Πρόσφατα άρθρα

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Within the vast poetry collection of Constantine Cavafy, arguably, a pattern of recurring tropes emerges, offering the readers an in depth understanding of what defines his artistry. The poems that I have chosen for this essay being Young Men of Sidon, Alexandrian Kings and Kaisarion, from his book The Collected poems. One might say that they serve as an example of Cavafy’s gravitation towards an array of literary devices such as theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood and flashbacks, one might say that they create a narrative that extends beyond the individual poems, inviting us to explore the timeless themes captured by Cavafy.

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

«Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

This essay aims to examine the manner in which homoerotic love is expressed in Constantine Peter Cavafy’s erotic poetry.Initially, it will provide a brief introduction entailing contextual information. Subsequently, this essay will bestow an intricate analysis of his erotic poems, with a particular focus on elucidating recurrent themes pertaining tohomoerotic love. The analysis will explore both the formal and thematic constituents of Cavafy’s erotic poetry, accompanied by a pervading extraction of deeper meaning.This examination will be enhanced utilising relevant secondary literature. The primary source that consists of the poems to be discussed in this essay derives from a digital anthology that comprises Cavafy’s ‘Recognised’, ‘Denounced’, and ‘Hidden’ poems

 «Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

stuident Name: Joseph Watson Module Lecturer: Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps Date of Submission: 11/01/2016

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

Hyperion or the hermit in Greece

Concept, dramaturgy and performance by Dimitra Kreps

Hyperion or the hermit in Greece

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Seferis uses the mythical method in his poetry to allude to and comment upon social and political issues in Greece in his lifetime. Before discussing his poetry, it is important to define what is meant by Seferis’ mythical method. This method can be described as allusive, as although Seferis does make direct references to myth he does so in inventive ways, for example by using narrative space, symbols and characters to evoke Greek myths.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Yannis Ritsos is widely regarded as one of the most significant figures in contemporary Greek poetry. He managed to revolutionise the idea of a dramatic monologue and create not just beautiful poetry, but also a multifaceted art form that has depth on psychological, social, and philosophical levels throughout all of his publications. The dramatic monologue form was popularised by Victorian poets such as Robert Browning, but Ritsos revitalised it and many poets to this day still use his style as inspiration. His ability to construct identities and characters that the reader can genuinely sense and almost experience is skilful.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

This essay examines that metaphor in the context of the political and war situation at the time Lysistrata was first performed. It considers traditional gender roles in the fifth-century Greek polis and Lysistrata’s inversion of those roles in her weaving analogy. Aristophanes’ comedic purpose in the weaving speech, in Lysistrata as a whole, and more generally across his corpus is examined. In addition, some observations are made about the sound pattern of Lysistrata’s speech and, in a personal argument, a speculative suggestion is advanced that the audience might have associated her cadences with the familiar rhythms of a domestic weaving loom.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Yannis Ritsos' "Moonlight Sonata" is a poignant and emotionally charged poem that presents a deeply intimate monologue of a woman speaking to a silent young man. The setting is night, with the moonlight casting a dreamlike atmosphere over the scene. The woman's confession, filled with personal revelations, memories, and emotions, evokes a variety of sentiments in the reader and provokes a complex response.

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Αρετή Πότσιου: Για το καπλάνι...

Θα ήθελα πρώτα να διευκρινίσω ότι η δουλειά με το βιβλίο της Α. Ζέη δεν αποτελεί προσέγγιση στη λογοτεχνία, παρά εντάσσεται στο γλωσσικό μάθημα (αυτό φαίνεται κι από το είδος των ασκήσεων άλλωστε), σαν ένα κείμενο βέβαια πιο χαρισματικό, με πληροφορίες ποικίλες επιπλέον, και με τη συνοδεία του βίντεο, που αποτελεί μια ευτυχή συγκυρία. Μια κάποια προσέγγιση στη λογοτεχνία, θα μπορούσα να πω, γίνεται περισσότερο μέσα από πιο σύντομα κείμενα, πχ ποιήματα ("Άρνηση", Γ.Σ., "Ο Πληθυντικός αριθμός". Κ. Δημουλά, κτλ), και πάλι μικρά πράγματα, γιατί το μάθημα που διδάσκω εδώ είναι καθαρά γλωσσικό, όχι θεωρητικό.

Στέλνω λοιπόν ένα ακόμη κεφάλαιο με τις ασκήσεις που το συνοδεύουν. Θα ήθελα να μου προτείνετε άλλους τρόπους επεξεργασίας, αν έχετε καμιά καλή ιδέα, καμιά διαφωνία, ό,τι τέλος πάντων. Επίσης, πέστε μου σας παρακαλώ αν κάνετε ή κάνατε κάτι ανάλογο και πώς πήγε.

Ξαναστέλνω το κείμενο από την αρχή, γιατί έχουν γίνει και μερικές διορθώσεις.

Στο λεξιλόγιο με βοηθούν οι φοιτητές: Αλεχάντρο Νότας Ροντρίγκεθ-Μελγαρέχο και Μαριάνα Λοθάνο Ορτίθ.

ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ

1

ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ

Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια*

Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή* μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε*, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.

Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής* του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη* στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια*, έχει έξοδο*. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή* βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε* τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από του Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος*, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια*, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε* ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.

Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.

- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι*; - είπα, και το μετάνιωσα* αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.

- Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου – απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.

Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο* μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται*. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξ έρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε*. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε* σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε φάμε καρύδια* με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και

τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:

βαρετός (ρ. βαριέμαι) = aburrido

προπαίδεια = plano de multiplicación

τσακώνομαι = pelearse

διευθυντής = director

επίσκεψη = visita

υπηρέτρια = criada, sirvienta

έχω έξοδο = tener día libre

τζαμωτή (η) = ventanas grantes con vidrios

πιτσιλάω = salpicar

ζητιάνος (ρ ζητιανεύω) = mendigo

κουρέλι = harapo, andrajo

καπλάνι = tigre

μετανιώνω = arrepentirse

βαλσαμωμένος = embalsamado (partic)

διηγούμαι = contar (una historia)

ξεχωρίζω = distinguir, ver claramente

ψέλνω /ψάλλω = salmodiar, cantar un salmo/himno

καρύδι = nuez

- Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;

- Φυσικά, καρύδια – απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.

Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι* και δεν καμπουριάζει* καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.

- Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.

…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε* το κερί που μ’ αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε*. Γι’ αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…

Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο*! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ’ άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες*.. Τι όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ*, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό*, σκοινάκι, πεντόβολα;

- Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; - ρώτησα.

- Σαχλαμάρες*! – είπε η Μυρτώ.

- Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του1936, μπορεί ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.

- Ούουου, ως τότε τι να το κάνουμε; - λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς* δεν θα μπορούμε να πετάμε.

Ο παππούς τη μάλωσε* πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη* στον κόσμο. Οι επιστήμονες* δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί* η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.

- Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται τη ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο*.

- Θα ’θελα να γίνω εφευρέτης*, λέει η Μυρτώ.

- Αν οι .. εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση* στον κόσμο.

καλάμι = caña

καμπουριάζω = jorobar

λιώνω = derritir

πνίγομαι = ahogarse

υδρόγειος = globo terraqueo

απέραντος = inmenso

πετάγομαι (aquí) = ir a un sitio por poco tiempo

κουτσό = rayuela

σαχλαμάρα = tontería

έτσι κι αλλιώς = bien que mal

μαλώνω = regañar

ανακάλυψη = descubrimiento

επιστήμονας = científico

τελειοποιούμαι = perfeccionarse

αθάνατος = inmortal

εφευρέτης /εφεύρεση = inventor /inventor

Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε*.

- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά*, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.

Εγώ πηγαίνω στη δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον* και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό* σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το β α λ ά ν τ ι ό* μας»

Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;

Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…

- Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:

- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.

Αυτά δεν ήταν β υ ζ α ν τ ι ν ά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.

Να ’χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;

2

Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραμντάμ Πικιπικιράμ.

Αν οι Κυριακές ήταν οι πιο βαρετές μέρες, οι Πέμπτες είναι οι πιο διασκεδαστικές. Η θεία Δέσποινα δεχόταν επισκέψεις. Τότε άνοιγε τη μεγάλη σάλα, κι εμείς μπορούσαμε να δούμε το κ α π λ ά ν ι, μέσα στη βιτρίνα του. Τα μάτια του ήταν παράξενα, το ένα μαύρο και το άλλο γαλάζιο. Η θεία Δέσποινα λέει πως έκαναν λάθος όταν το βαλσάμωσαν και του έβαλαν μάτια παράταιρα. Ο Νίκος όμως ξέρει μια άλλη, μια θαυμαστή ιστορία.

θυμώνω = enfadarse

απέξω κι ανακατωτά = muy bien, de pe a pa

«κατ’ οίκον διδαχθείσαι» = tener clases en la casa (arc)

ιδιωτικό = privado

βαλάντιο = monedero (arcaísmo)

…Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένα καπλάνι (αυτό που είναι στη βιτρίνα*) και είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα ολογάλανο*. Έτσι είχε γεννηθεί*. Τη μια μέρα είχε ανοιχτό το γαλάζιο μάτι και το μαύρο κοιμόταν, την άλλη έβλεπε με το μαύρο και το γαλάζιο έμενε κλειστό. Σαν έβλεπε με το γαλάζιο, ήταν ήρεμο*, σα γάτα, τριγύριζε* ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο, χαλούσε* τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούν.

Ο Νίκος μας διηγείται ένα σωρό περιπέτειες του καπλανιού, κι όχι μόνο σε μας, αλλά και στα άλλα παιδιά, όταν πηγαίνουμε στην εξοχή το καλοκαίρι.

Μόλις ξυπνήσαμε, θυμήθηκα αμέσως πως είναι Πέμπτη, γιατί η Μυρτώ με ρώτησε:

- Δε μου θυμίζεις καμιά ε ξ υ π ν ά δ α* μου;

Η Μυρτώ είναι το κ α μ ά ρ ι* της θείας Δέσποινας. Τις Πέμπτες, η θεία Δέσποινα μας φωνάζει να κατεβούμε στο σαλόνι, όταν έρθουν οι επισκέψεις της. Τότε βάζει τη Μυρτώ να πει τις «εξυπνάδες» της (εμείς τις βαφτίσαμε έτσι).

- Λοιπόν, θα μου θυμίσεις καμιά εξυπνάδα; - ξαναρωτά η Μυρτώ.

- Πες – της λέω – που, σαν ήσουνα τεσσάρω χρονώ, ρώτησες τον δεσπότη αν κατουριότανε* απάνω του, όταν ήταν μικρός.

- Τρελάθηκες; Σήμερα θα είναι κι ο δεσπότης!

- Τότε, πες αυτό που είπες στον παππού την Κυριακή, όταν σε ρώτησε αν θέλεις κι άλλα καρύδια ή να σου πει ένα μύθο, κι εσύ είπες «Φυσικά, καρύδια, αφού ο μύθος δεν τρώγεται.»

- Κι αυτό είναι εξυπνάδα; - απόρησε η Μυρτώ.

- Φαίνεται είναι – κάνω εγώ – γιατί άκουσα τον παππού που το διηγιότανε στη θεία Δέσποινα κι εκείνη είπε: «Τι έξυπνο!»

- Καλά – συμφωνεί η Μυρτώ – μία όμως δε φτάνε*ι.

- Το βρήκα*! – φώναξα. Θυμάσαι που σαν είχε σπάσει ο μπαμπάς το πόδι του, εσύ τον ρώτησες: «Αν πεθάνεις, μπαμπά, πού θα βρίσκουμε τα λεφτά να τρώμε;»

- Ευχαριστώ, Μέλια, που μου το θύμισες, - είπε η Μυρτώ μ’ ένα ύφος*… μα τι ύφος!

Αλήθεια*, δεν είπα πως με λένε Μέλια. Ίσως γιατί ντρέπομαι λιγάκι για το όνομά μου. Όλοι με φωνάζουν Μέλια, το πραγματικό μου όμως όνομα είναι Μέλισσα. Ο παππούς ήθελε να με βγάλουν έτσι, γιατί έτσι έλεγαν τη γιαγιά. Ο παππούς λέει πως Μέλισσα ήταν μια αρχαία βασίλισσα. Μα φαίνεται πως, εκτός από τον παππού, κανείς άλλος δεν το ξέρει.

Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μας, και σαν μας είδε με τις νυχτικιές* ακόμα, έβαλε τις φωνές. Ο παππούς μας περίμενε για μάθημα.

βιτρίνα = escaparate

ολογάλανος = muy azul

γεννιέμαι = nacerse

ήρεμος = tranquilo

τριγυρίζω = deambular

χαλάω = estropear, destrozar

κατουριέμαι = mearse

δεν φτάνει = no es suficiente

το βρήκα! = ya lo tengo! (eureka)

ύφος = estilo, aire

αλήθεια = por cierto, anda, vaya

νυχτικιά / νυχτικό = camisón

εξυπνάδα = salida, ocurrencia

καμάρι = orgullo

Το απόγευμα καθόμασταν στο δωμάτιό μας και περιμέναμε τη Σταματίνα να μας φωνάξει να κατέβουμε στη σάλα. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο φουρκισμένη*.

- Τι με στέλνει – λέει – αφού κάθε φορά αρνιέται* να κατέβει!

Η θεία Δέσποινα κάθε Πέμπτη στέλνει τη Σταματίνα να πει του παππού να ’ρθει στη σάλα, μα κάθε φορά ο παππούς δεν ερχόταν.

- Σήμερα μάλιστα που θα ’ναι κι ο τράγος*! Ο παππούς σας ούτε να τον δει δε δεν μπορεί.

- Ποιος τράγος; - πεταχτήκαμε* εμείς.

- Δείτε τώρα να το ματαντέψετε* στην κυρία πως τον είπα έτσι.

Η Μυρτώ θύμωσε για τα καλά*.

- Το ξέρεις, πως εμείς δεν μαντατεύουμε!

- Καλά ντε*, - γέλασε η Σταματίνα. Είπα μόνο.

Ύστερα άρχισε να χτενίζει τη Μυρτώ. Η αδερφή μου έχει ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Είναι πολύ όμορφη. Έτσι λένε όλοι. Μοιάζει στη θεία Δέσποινα, σαν ήτανε νέα. Γι’ αυτό είναι η αγαπημένη της. Σαν* πεθάνει η θεία Δέσποινα, θα της αφήσει το σπίτι που μένουμε, που είναι τώρα δικό της. Εγώ έχω μαύρα μαλλιά και μοιάζω του μπαμπά. Μα εκείνος δεν έχει τίποτα να μου αφήσει. Μόνο τον πέτσινο* χαρτοφύλακά* του.

Όταν κατεβήκαμε στη σάλα, ήταν γεμάτη κόσμο. Ο δεσπότης καθότανε μαζί με τρεις κυρίες και παίζανε χαρτιά*. Η θεία Δέσποινα μας έγνεψε να πάμε να του φιλήσουμε το χέρι. Εμείς περιμέναμε λιγάκι, γιατί μοίραζε την τράπουλα*. Ύστερα μας το έδωσε να το φιλήσουμε, χωρίς καν* να μας κοιτάξει. Ήταν κρύο και μαλακό.

Μετά, τρυπώσαμε γρήγορα γρήγορα πίσω από τη βιτρίνα με το καπλάνι, και κανείς δεν μας θυμήθηκε πια. Συζητούσανε όλοι μαζί και φωνάζανε. Ο νομάρχης* έλεγε πως η πατρίδα κινδυνεύει και πως μόνος ο βασιλιάς δεν μπορεί να τη σώσει. Ύστερα είπε πως θα ’ρθουν οι μπολσεβίκοι. Εμάς τα παιδιά θα μας πάρουνε από τους γονείς μας και το δεσπότη θα τον κρεμάσουνε* στη μέση της πλατείας! Η κυρία νομάρχου φορούσε πάντα άσπρα πέτσινα γάντια, ως τους αγκώνες. Κουνούσε τα χέρια της κι έλεγε με ψιλή* τραγουδιστή φωνή.

- Τιιιιι φρίιικηηη! Τιιιιι φρίιικηηη!

φουρκισμένος = enfadado

πέτσινο =decuero

αρνιέμαι = negarse

τράγος = cabra (macho) / fig. el cura

(aquí) el obispo

πετάγομαι = hablar /responder rapido

μαντατεύω = traicionar (coloq)

για τα καλά = mucho (emfatizado)

ντε = exclamación (turca)

σαν = cuando (aquí) /como

χαρτοφύλακας = portafolio, cartera

παίζω χαρτιά = jugar a las cartas

τράπουλα = baraja

χωρίς καν = sin que ..

νομάρχης = gobernador civil

κρεμάω = ahorcar

ψιλή (φωνή) = chillona, aguda (voz)

Τότε κάποιος μίλησε με τόσο δυνατή φωνή, που τραντάχτηκε η βιτρίνα. Ήτανε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. Δεν είναι αυτό το όνομά του, εμείς τον βαφτίσαμε έτσι. Είναι πρόξενος* της Ολλανδίας στο νησί μας, και, σε κάθε φράση που λέει, προσθέτει: «Λοιπόν, που λέτε, στο Άμστερνταμ…» κι ας μην έχει πάει ούτε μια φορά εκεί πέρα. Εμάς μας θυμίζει το ακαταλαβίστικο* τραγουδάκι, που λέμε όταν τα «τα βγάζουμε» στο κρυφτό:

«Άμ-στρα-νταμ, πικι-πικι-ραμ,

πούρι-πούρι-ρα,

Άμ-στρα-νταμ».

- Έναν Χίτλερ, έναν Χίτλερ χρειάζεται η Ελλάδα, - ξεφώνιζε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.

Ύστερα ακούστηκε σιγανή η φωνή της μαμάς.

- Ε, όχι δα και Χίτλερ, κύριε πρόξενε!

Τότε ο μπαμπάς έγνεψε της μαμάς να σωπάσει, και η θεία Δέσποινα άρχισε να προσφέρει καφέ και γλυκό. Ο μπαμπάς μας πήρε είδηση* και μας είπε να πάμε στο δωμάτιό μας. Τα χέρια του τρέμανε, όπως όταν είναι πολύ θυμωμένος.

Εμείς τρέξαμε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο του παππού. Ήταν ανεβασμένος στη σκαλίτσα που έχει στη βιβλιοθήκη και ξεφύλλιζε* έναν α ρ χ α ί ο. Του είπαμε ότι θα κρεμάσουν το δεσπότη και το ράσο* του θ’ ανεμίζει, ότι πάρουν τα παιδιά και θα τα ρίξουν σ’ ένα λάκκο* με ασβέστη και…

- Αυτά όλα είναι κουταμάρες*, κι ας τα είπε ο νομάρχης. Δεν τους φτάνει, βλέπεις ο βασιλιάς, θένε* και χειρότερα!

- Τι χειρότερα, παππού;

Τότε ο παππούς άρχισε να μιλάει για τους αρχαίους Έλληνες, που είχαν έναν αρχηγό και τον λέγανε Περικλή, κι είχανε δημοκρατία, κι όλοι οι άνθρωποι ζούσανε καλά κι ευτυχισμένα. Γι’ αυτό κείνη η εποχή λέγεται «χρυσούς αιών του Περικλέους». Έτσι κι εμείς είχαμε δημοκρατία, μα τώρα είναι ο βασιλιάς. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι η δικτατορία… Θα ’λεγε κι άλλα ο παππούς, μα εμείς νυστάξαμε* και χασμουριόμασταν* τόσο, που μας είπε:

- Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας, κι όνειρα γλυκά!*

Την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, πριν κοιμηθούμε, η Μυρτώ είπε να πλύνουμε τα χείλια μας με σαπούνι, γιατί είχαμε φιλήσει το χέρι του δεσπότη. Ύστερα κάναμε «χου» και ρωτούσαμε η μια την άλλη: «Μυρίζω δεσποτίλα;»

πρόξενος = consul

ακαταλαβίστικος = incomprensible

παίρνω είδηση = darse cuenta

ξεφυλλίζω = hojear

ράσο = hábito (del cura)

λάκκος = hoyo

κουταμάρα = tontería

θένε =θέλουνε

νυστάζω = tener sueño

χασμουριέμαι = bostezar

όνειρα γλυκά =sueños de oro (buenas noches)

Όταν ξαπλώσαμε, η Μυρτώ μου λέει:

- Ας λέει ο παππούς για τον Περικλή του, εγώ αγαπώ τους βασιλιάδες. Η θεία Δέσποινα είπε πως, αν δεν ήτανε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η Ελλάδα θα ’τανε ακόμα σκλάβα στους Τούρκους.

- Τι λες καλέ, -θύμωσα εγώ. Ο παππούς είπε πως, αν δεν ήτανε ο Βενιζέλος, θα ’χαμε ακόμα τουρκοκρατία.

- Όχι, ο βασιλιάς!

- Ο Νίκος είπε πως όλοι οι βασιλιάδες είναι βλάκες*.

- Στα παραμύθια.

- Όχι, στ’ αλήθεια.

- Είσαι μικρή και δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

- Κι εσύ ζαβολιάρα*. Πέρσι ήσουνα βενιζελικιά, έκοβες φωτογραφίες του Βενιζέλου κι έλεγες πως ήθελες να τον είχες παππού.

- Ε, και τι μ’ αυτό; Τώρα θέλω το βασιλιά!

- Ξέχασες που, σαν ήμασταν μικρές κι ήρθε ο Βενιζέλος* στο νησί μας, στα εγκαίνια του

ταχυδρομείου, έδωσε το χέρι του στον

παππού κι εμάς μας χάιδεψε τα κεφάλια. Θυμάσαι που ύστερα τα μαλλιά μας μυρίζανε σαπούνι «Κοτικούρα», όχι δεσποτίλες*..

- Σπουδαίο πράγμα! Ο βασιλιάς θα πλένεται με τριανταφυλλόνερο και γιασεμόνερο, και θα’ χει ολόχρυση κορώνα στο κεφάλι.

Εκείνη την ώρα μπήκε η Σταματίνα να κλείσει τα παραθυρόφυλλα.

- Σταματίνα, εσύ με ποιον είσαι; Με το Βενιζέλο ή το βασιλιά;

- Με τον κακό μου τον καιρό* είμαι, - απάντησε εκείνη.

Ύστερα έκλεισε τα παράθυρα βροντώντας* τα με δύναμη κι είπε:

- Όποιος και να ’ρθει, μονάχα εμένα δε θα ρωτήσει. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δούλα κι αγράμματη θα ’μαι.

βλάκας = imbecil

ζαβολιάρα = tramposa

δεσποτίλα = la peste del obispo (desinencia -ίλα = peste, con significado negativo)

βροντάω = cerrar (la ventana) de un golpe, dar un portazo

τον κακό (μου /σου /...) τον καιρό = la leche que me /te.. dieron, la madre que me /te.. trajo /parió

Βενιζέλος (1864-1936): político griego, de la isla de Creta, dirigió la independencia de la isla y proclamó la unión con Grecia, antimonarquista, fundador y líder del partido Liberal, Primer Ministro de Grecia, elejido varias veces a partir de 1910.

3

Το μεγάλο νέο. Φεύγουμε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και τσαρδάκια*.

Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. Η ζέστη είχε αρχίσει για τα καλά. Ήταν πια 1η Ιουνίου. Τότε μάθαμε δυο πράγματα που μας έκαναν να πετάξουμε απ’ τη χαρά μας. Το ένα ήταν ότι θα φεύγαμε φέτος νωρίτερα για την εξοχή και το άλλο… ότι θα πηγαίναμε επιτέλους σε αληθινό σχολείο!! Ο κύριος Καρανάσης θα μας δεχόταν στο σχολείο του με έκπτωση.

- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω στη Μυρτώ.

Όταν μπήκαμε στο σαλόνι, στην αρχή δεν βλέπαμε τίποτα, γιατί οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν* στο σκοτάδι και τότε… τρομάξαμε* τόσο πολύ! ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Το κεφάλι του τώρα ήταν γυρισμένο προς το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Τρέξαμε στην κουζίνα.

- Ξεσκόνισες* τη βιτρίνα; Φωνάξαμε κι οι δυο στη Σταματίνα.

Μα εκείνη δεν ήξερε τίποτα.

2ο επεισόδιο

Το Λαμαγάρι

Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Λέγεται Λαμαγάρι και δεν είναι ακριβώς χωριό. Εκεί μένουνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε αποθήκες* και φυλάνε εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουν σε κάτι μικρά χαμηλά σπιτάκια από πλίθες ή από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.

Είναι και μερικά πέτρινα διώροφα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «πύργους»*, κι ας έχουν μόνο τρία δωμάτια, σαν το δικό μας. Εκεί παραθερίζουν* όσοι έχουν δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από εμάς, βέβαια, που δεν έχουμε ούτε ένα βαρέλι. Πριν από πολλά χρόνια ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, αλλά τις πούλησε, για να σπουδάσει ο παππούς και ν’ αγοράσει τους «Αρχαίους» του.

Κάθε χρόνο έρχεται ο κυρ-Αντώνης, ο βαρκάρης, με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του. Σαν τη γυναίκα του, που πνίγηκε* στη θάλασσα. Πολλές φορές ο κυρ-Αντώνης φέρνει και την κόρη του, την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.

Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Την παραμονή το βράδυ, ο μπαμπάς μας φωνάζει να μας πει τις «δέκα εντολές». Κάθε χρόνο μας λέει τα ίδια και τα έχουμε μάθει πια απέξω.

τσαρδάκι = chabola, choza, cabaña

συνηθίζω = acostumbrarse

τρομάζω = asustarse

ξεσκονίζω = quitar el polvo

αποθήκη = almacén, trastero

πύργος = torre

παραθερίζω = veranear

πνίγομαι = ahogarse

Οι «δέκα εντολές» [του μπαμπά}

1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.

2) Να μην περπατάμε ξυπόλυτες*.

3) Να μην μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.

4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα.

5) Να μην τρώμε άγουρα* φρούτα.

6) Να μην τρώμε άπλυτα* σταφύλια.

7) Να μην μπαίνουμε στις βάρκες χωρίς μεγάλους.

8) Να μην σκαρφαλώνουμε* στα βράχια.

9) Να μην πηγαίνουμε πιο μακριά απ’ όσο ακούγεται η φωνή της θείας Δέσποινας.

10) Να μην τσακωνόμαστε.

Εμείς τις ακούγαμε και λέγαμε: Ναι μπαμπά.

Μα, σα φτάναμε στο Λαμαγάρι, τα ξεχνούσαμε όλα. Οι δέκα εντολές εφαρμόζονται* μόνο τα Σαββατοκύριακα. Αυτές τις μέρες τις λέμε «η α π ε λ π ι σ ί α* μας».

Η «Κρυσταλλία» φάνηκε από μακριά. Σε λίγο, δίπλα στον κυρ-Αντώνη ξεχωρίσαμε μια κόκκινη κουκίδα. Ύστερα ακούστηκαν μακρινές φωνές από τη θάλασσα.

- Μυρτώωωω! Μέλιαααα!

- Άρτεμηηηηη!

Η Άρτεμη είναι ένα χρόνο πιο μεγάλη από μένα κι ένα χρόνο πιο μικρή απ’ τη Μυρτώ. Έτσι την έχουμε φίλη κι οι δυο μας. Δεν έχει πάει ποτέ της σχολείο κι ο κυρ-Αντώνης δεν ξέρει γράμματα για να της μάθει. Ξέρει όμως ένα σωρό πράγματα η Άρτεμη: πώς λένε το κάθε ψάρι, ως και κάτι μικρούτσικα ακόμα, τι δόλωμα* θέλει το καθένα, πού έχει πεταλίδες, πού πάνε τα γαριδάκια. Ψαρεύει μόνη της, ως και χταπόδια*. Κι αν την άφηνε ο κυρ-Αντώνης, θα μπορούσε και βάρκα με πανί να μανουβράρει*.

Μόλις μπήκαμε στη βάρκα, αρχίσαμε τα αγκαλιάσματα.

-Τι κάνει το καπλάνι; Ψιθύρισε* η Άρτεμη.

Τότε εμείς τα είπαμε όλα, πώς γύρισε κατά τη θάλασσα.

Στο μουράγιο* ήταν μαζεμένα τα παιδιά. Ο Νώλης, ο Οδυσσέας και η μικρούλα Αυγή. Ξεφώνιζαν όλα μαζί.

Στον «πύργο» μάς περίμενε η Σταματίνα. Είχε έρθει μία μέρα πριν, να καθαρίσει το σπίτι. Γρήγορα γρήγορα βγάλαμε τα πέδιλά μας. Η Μυρτώ μάλιστα έδωσε μια στο δικό της, που πήγε και στάθηκε σ’ ένα ράφι.

- Πάνε κι οι δέκα εντολές του μπαμπά, λέει.

ξυπόλυτος = descalzo

άγουρος = inmaduro, verde

κουκίδα = punto

μουράγιο = rompeolas, dique, muelle

άπλυτος = no labado

σκαρφαλώνω = escalar

εφαρμόζω –ομαι = ajustar/se, seguir una regla

απελπισία = desesperación

δόλωμα = cebo

χταπόδι = pulpo

μανουβράρω = maniobrar (una barca)

ψιθυρίζω =susurar

Τα παιδιά μάς περίμεναν κάτω «στ’ αμπέλι* του παππού», καθισμένα πάνω στη μεγάλη μυγδαλιά*. Τ’ αμπέλι του παππού δεν έχει σταφύλια*. Είναι σπαρμένο ντοματιές κι ο παππούς το σκάλιζε και το πότιζε μόνος του. Στη μέση έχει μια τεράστια μυγδαλιά. Σκαρφαλώσαμε κι εμείς στο δέντρο κι αρχίσαμε τα χοροπηδητά. Τα κλαδιά ανεβοκατέβαιναν σαν κούνια.

η Πιπίτσα ή ο μεγάλος μπελάς*

- Έρχεται, έρχεται! Φώναξε ο Νώλης ξαφνικά, κι όλοι γυρίσαμε το κεφάλι.

Ήταν η Πιπίτσα, ένα άλλο κοριτσάκι από τη Χώρα*, που μένει κι αυτή σε «πύργο». Πιπίτσα!! Μα μπορεί να υπάρξει πιο γελοίο* όνομα; Δεν τη χωνεύουμε* καθόλου. Ο μπαμπάς της έχει όλες τις αποθήκες του κρασιού δικές του. Είναι σαν κι εμένα στα χρόνια, αλλά ούτε κολύμπι δεν ξέρει. Την έχουμε βγάλει «μεγάλο μπελά», γιατί όπου πάμε η μαμά της μας τη φορτώνει. Είναι χοντρή χοντρή σαν βαρελάκι κι έχει ψιλή ψιλή κλαψιάρικη* φωνή.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; -παραπονέθηκε στη Μυρτώ και σε μένα, όταν ήρθε κοντά.

- Γιατί δεν ήρθατε να με δείτε; -την κορόιδεψε* ο Οδυσσέας και κάνει τη φωνή του ίδια σαν της Πιπίτσας.

- Καλά, -τσιρίζει* εκείνη- κοροϊδεύετε εσείς κι εγώ δε θα σας βάλω στη βαρέλα.

Στη βαρέλα!!! Μεμιάς πηδήξαμε όλοι από το δέντρο κάτω. Από πέρσι την παρακαλούσε ο Νώλης να ζητήσει απ’ τον μπαμπά της ένα παλιό βαρέλι του κρασιού. Έλεγε πως μπορούσε να πλέει σαν αληθινή βάρκα.

- Μαρή*, δε λες ψέματα; -ρωτάει ο Νώτης.

- Να νεκροφιλήσω τη μαμά και τον μπαμπά – λέει η Πιπίτσα και φιλάει σταυρό τα χέρια.

Όλο τέτοιες σαχλαμάρες λέει, γι’ αυτό δεν τη χωνεύουμε. Δε λέει σαν όλα τα παιδιά «λόγω τιμής»*. Μετά τη ρωτούσαμε πού είναι η βαρέλα, πόσο μεγάλη είναι και τέτοια.

- Είναι στην αποθήκη μας. Ο μπαμπάς είπε πως και τώρα, αν θέλουμε, μπορούμε να την πάρουμε.

Μόλις όμως κάναμε να ξεκινήσουμε, μας σταμάτησε.

μπελάς (παιδί) = latazo (para un niño), lata, rollo μαρή = interjección (delante de un nombre de pila)

αμπέλι = viña, vid

(α)μυγδαλιά = almendro

σταφύλι = uva

Χώρα = pueblo capital de una isla griega

γελοίος = ridículo

δεν χωνεύω (κάποιον) = no tragar a alguien

κλαψιάρικος = llorón, quejica

κοροϊδεύω = reirse de, burlarse de

τσιρίζω = chillar

λόγω τιμής = palabra de honor

- Θα με ξανακοροϊδέψετε; Αλλιώς* δεν πάμε πουθενά.

- Όοοοχι, όοοοοχι! – φωνάζουμε όλοι μαζί.

- Ορκιστείτε!

- Ορκιζόμαστε*!

- Όχι, όχι έτσι. Να πείτε: να μας δεις με τη γλώσσα κρεμασμένη και τ’ άντερα* χυμένα έξω!

- Τέτοιες σαχλαμάρες δε λέμε. Μη μας δώσεις την ψωροβαρέλα σου – είπε ο Νώλης.

- Κι όλο το καλοκαίρι μην έρθεις να μας παρακαλέσεις να σε παίξουμε – την απείλησε η Μυρτώ.

- Θα σου βάλουμε και τσούχτρα* στην πλάτη – φωνάζει ο Οδυσσέας.

- Καλέ, δεν την παρατάτε! – λέει η Άρτεμη.

- Καλά – κλαψουρίζει η Πιπίτσα – πέστε μόνο «λόγω τιμής».

η βαρέλα

Είχε δίκιο ο Νώλης. Έπλεε σαν αληθινή βάρκα η βαρέλα. Έγινε όμως ένας καβγάς! Γιατί η βαρέλα χωρούσε* μόνο τρεις. Εγώ μπήκα μόνο μία φορά κι ύστερα βαρέθηκα να περιμένω να ‘ρθει πάλι η σειρά μου. Έδωσα μια βουτιά … Το πρώτο μπάνιο φέτος. Τι όμορφα που είναι να κολυμπάς! Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο όμορφη θάλασσα στον κόσμο από τη θάλασσα του Λαμαγαριού. Πότε γίνεται πράσινη και πότε γαλάζια, αλλού έχει άμμο κι αλλού χρωματιστά βότσαλα*, και τα πεύκα* φτάνουν ως το ακρογιάλι*. Και να σκεφτείς πως υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν και πέθαναν και δεν είδαν ποτέ τους θάλασσα. Δεν είδαν ποτέ τους το Λαμαγάρι...

Στην ακρογιαλιά τα παιδιά ήταν μαζεμένα και κοίταζαν ένα τεράστιο ψόφιο* ψάρι. Η Άρτεμη έλεγε πως ήταν δελφίνι*. Φωνάξαμε τον παππού.

- Βέβαια και είναι δελφίνι – είπε ο παππούς. Και ύστερα μας διηγήθηκε την ιστορία του δελφινιού και του Αρίωνα. Ο Αρίωνας ήταν τραγουδιστής - στα αρχαία χρόνια, φυσικά - και ταξίδευε με ένα καράβι. Οι ναύτες ήθελαν να του κλέψουν ό,τι είχε και να τον πετάξουν* στη θάλασσα. Εκείνος τους παρακάλεσε να τον αφήσουν μόνο να τραγουδήσει. Πήρε την κιθάρα του, τραγούδησε και ύστερα έπεσε* στη θάλασσα. Ένα δελφίνι όμως που περνούσε τόσο μαγεύτηκε* απ’ το τραγούδι του, που τον πήρε στη ράχη του και τον έβγαλε στη στεριά. Η στεριά αυτή ήταν το νησί μας.

- Κι έτσι, να το ξέρετε – λέει ο παππούς – ο πρώτος κάτοικος του νησιού μας ήταν ο Αρίων.

αλλιώς = si no (aquí)

ορκίζομαι = jurar

άντερo /έντερo = tripa

τσούχτρα = medusa

χωράω = caber

βότσαλο = china

πεύκο = pino

ψόφιος = muerto ( para animales)

δελφίνι = delfín

πετάω (ρίχνω) = tirar, echar

πέφτω = caerse

μαγεύω –ομαι = embrujar/se, encantar/se

Η Άρτεμη το ήξερε πως στα δελφίνια αρέσει η μουσική. Μια μέρα τα είδε που έτρεχαν πίσω από ένα κότερο* απ’ όπου ακούγονταν κιθάρες και τραγούδια.

Ο Νώλης καβαλίκεψε* το ψόφιο δελφίνι κι άρχισε να τραγουδάει. Είχε τόσο ωραία φωνή! Ο Νίκος έχει υποσχεθεί* στον Νώλη, αν δεν είναι τόσο σκούρα τα πράγματα, θα τον πάρει στην Αθήνα, να τον στείλει στο σχολείο και στο Ωδείο.

Σκούρα τα πράγματα

Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους τους μεγάλους, κι όλο λένε «σκούρα τα πράγματα». Κάθε βράδυ που γύριζε ο μπαμπάς από τη δουλειά, ο παππούς τον ρωτούσε:

- Τι νέα;

- Σκούρα τα πράγματα – έλεγε ο ο μπαμπάς.

- Δεν πιστεύω να πάνε για δικτατορία; - ξαναρωτούσε ο παππούς.

- Πολύ σκούρα σας λέω – απαντούσε ο μπαμπάς.

- Ο βασιλιάς δεν θα το επιτρέψει* – έμπαινε στην κουβέντα η θεία Δέσποινα.

Τότε οι μεγάλοι αρχίζουν να τσακώνονται χειρότερα από μας, όταν μαλώνουμε για το ποιος θα πρωτομπεί στη βαρέλα. Όταν ρωτήσαμε τον παππού τι θα πει «σκούρα τα πράγματα», μας είπε πως θα πει ότι η Δημοκρατία πέθανε. Όχι εκείνη του χρυσού αιώνα του Περικλή, αλλά η σημερινή.

Έτσι, όταν η γάτα μας γέννησε* δύο γατάκια, το ένα σκούρο σκούρο γκρίζο και το άλλο άσπρο, τα βγάλαμε με τη Μυρτώ Σκούρα και Δημοκρατία. Ο παππούς γέλασε πολύ, όταν του το είπαμε, η θεία Δέσποινα όμως θύμωσε.

- Εμείς φταίμε, που κάνουμε συζητήσεις μπροστά στα παιδιά!

Οι μεγάλοι μας τα μπέρδευαν* περισσότερο. Έτσι γίνεται σχεδόν πάντα. Ένα μονάχα καταλάβαμε, πως, αν δεν είναι σκούρα τα πράγματα, ο Νίκος θα πάρει τον Νώλη μαζί του.

Τι δεν κάναμε την πρώτη μέρα στο Λαμαγάρι! Μαζέψαμε κοχύλια, καβούρια, αχινούς. Έτσι, το βράδυ δεν κρατιόμασταν απ’ τη νύστα*, όταν μας είπε η θεία Δέσποινα «εμπρός, πλύντε τα πόδια σας». Τότε, πολύ θα θέλαμε να ήμασταν σαν τα άλλα παιδιά από τα τσαρδάκια, που ξάπλωναν έτσι όπως ήταν, πάνω σε μια κουρελού*. Μ’ αυτό ξενυστάξαμε κι όταν ξαπλώσαμε, αρχίσαμε τον καβγά με τη Μυρτώ για το πώς θα βγάλουμε* τη βαρέλα. Εγώ ήθελα να την πούμε «Δαβίδ Κόπερφιλντ» κι η Μυρτώ δεν συμφωνούσε.

κότερο = yate

καβαλικεύω = montar

υπόσχομαι = prometer

επιτρέπω =permitir

γεννώ = dar a luz

μπερδεύω = liar, confundir

δεν κρατιέμαι από τη νύστα = no aguantar de sueño,

quedarse frito

κουρελού = jarapa

βγάζω = (εδώ) ονομάζω = llamar (aquí), (nombrar)

- Γιατί; -επιμένω εγώ. Είναι τόσο όμορφο! Θα το γράψουμε με κόκκινη μπογιά και…

- Ούτε να το πεις στα παιδιά –λέει η Μυρτώ – γιατί θα γίνεις ρεζίλι*.

Τότε αρχίσαμε να φωνάζουμε τόσο δυνατά, που ανέβηκε πάνω ο παππούς να δει τι τρέχει*.

- Οι αρχαίοι έλεγαν «θυμού κράτει» - μας λέει. Που θα πει, να κρατάς το θυμό σου. Όταν θυμώνει η μια με την άλλη, να μετρά ως το δέκα, πριν απαντήσει, και τότε ο θυμός θα περνάει.

Βγήκε ο παππούς, αλλά η Μυρτώ συνέχιζε.

- Πώς τη βρήκες τέτοια σαχλαμάρα!

- Ένα … δύο …τρία … - μετράω μέσα μου.

- Ως κι η μικρούλα η Αυγή θα γελάσει.

- Τέσσερα … πέντε …έξι …

- Βέβαια, τι να πεις; Δεν απαντάς!

- Εφτά … οχτώ … εννιά …

Η Μυρτώ μου πετάει το μαξιλάρι της. Η κόχη του με βρήκε στο μάτι. Ύστερα σου λέει ο παππούς «θυμού κράτει» και μέτρα ως το δέκα. Σηκώθηκα και της έδωσα μια τσιμπιά, εκείνη μια κλοτσιά, μετά πλαγιάσαμε στα κρεβάτια μας. «ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ» είπαμε και οι δύο.

Σε λίγο όμως ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της Μυρτώς.

- ΕΥ-ΠΟ! Αρίωνα να βγάλουμε τη βαρέλα.

- ΕΥ-ΠΟ, Αρίωνα – λέω κι εγώ. Και με πήρε ο ύπνος*.

γίνομαι ρεζίλι = quedarse en ridículo

τι τρέχει; = ¿qué pasa?

με (σε /τον /την /..) παίρνει ο ύπνος = empezar a quedarse dormido

ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ

ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ

Επεισόδιο 1ο

Κεφάλαιο 1 και 2

1. Τι κάνουν τα κοριτσάκια στην πρώτη σκηνή, στο παράθυρο;

α) μαλώνουν β) μετρούν τις σταγόνες της βροχής γ) λένε ιστορίες για το καπλάνι

2. Τι μέρα είναι; Πώς αισθάνονται οι μικρές;

Είναι …………………….. και οι μικρές ………………………….

3. Τι τραγουδούσε ο παππούς;

α) έψελνε με βυζαντινές νότες β) ένα τραγούδι για τη βροχή γ) ένα τραγούδι αρχαίο ελληνικό

4. Ποια ιστορία αφηγείται ο παππούς στις εγγονές του;

……………………………………………………………………………………………………….

5. Τι φαντάζεται η Μέλισσα;

α) ότι περνάει β) ότι πατάει γ) ότι πετάει

6. Τι ρωτάει η Μέλισσα στα παιδιά του κόσμου;

α) αν……………………………………………………………………………………………………

β) αν……………………………………………………………………………………………………

7. Τα γεγονότα της ιστορίας που διαβάζουμε /παρακολουθούμε συμβαίνουν το έτος ………………...

8. Ο παππούς λέει στη Μυρτώ ότι είναι

α) εγωίστρια β) ειλικρινής γ) αθώα

9. Τι ρωτά μετά ο παππούς τη Μυρτώ;

α) την προπαίδεια β) την ιστορία του Ίκαρου γ) γραμματική

10.Γιατί θύμωσε ο παππούς με τη Μυρτώ;

Γιατί η Μυρτώ επέμενε …………………………………………………………….………………….

Ο γανωτής

Σταματίνα και κυρ-Παντελής

Η Μυρτώ πέφτει στη σκάλα. Η αδερφή της της λέει ένα αστείο, την πειράζει

α) ότι δεν έμαθε την προπαίδεια β) ότι μόλις έμαθε την προπαίδεια πέταξε κιόλας

γ) ότι πρέπει να μάθει την προπαίδεια, αν θέλει να πετάξει

11. Σε ποια τάξη πηγαίνουν τα κορίτσια;

Η Μυρτώ πηγαίνει στην ……………………… και η Μέλια στη …………………….

12. Τι είναι το καπλάνι;

……………………………………….

13. Πού βρίσκεται;

……………………………………….

14. Τι παράξενο έχει;

………………………………………………………………………………………………………..

15. Οι μεγάλοι στο σαλόνι μιλάνε για

α) το ποδόσφαιρο β) την αγορά γ) την πολιτική

16. Λένε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει από

α) τους κλέφτες β) το βασιλιά γ) τους μπολσεβίκους

17. Ο Πικιπικιράμ λέει ότι την Ελλάδα θα τη σώσει

α) ο βασιλιάς β) οι πολιτικοί γ) ένας Χίτλερ

18. Ποιον υποστηρίζει η Μυρτώ;

Το(ν) ………………………….

19. Ποιον υποστηρίζει η Μέλια;

Το(ν) ………………………….

20. Ποιον υποστηρίζει η Σταματίνα;

α) το βασιλιά β) τον Βενιζέλο γ) κανέναν

Επεισόδιο 2ο

Κεφάλαιο 3

1. Ποιο σπουδαίο νέο έμαθαν τα δυο κορίτσια; - Έμαθαν

α) ότι θα πήγαιναν στο ιδιωτικό σχολείο β) ότι δεν θα πήγαιναν στην εξοχή γ) ότι το καπλάνι γύρισε στη βιτρίνα

2. Πού πηγαίνουν εξοχή; Είναι πόλη ή χωριό;

.………………………………………………………………………………………………………...

3. Τι είναι οι «πύργοι». ……………………………………………………………………………

4. Πού μένουν οι φτωχοί του Λαμαγαριού;

………………………………………………………………………………………………………….

5. Ο παππούς έχει αποθήκες κρασιού;

………………………………………………………………………………………………………….

6. Σωστό ή Λανθασμένο;

Ο κυρ-Αντώνης είναι θείος της Άρτεμης. ____

Η Άρτεμη είναι η καλύτερη φίλη που έχουν στο Λαμαγάρι. ____

Η μητέρα της έχει πεθάνει. ____

Τη βάρκα τους τη λένε «Φωτεινή». ____

Οι γονείς των παιδιών δεν πηγαίνουν στο Λαμαγάρι μαζί με τα παιδιά. ____

7. Οι 10 εντολές είναι:

α) εντολές της θείας Δέσποινας, που λένε τι πρέπει να κάνουν στην εξοχή.

β) εντολές του πατέρα, που λένε τι δεν πρέπει να κάνουν στην εξοχή. γ) εντολές του Θεού.

8. Τις 10 εντολές τις τηρούσαν τα κορίτσια

α) όλο το χρόνο. β) μόνο το καλοκαίρι. γ) μόνο τα σαββατοκύριακα του καλοκαιριού.

9. Ποιοι είναι οι φίλοι των κοριτσιών στο Λαμαγάρι;

………………………………………………………………………………………………………….

10.Τα παιδιά κανονίζουν να συναντηθούν

α) στη θάλασσα. β) στο σπίτι του Νώλη. γ) στο αμπέλι του παππού.

11.Το αμπέλι έχει α) αμπέλια. β) ντοματιές. γ) τίποτε.

12.Τι είναι ο «μεγάλος μπελάς»; ……………………………………………………………………

13.Πώς ορκίζονται τα παιδιά; - Λένε

α) «μα το Θεό». β) «να μη σώσω». γ) «λόγω τιμής».

14. Τι σημαίνει «σκούρα τα πράγματα»; Σημαίνει

α) ότι σκοτεινιάζει β) ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. γ) ότι η γάτα γέννησε ένα σκούρο γατί.

15. Ο Νώλης θα σπουδάσει στο ωδείο

α) οπωσδήποτε. β) αν θελήσει ο Νίκος. γ) αν δεν θα είναι σκούρα τα πράγματα.

16. Πώς αποφάσισαν να ονομάσουν τη βαρέλα; …………………………………………

23 Οκτωβρίου 2003

ΣΧΟΛΙΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τάσος Χατζηαναστασίου: Το ότι έχεις κάνει πολύ δουλειά είναι φανερό. Αυτό δε που μου αρέσει είναι το γεγονός ότι παρότι έχεις πολύ μεγάλη διδακτική εμπειρία εξακολουθείς να πειραματίζεσαι, να αμφιβάλλεις και να τολμάς καινοτόμες διδακτικές επιλογές. Και ξέρω ότι δεν ζητάς ταπεινά τη γνώμη μας από κακώς εννοούμενη μετριοφροσύνη αλλά με ειλικρίνεια και πραγματική αγωνία. Αυτό που έχω να παρατηρήσω εγώ είναι η έλλειψη κάποιας δημιουργικότερης εργασίας για τους φοιτητές με αφορμή το "Καπλάνι". Για παράδειγμα έχεις τις ασκήσεις πολλαπλών επιλογών που βοηθούν στον έλεγχο της κατανόησης αλλά δεν αποτελούν δημιουργική εργασία, όπως το να συντάξουν την περίληψη ή το να φτιάξουν μια δική τους ιστορία με αφορμή κάποιο απόσπασμα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στην τάξη σε κάποιο δίωρο και θα μπορούσε να γίνει αν δουλέψουν σε ομάδες ή σε ζευγάρια με τη δική σου επίβλεψη και βοήθεια. Συγγνώμη, που σου κάνω υποδείξεις, απλώς έτυχε να ασχοληθώ με τη διδακτική μεθοδολογία όταν έκανα το μάθημα της διδακτικής άσκησης στη Φιλοσοφική του Ρεθύμνου, πάλι ως αποσπασμένος, κι έτσι τα έχω πρόσφατα. Αναζητώ κι εγώ την ανατροφοδότηση της διδασκαλίας μου. Σύντομα θα στείλω κι εγώ δείγμα της νέας μου δουλειάς και θα περιμένω τα δικά σου σχόλια.

Αρετή Πότσιου:Ελήφθη, θα κάνω κάτι τέτοιο, μόνο να κυλήσει λίγο ακόμη το έργο, να φτάσουμε και σε κάποια σημεία με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιπλέον να μπορώ να διαθέσω και τη διδακτική ώρα που θα χρειαστεί. Δεν κατάλαβα, δεν πρέπει να πειραματιζόμαστε - σιγά τον τρομερό πειραματισμό δηλαδή - και να αμφιβάλλουμε; Με πειράζεις; Μπα, εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται την να έχω ποτέ, την απόλυτη σιγουριά εννοώ. Ούτε κάτι μου φαίνεται ποτέ εντελώς δεδομένο στη διδασκαλία. Άλλωστε πώς θα παίρνουμε ιδέες; Τόσα πράγματα μπορεί να προκύψουν, μόνοι τι να πρωτοσκεφτούμε; Ποιος δεν το έχει ανάγκη από μας; Η ανταλλαγή πάντα βγάζει ποικιλία. Να, η πρόταση με τη δική τους ιστορία είναι γλύκα. Και μένα είχαν αρχίσει να με ενοχλούν οι ασκήσεις στο ίδιο στιλ, κι ας είναι ανάγκη να συνεχίσω και με τέτοιου είδους για λόγους πρακτικούς. Όσο για πείρα κι αυτοπεποίθεση, εντάξει, δεν λείπει από κανένα μας, αλλά και τι μ' αυτό;

Άντε, λοιπόν, πάμε γι' άλλα.

© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα