Ελληνικές Σπουδές στο Εξωτερικό
Angelita writes, "Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια σύνοψη της παρουσίασης που έκανα σε ημερίδα που είχε οργανώσει το ΕΚΕΜΕ (Πανεπιστήμιο Λα Τρομπ, Μελβούρνη) πριν μερικούς μήνες, με θέμα το μέλλον των Ελληνικών Σπουδών στο Εξωτερικό. Τότε είχα ζητήσει και βοήθεια από τους συναδέλφους, τους οποίους και ευχαριστώ για άλλη μια φορά για την πρόθυμη ανταπόκρισή τους. Το κείμενο στην παρούσα μορφή (με κάποιες μικρές διαφορές για τις ανάγκες της δημοσίευσης) θα δημοσιευτεί στο ετήσιο περιοδικό του ΕΚΕΜΕ. Από τη μορφή αυτή λείπουν τα επιμέρους στοιχεία των Πανεπιστημίων, για ευνόητους λόγους, και μένουν μόνο τα συμπεράσματα.
Αγγελική"
23 Σεπτεμβρίου 2003
Το ακαδημαικό έτος 2003 εγκαινιάστηκε από την Ελληνική Πολιτεία ένας νέος θεσμός που προβλέπει τοποθέτηση Ελλήνων εκπαιδευτικών σε ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα του Εξωτερικού, τα οποία έχουν σαν αντικείμενο διδασκαλίας και έρευνας την Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό. Μ’αυτή τη νέα πρωτοβουλία της Ελληνικής Πολιτείας είναι φανερό ότι αναπτύσσονται οι όροι μιας νέας πολιτικής του ΥΠΕΠΘ όσον αφορά τις Ελληνικές Σπουδές στο εξωτερικό, που απαιτεί με τη σειρά της και τη χάραξη μιας νέας στρατηγικής.
Για την πλαισίωση και υλοποίηση του προγράμματος αυτού, το ΥΠΕΠΘ δημιούργησε ένα σύνολο υποστηρικτικών προγραμμάτων σε συνεργασία με το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας που έχει την έδρα του στη Θεσσαλονίκη.
Οι Ελληνικές Σπουδές στα Πανεπιστήμια του Εξωτερικού δεν είναι καινούρια υπόθεση. Αντίθετα, ιστορικά αν εξετάσουμε το θέμα, θα διαπιστώσουμε ότι αναπτύχθηκαν πριν από αιώνες και οφείλονται στην επιθυμία των ξένων να γνωρίσουν την Ελληνική αρχαιότητα και την Ελληνική σκέψη. Έτσι στα μεγάλα Πανεπιστήμια της Ευρώπης αρχικά και της Αμερικής αργότερα, ιδρύθηκαν έδρες κλασικών σπουδών, όπου διδάσκονταν η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία καθώς και η αρχαία ελληνική τέχνη και ιστορία.
Οι σύγχρονες ελληνικές σπουδές προέκυψαν σαν ανάγκη στα νεώτερα χρόνια, όταν τα μεταναστευτικά ρεύματα οδήγησαν μεγάλες μερίδες του Ελληνικού πληθυσμού εκτός Ελλάδος, είτε προς αναζήτηση καλύτερης ζωής, είτε μετά από εθνικές καταστροφές. Αποτέλεσμα αυτής της μετανάστευσης ήταν η δημιουργία των Ελληνικών παροικιών σε πολλές χώρες του κόσμου. Οι Έλληνες που πήραν τους δρόμους της ξενητιάς έφεραν μαζί τους τα βιώματα, τη γλώσσα, τα έθιμα, τις μνήμες καθώς και μια αστείρευτη νοσταλγία για ό,τι άφησαν πίσω τους. Έτσι δημιουργήθηκαν οι προυποθέσεις αλλά και η ανάγκη καλλιέργειας ελληνικών σπουδών με σύγχρονο πρασανατολισμό. Απευθύνονται στα παιδιά των μεταναστών, με σκοπό να διατηρήσουν ζωντανά τα στοιχεία καταγωγής, τη γλώσσα, που διδάσκεται σαν μητρική, τη θρησκεία, την ιστορική μνήμη, αυτό που λέμε εθνική ταυτότητα. Φορέας αυτής της εκπαίδευσης είναι η εκκλησία και οι κοινότητες, μαζί σε συνεργασία ή χωριστά. Σ’ αυτήν τη νέα πρωτοβουλία ανταποκρίθηκε και η Ελληνική Πολιτεία τις τελευταίες δεκαετίες, ενισχύοντας μέσω των κατά τόπους προξενικών αρχών αυτήν την προσπάθεια και βέβαια τους φορείς που ήταν επιφορτισμένοι με τη κάλυψη αυτής της ανάγκης. Στις χώρες που λειτούργησαν σαν υποδοχείς μεταναστών οι ελληνικές σπουδές, όταν συνεχίζονται στο Πανεπιστήμιο λίγο πολύ κινούνται στον ίδιο προσανατολισμό και διευρύνουν ουσιαστικά τις γνώσεις που μ’ αυτή τη φιλοσοφία και μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια αποκτήθηκαν.
Βλέπουμε λοιπόν ότι δίπλα στα πανεπιστημιακά τμήματα που παραδοσιακά είχαν εντάξει τις αρχαίες ελληνικές σπουδές μέσα στα πλαίσια του κλασικού τους σχεδιασμού, εμφανίζονται τώρα νέα, στις χώρες υποδοχής μεταναστών, όπου οι σπουδές έχουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο και είναι προσανατολισμένες στη σύγχρονη Ελλάδα. Διαμορφώνεται λοιπόν η εξής κατάσταση: Σε κάποιες χώρες υπάρχουν τα πανεπιστήμια με μακρά παράδοση στις ελληνικές σπουδές, που περιορίζονται όμως στην κλασική αρχαιότητα. Στις χώρες αποδημίας του Ελληνισμού, δημιουργούνται πανεπιστημιακά τμήματα ελληνικών σπουδών προσανατολισμένα στη σύγχρονη Ελλάδα. Τέλος, συναντάμε μια τρίτη κατηγορία πανεπιστημίων, όπου παραδοσιακά καλλιεργούνται οι ελληνικές κλασικές σπουδές, ταυτόχρονα όμως, επειδή οι χώρες αυτές λειτούργησαν και σαν χώρες υποδοχής μεταναστών, δημιουργήθηκαν και εδώ τμήματα ελληνικών σπουδών που σύμφωνα με όσα αναφέραμε ήδη, ήρθαν να καλύψουν τις ανάγκες των μεταναστών και να δώσουν μια συνέχεια στις σπουδές που αποκτήθηκαν στα πλαίσια της παροικίας.
Η Ελλάδα σήμερα δεν εξάγει μετανάστες. Αντίθετα, είναι χώρα υποδοχής μεταναστών. Σαν τέτοια, την τελευταία δεκαετία βρέθηκε στην ανάγκη να καταρτίσει προγράμματα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σαν δεύτερης ή ξένης. Από την άλλη πλευρά στις χώρες όπου είχαν εγκατασταθεί οι Έλληνες μετανάστες, η πρώτη γενιά σιγά-σιγά φεύγει, η δεύτερη έχει περάσει στον επαγγελματικό στίβο, η δε τρίτη σε μεγάλο βαθμό είναι πλήρως ενταγμένη στο σύστημα.
Ο Ελληνισμός του εξωτερικού περνά σε μια άλλη φάση αυτογνωσίας. Τα ταξίδια είναι πιο συχνά στην Ελλάδα, και τα βιώματα του παρελθόντος μπολιάζονται με τις εντυπώσεις μιας πραγματικότητας σημερινής, όπου πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η νοσταλγία να υποχωρεί μπροστά σ΄αυτή τη συχνή, σταθερή επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Έλληνας του εξωτερικού στέκεται πια πιο ψύχραιμος μπροστά στο παρελθόν του, είτε το ατομικό, ή το συλλογικό και το αντικρύζει με κριτική ματιά. Αυτή η αλλαγή των δεδομένων έχει τον αντίκτυπό της και στις ελληνικές σπουδές στο εξωτερικό, οι οποίες λίγο πολύ αποφορτίζονται από το έντονο, εθνικό συγκινησιακό στοιχείο και αποκτούν άλλο χαρακτήρα.
Άλλωστε, θα έλεγα ότι σ΄αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να τοποθετηθεί και το έργο που γίνεται στο ΕΚΕΜΕ, όπου η συλλογική εμπειρία της μετανάστευσης, πέρα από τον προσωπικό πόνο και την απώλεια που μπορεί να σημαίνει για τον καθένα, παύει πλέον να είναι αντικείμενο συγκίνησης-αυτό ίσως είναι ένα μερίδιο που ανήκει στο χώρο της λογοτεχνίας-αλλά προσεγγίζεται με τη δέουσα προσοχή, σαν επιστημονικό υλικό, και αντιμετωπίζεται με την ψυχρή ματιά του ιστορικού, του επιστήμονα που μελετά, ερμηνεύει και συμπεραίνει.
Όλα αυτά δημιουργούν νέα δεδομένα που υπαγορεύουν μια νέα πολιτική στάση απέναντι στο όλο ζήτημα και απαιτούν ένα νέο σχεδιασμό. Κατά τη γνώμη μου η πρωτοβουλία αυτή του ΥΠΕΠΘ σηματοδοτεί αυτή τη νέα τοποθέτηση απέναντι στο κρίσιμο θέμα των ελληνικών σπουδών στην αλλοδαπή. Με την απόφαση αυτή, της ενίσχυσης δηλαδή των ελληνικών σπουδών στα ΑΕΙ του εξωτερικού, γίνεται σαφές ότι η Ελληνική Πολιτεία δεν απευθύνεται ούτε υποθάλπει πλέον το συγκινησιακό στοιχείο, τη νοσταλγία και την ανάγκη, αλλά έρχεται αρωγός στη συνειδητή, ώριμη επιθυμία των Ελλήνων του εξωτερικού, αλλά και των σπουδαστών άλλης καταγωγής, να προσεγγίσουν επιστημονικά ένα πολιτισμό αξιόλογο στο σύνολό του και στην ιστορική του συνέχεια, πλούσιο και ζωντανό, χωρίς εξάρσεις και περιττές ρητορίες.
- Εισέλθετε στο σύστημα για να υποβάλετε σχόλια