτε γνωρίζουν, ούτε αγαπούν επιμένουν να ασχολούνται μαζί της αναπαράγοντας τις προκαταλήψεις των ημιμαθών αρχοντοχωριατών. Τελικά όμως η «γυφτιά» πήρε την εκδίκησή της: στο Μέγαρο εισέβαλαν και τα κλαρίνα και τα μπουζούκια και μάλιστα εκεί γιόρτασε τα εβδομήντα της χρόνια η μεγάλη κυρία του ελληνικού μας τραγουδιού, Δόμνα Σαμίου.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως το βιβλίο. Πρώτα πρώτα τα Γιάννενα και η Ήπειρος έχουν μια θαυμάσια και πολύ πλούσια μουσική παράδοση. Οι δρόμοι της ηπειρώτικης μουσικής είναι τόσο περίπλοκοι που για έναν αριστούχο αθηναϊκού ωδείου αποτελούν συνήθως δυσεπίλυτο γρίφο. Σκηνοθετικά λοιπόν οι συγγραφείς του αποσπάσματος θα έπρεπε τιμώντας αυτή την παράδοση να βάλουν τους φιλοξενούμενους φοιτητές να γευτούν αυτή τη μοναδική εμπειρία και ν’ ακούσουν κλαρίνο κι όχι μπουζούκι που προφανώς έχει τόση σχέση με τα Γιάννενα όση και ο Αλβανός Αλή Πασάς με την Τουρκία. Είναι και οι δύο μέτοχοι της αυτής κουλτούρας, σε περιφερειακή ωστόσο σχέση μαζί της, όχι κεντρική.
Το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και σχεδόν αποκλειστικά στην ελληνικότατη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, διαμορφώθηκε ωστόσο στην Ελλάδα. Το δε πολύπαθο μπουζούκι είναι ένα ελληνικό μουσικό όργανο. Αποτελεί μοναδικό ελληνικό φαινόμενο και δεν υπάρχει σε καμία χώρα της Ανατολής. Είναι κατά πάσα πιθανότητα εξέλιξη του λαούτου και όχι του σάζ ή άλλου περσικού ή αραβικού οργάνου. Επί τη ευκαιρία, η μουσική παράδοση της Ανατολής έχει επιδράσει στην ελληνική μουσική, η βάση της ωστόσο παραμένει η ίδια και δεν είναι άλλη από την παραγνωρισμένη βυζαντινή μουσική παράδοση. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τους αρχαίους ελληνικούς μουσικούς τρόπους, τον δώριο, τον φρύγιο, τον λύδιο, που χρησιμοποιούνται και σήμερα ίδιοι κι απαράλλακτοι από τους μπουζουξήδες έστω και με τα τουρκικά και αραβικά τους ονόματα χιτζάζ, ουσάκ, κτλ. Χιτζάζ για παράδειγμα είναι ο βυζαντινός ήχος πλάγιος του δευτέρου. Δεν είναι επομένως τουρκικός. Αν συγκρίνει κανείς μουσικολογικά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και τον Ακάθιστο Ύμνο θα βρει ότι είναι βασικά ένα κοινό μοτίβο. Η τουρκική επίδραση υπάρχει βεβαίως. Αποτελεί ωστόσο περιφερειακή, όχι κεντρική παράδοση και αποτυπώνεται κυρίως στο τσιφτετέλι που πιθανότατα το πήραμε από τους Τούρκους, γεννήθηκε όμως κι αυτό από τον μεγάλο πολιτισμό της ανατολής που βρήκαν οι Τούρκοι όταν έφτασαν στην περιοχή. Η τουρκική λοιπόν μουσική είναι αυτή που έχει ως βάση της την πλούσια τοπική μουσική παράδοση της περιοχής κι όχι το αντίστροφο. Οι τουρκικοί μουσικοί δρόμοι αποτελούν δάνεια που τα προσάρμοσαν κι αυτοί δημιουργικά στις δικές τους διαφορετικές παραδόσεις. Υπάρχει για παράδειγμα η παράδοση των αιρετικών Δερβήσιδων, των Μεβλεβί, των ζεϊμπέκηδων κ. ά. που δεν ήταν βέβαια χριστιανοί αλλά ούτε και Τούρκοι. Ας μείνουμε όμως στα δικά μας. Κοντολογίς το ρεμπέτικο είναι τόσο ανατολίτικο όσο είναι και δυτικό. Είναι κάτι σαν την ενότητα των αντιθέτων. Αυτά λοιπόν που βρίσκει κανείς γραμμένα σε όλα τα βιβλία για τη ρεμπέτικη μουσική, τα αγνοεί και τα περιφρονεί ο επιστημονικός υπεύθυνος των «Ελληνικών για κλασικούς φιλολόγους» και συμφωνεί μάλλον με τον Λεωνίδα Καβάκο που έχει δηλώσει πως η έλλειψη (κλασικής προφανώς) μουσικής παιδείας στους Έλληνες οφείλεται στην επίδραση της τουρκοκρατίας. Οπότε για να κλείσει ο κύκλος που ανοίξαμε: ελληνική μουσική παιδεία = τουρκοκρατία = Αλή Πασάς = Γιάννενα! Με δυο παπούτσια πάνινα. Η ασυναρτησία σε όλο της το μεγαλείο.
Καλύτερα να σταματήσω εδώ. Θα μπορούσα να γράφω ασταμάτητα. Γιατί πίσω από το πικρό χιούμορ, κρύβεται μια βαθύτατη αγανάκτηση και θλίψη για την κατάντια μας: να ντρεπόμαστε γι’ αυτό που είμαστε και ν’ αγνοούμε την ιστορία μας και τον πολιτισμό μας. Ακόμη χειρότερα, να τα περιφρονούμε. Εμείς πάντως οφείλουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
Αυτές τις μέρες είναι οι Χαιρετισμοί και θα πάω στην ορθόδοξη εκκλησία ν’ ακούσω για άλλη μια φορά με συγκίνηση τον Ακάθιστο Ύμνο. Στο δρόμο μάλλον θα βάλω την κασέτα με τα μικρασιάτικα και θα σκέφτομαι εκείνον τον ψάλτη εκεί πίσω στο Βυζάντιο που μετά την εκκλησία έβγαινε να τραγουδήσει στο πανηγύρι του χωριού του, κάποιο αμανετζήδικο σίγουρα.
Και πάλι με αγάπη για όλους,
από το Παλέρμο
Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια