Πρόσφατα άρθρα

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

Hyperion or the hermit in Greece

Concept, dramaturgy and performance by Dimitra Kreps

Hyperion or the hermit in Greece

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Seferis uses the mythical method in his poetry to allude to and comment upon social and political issues in Greece in his lifetime. Before discussing his poetry, it is important to define what is meant by Seferis’ mythical method. This method can be described as allusive, as although Seferis does make direct references to myth he does so in inventive ways, for example by using narrative space, symbols and characters to evoke Greek myths.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

stuident Name: Joseph Watson Module Lecturer: Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps Date of Submission: 11/01/2016

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

«Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

This essay aims to examine the manner in which homoerotic love is expressed in Constantine Peter Cavafy’s erotic poetry.Initially, it will provide a brief introduction entailing contextual information. Subsequently, this essay will bestow an intricate analysis of his erotic poems, with a particular focus on elucidating recurrent themes pertaining tohomoerotic love. The analysis will explore both the formal and thematic constituents of Cavafy’s erotic poetry, accompanied by a pervading extraction of deeper meaning.This examination will be enhanced utilising relevant secondary literature. The primary source that consists of the poems to be discussed in this essay derives from a digital anthology that comprises Cavafy’s ‘Recognised’, ‘Denounced’, and ‘Hidden’ poems

 «Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Within the vast poetry collection of Constantine Cavafy, arguably, a pattern of recurring tropes emerges, offering the readers an in depth understanding of what defines his artistry. The poems that I have chosen for this essay being Young Men of Sidon, Alexandrian Kings and Kaisarion, from his book The Collected poems. One might say that they serve as an example of Cavafy’s gravitation towards an array of literary devices such as theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood and flashbacks, one might say that they create a narrative that extends beyond the individual poems, inviting us to explore the timeless themes captured by Cavafy.

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

This essay examines that metaphor in the context of the political and war situation at the time Lysistrata was first performed. It considers traditional gender roles in the fifth-century Greek polis and Lysistrata’s inversion of those roles in her weaving analogy. Aristophanes’ comedic purpose in the weaving speech, in Lysistrata as a whole, and more generally across his corpus is examined. In addition, some observations are made about the sound pattern of Lysistrata’s speech and, in a personal argument, a speculative suggestion is advanced that the audience might have associated her cadences with the familiar rhythms of a domestic weaving loom.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Yannis Ritsos' "Moonlight Sonata" is a poignant and emotionally charged poem that presents a deeply intimate monologue of a woman speaking to a silent young man. The setting is night, with the moonlight casting a dreamlike atmosphere over the scene. The woman's confession, filled with personal revelations, memories, and emotions, evokes a variety of sentiments in the reader and provokes a complex response.

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Yannis Ritsos is widely regarded as one of the most significant figures in contemporary Greek poetry. He managed to revolutionise the idea of a dramatic monologue and create not just beautiful poetry, but also a multifaceted art form that has depth on psychological, social, and philosophical levels throughout all of his publications. The dramatic monologue form was popularised by Victorian poets such as Robert Browning, but Ritsos revitalised it and many poets to this day still use his style as inspiration. His ability to construct identities and characters that the reader can genuinely sense and almost experience is skilful.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Ελύτης: Το άξιον Εστί, Η Γένεσις - Φλώρα Μόλχο

Ο ΕΛΥΤΗΣ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΛΥΤΗ

“ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ”

Η ΓΕΝΕΣΙΣ



ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως  Και η ώρα η πρώτη

που τα χείλη ακόμη στον πηλό

δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου

Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί

Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα

γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες

κάτω απ’τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες

Εκεί μόνος αντίκρισα

τον κόσμο

κλαίγοντας γοερά

Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα

Είδα τότε θυμάμαι

τις τρείς Μαύρες Γυναίκες

να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή

Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν

λίγο-λίγο σβήνοντας

δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων

Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου

πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και

αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες  πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’τον ουρανό

Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε

πάνω απ’το λίκνο μου

ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν

τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων :

“Εντολή σου, είπε, αυτός ο κόσμος

και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι

Διάβασε και προσπάθησε

και πολέμησε” είπε

“Ο καθείς και τα όπλα του” είπε

Και του χέρια του άπλωσε  όπως κάνει 

νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.

Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη

και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας

οι Εφτά Μπαλτάδες

κατά πώς η Καταιγίδα

στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει

απαρχής πάλι ένα πουλί

καθαρό παλιννοστούσε  το αίμα

και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου

Τόσο εύλογο το Ακατανόητο

Ύστερα και οι άνεμοι όλης της φαμίλιας μου έφτασαν

τ’αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα

και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες

και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί

οστρακόδερμοι γενειοφόροι

Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα

και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά

Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες

Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε

ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη

                                          ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.





ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος

με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές

γραμμές

ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα

και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές

μία μέσα στην άλλη

στεριές μεγάλες που ένιωσα

να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

Τόσο ήταν αλήθεια

που πιστά μ’ακολούθησε το χώμα

έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο

και αλλού με πολλές μικρές πευκοβελόνες

Ύστερα πιο νωχελικά

οι λόφοι οι κατωφέρειες

άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση

τα λαγκάδια οι κάμποι

κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί

δυνατές πολύ παρορμήσεις

Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί

κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό :

ο Όλυμπος, ο Ταϋγετος

“Κάτι που να σου σταθεί βοηθός

και αφού πεθάνεις” είπε

Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές

κι απ’τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο

ένα γύρο σ’όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια

Εκεί μόνος απίθωσε

κρήνες λευκές μαρμάρινες

μύλους ανέμων

τρούλους ρόδινους μικρούς

και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες

Αρετή με τις τέσσερεις ορθές γωνίες

Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου

γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες

αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες

σα να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας

και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια

“Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις” είπε

και στροφή γύρω του κάνοντας μ’ανοιχτές παλάμες έσπειρε

φλόμους κρόκους καμπανούλες

όλων  των ειδών της γης τ’αστέρια

τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής

και υπεροχή και δύναμη

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !





ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα ή μουσική

που κινούσα σε ξάγναντο να βγω

(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα

με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)

πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα

και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας

και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ’ουρανού

Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλλο

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα

και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’εικόνα και ομοίωσή μου :

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος

“Κάθε λέξη κι από’να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος” είπε

Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως

κι ελαφρό ν’απλώνεται στον ύπνο σου

και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις

όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου

αλλά λίγο το νερό

για να το’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ’ακριβό του τ’όνομα

φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις πού ν’απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα

και πλατύς επάνου ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη

                                          ΑΥΤΟΣ

                                          ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !





“ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ αυτόν ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις”

είπε : Κοίταξε !  Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά

γρηγορώτερα τρέχοντας κι από βροχή

τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα

Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες

Η σιγή που εκχέρσωνα για ν’αποθέσω

γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά

Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου

τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο

άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα :

Να το σπαράγγι να ο ριθιός

να το σγουρό περσέμολο

το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι

ο στύφνος και το μάραθο

Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’αρθρώσω

“Εύγε, μου είπε, και ανάγνωση γνωρίζεις

και πολλά μέλλει να μάθεις

αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις

Και μια μέρα θά’ρθει βοηθούς ν’αποκτήσεις

Θυμήσου :

τον αγχέμαχο Ζέφυρο, το ερεβοκτόνο ρόδι

τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά”

Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά

Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας

αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια

και μικρά και τετράγωνα

με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο

Κάτω απ’την κληματαριά ώρες εκεί ρέμβασα

με μικρά-μικρά τιτυβίσματα

κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα :

Να το πιπίνι να το λελέκι

να το γυφτοπούλι

ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα

ήταν και ο μπόμπιρας εκεί

και το αλογάκι που λεν της Παναγίας

Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο

και πάλι δύο οι θάλασσες

και η τρίτη ανάμεσα- λεμονιές κιτριές μανταρινιές-

και ο άλλος μαϊστρος με τ’απάνω του αψηλό μπογάζι

αλλοιώνοντας τ’οζόνιο τ’ουρανού

Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα

η τριβίδα η λεία

τ’αυτάκια των ανθών

κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !



Ύστερα και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρων

Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά

και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο

κει που κοιμόμουνα με το’να πλάι

λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς

Και είδα

Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο

με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών

και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες

να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα

και άλλες γράφοντας με κιμωλία

λόγια παράξενα, αινιγματικά :

ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ

ΟΛΗΙΣ, ΑΪΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ

 μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων

ή άλλα λόγια του Ιουλίου

Σημαίνοντας οι έντεκα

πέντε οργιές του βάθους

πέρκες γοβιοί σπάροι

με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές

Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους

και σταυρούς θαλάσσης

και λιγνές αμίλητες ανεμώνες

και πιο ψηλά στα χείλη του νερού

πεταλίδες τριανταφυλλιές

και μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες

“Ακριβά λόγια, μου είπε, όρκοι παλαιοί

που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων”

Και σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο

κει που κοιμόμουνα με το’να πλάι

δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι

και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα

Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων

και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

ΑΥΤΟΣ

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !



“ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα, είπε

Πριν από την καρδιά σου θά’ναι αυτή

και πάλι αυτή θ’ακολουθήσει

Τούτο μόνο να ξέρεις :

Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή

καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει”

Και ψηλά πολύ πάνω απ’τα κύματα

έστησε τα χωριά των βράχων

Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός

άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές

με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σα χαλαζίας

Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα

χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει

Στα χαρτιά σκυφτός και στα  βιβλία τ’απύθμενα

με σκοινί  λιανό κατεβαίνοντας

νύχτες και νύχτες

το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση

του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα

Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση

Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή

και ο κλήρος έπεσε στις βροχές

κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια

έτρεξα σαν τρελός

στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα

να δαγκάσουνε οι πνοές

“Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή

στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου”

Και τα χέρια του άπλωσε  όπως κάνει

γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη

Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές

αλλ’αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε

μέντα λεβάντα λουίζα

και μικρές πατημασιές αρνιών

ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας

οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα

Υπαρκτή γυναίκα

“Η αγνότητα, είπε, είναι αυτή”

και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα

φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο

Τρικύμισα

όπως κάβος πάτησα βαθιά

που αέρα πήρανε οι σπηλιές

Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή

γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα

και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο

ν’ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός

Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’τον ουρανό

ψιθύρισε όταν ρώτησα :

-Τι το καλό ; Το το κακό ;

-Ένα σημείο Ένα σημείο

και σ’αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις

κι απ’αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος

κι απ’αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων

-Ένα σημείο Ένα σημείο

και σ’αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις 

ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια

Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε

να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε

ΑΥΤΟΣ 

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας !

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

Δείχτης ήμουν εγώ

Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη

ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

Μακρινές αστεροπές της Ίριδας- 

“Όλα τούτα καιρός της αθωότητας

ο  καιρός του σκύμνου και του ροδαμού

ο πολύ πριν την Ανάγκη” μου είπε

Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το ’να δάχτυλο

Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι

Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε

“Για να βλέπεις, είπε, από μέσα

στο κορμί σου

φλέβες, κάλιο, μαγγάνιο

και τ’αποτιτανωμένα

παλαιά κατάλοιπα του έρωτα”

Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου

ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου

μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως

η φωνή του γκιώνη

κάποιου που είχε σκοτωθεί

το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο

Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου

μυστικά να διαβαίνουνε

φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα

Τ’άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά

Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ’τα κύματα

στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων

Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον

που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ

τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν’ανεβαίνει

μια φοράν ακόμη

Μια φοράν ακόμη

στα νερά της Γέρας ν’ακουμπά τα δάχτυλα

και τα πέντε ν’ανάβουνε χωριά

ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος

ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός

εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.

“Αλλά τώρα, είπε, η άλλη σου όψη

ανάγκη ν’ανεβεί στο φως”

και πολύ πριν με το νου μου βάλω

ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου

Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει

με τα χέρια εμπρός του

σκύβοντας

τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη

και στο σώμα του ανθρώπου:

το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενο

το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση

το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση

το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του Άλλου

Και η Νύχτα πανσές

παλιάς

πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης

με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά της κόπρου

πήρε μέρος μέσα μου

Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα, μοίρασε αλλιώς τα βάρη

Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους

όπου ήχος άλλος κανείς

μόνο γδούποι και κοπετοί

και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη

Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο φόνος νά’μουν

τότε μόνο εννόησα

που η σκέψη του Άλλου

διαγώνια σαν ακμή γυαλιού

και Ορθόν ως πέρα με χάραζε

Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σα να μην ήταν τοίχοι

με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες

τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι

και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους

αμίλητοι

δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή

εδώ κι αιώνες.”Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι

και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα

και δε γίνεται μ’Αυτούς χωρίς, Εσύ

Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι

και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις

η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη νά’ναι

και να μείνει αυτή.

Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο

και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων

και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού

οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες

ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού

της Τετρακτίδος.

Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις, είπε,

η ζωή σου θ’αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις, είπε

ο καθείς και τα όπλα του, είπε

Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’τον ουρανό

Πέρασε μέσα μου Έγινε

αυτός που είμαι

Η ώρα τρεις της νύχτας

λάλησε μακριά πάνω απ’τα παραπήγματα

ο πρώτος πετεινός

Είδα για μια στιγμή τους ΄Ορθιους Κίονες τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά

και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία

Πήρε όψη ο Ήλιος ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου

ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν

και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!



ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη

χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου

η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί  τον ήλιο

το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα



Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα

ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος

οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες

η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος



ΑΞΙΟΝ  ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας

που κρατά το τρικάταρτο σα να το σώζει

σα να το κάνει τάμα στους  ανέμους

σα να λέει να τ’αφήσει και πάλι όχι



Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας

η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο

ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος

τ’ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες



ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε

που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο

που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια

που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται



Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας

οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια

οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι

και του μαύρου καπνού το κηρύκειο



                                                    Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής

                                             ο  Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος

                                                  η Τραμουντάνα, η Όστρια



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  το ξύλινο τραπέζι

το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου

του νερού τα παιχνίδια  στο ταβάνι

στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει



Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι

μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο

ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους

η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι



Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα

ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης

οι φωνές  οι αδέσποτες της ερημίας

ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο



ΤΑ ΝΗΣΙΑ  με το μίνιο και με το φούμο

τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία

τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες

τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια



Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο

Στο γαρμπή τ’αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα

έως όλο το μάκρος τους τ’αφρισμένα

με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια



                                               Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος

                                      η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη

                                            η Κως, η Ίος, η Σίκινος



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι

αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

σα ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι

με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι





Το πορώδες και άσπρο  μεσημέρι

ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει

το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες

και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει



Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα

ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος

ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος

η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη



Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος

ένα κίτρο απ’όπου ο ουρανός εχύθηκε

η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ’το πέλαγος

μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη

των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης

ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’αλώνια

ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε :



Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή

Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί



Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται

Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται



Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία

Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία



Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή

Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη



Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο

Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα



Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων

Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου





Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή

Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει

μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι

του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν

οι νεκροί άνθη της αύριον



Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος

ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου

ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου

κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο-σκαραβαίος

το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου

ο Απρίλης που ένιωσε ν’αλλάζει φύλο

της πηγής  το μπουμπούκι ό,τι που ανοίγει



Το χειράμαξο γέρνοντας με το’να πλάι

μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον

του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει

και γι’αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια



ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ τα οικόσιτα της Νοσταλγίας

τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν

τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι

τ’αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα



Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα

τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες

τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα

τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα



                                    Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί

                        ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος

                               το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη

στο βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας

το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα

που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει



Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης

ο ιππέας που πάει ν’αναληφτεί στη δύση

και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει

της φθοράς τον καιρό ν’ανασκολπίσει



Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία

γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι

το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει

της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει



Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη

σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα

και ο έρωτας έλθοντ’εξ οράνω

προφυρίαν περθέμενον χλάμυν



ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας

τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες

τα κορίτσια τ’Αγγεία των Μυστηρίων

τα γεμάτα ως πάνω και τ’απύθμενα



Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα

τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα

τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι

τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα



                                                   Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα

                                          η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή

                                                  η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια



Των ψιθύρων η επώαση μες στα  κοχύλια

μια χαμένη σαν όνειρο : η Αριγνώτα

ένα φως μακρινό που λέει : κοιμήσου

σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι

ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι

τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη

ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης



Τα νυχτέρια τ’ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα

το ρολόι το άυπνο που δε φελάει

ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει

στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία



ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι

τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων

τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου

τα καράβια οι Νικοθόες κιοι Εύαδνες



Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους

τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο

τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι

τα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα



                                                    Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι

                                            Ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα

                                    το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια

                                                                        



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει

και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω

τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει

και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα



Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει

με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια

η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης

η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου



Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα

ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη

τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο

ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται



Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο

η παρθένα ελιά το λόγο ανηφορίζοντας

ούτε μία φωνή στα κουρασμένα σύννεφα

της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος

ο από πριν χαμένος εσύ νά’σαι

Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι

στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι :



ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή

Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί



Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας

Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας



Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη

Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη



Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων

Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων



Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει

Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη



Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται

Αυτός ο Όφις που με το Στάχυ ενώνεται



Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη

Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου

στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου

τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος

το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη



Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος

και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης

η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου

και το πένθος μηνά του Παραδείσου



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας

αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα

το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου

οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες



Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει

κατ’εικόνα και ομοίωση του απείρου

τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν

απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου



ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων

τα βουνά τα βαρύθυμα, τα μαστοφόρα

τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας

τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα



Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια

τα χωμένα στο πούσι των προβάτων

τα ηρέμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι

με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο



                                        Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός

                                  ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταϋγετος

                                       η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει

αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη

μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα

μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα



Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν

τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση

ο καπνός ο ατάραχος που πάει

των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου

το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους

η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ’το χώμα

το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη



Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο

οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες

οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι

ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία



Τ’ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία

η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου

η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει

το πολύ σιμά και όμως αόρατο



Η σκια που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα

ένα κάτι του κίτρινου στη θύμησή τους

η αρχαία τους όρχηση πάνω απ’τους τάφους

η σοφία τους η αδιατίμητη



                                              Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά

                                       το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος

                                           ο Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τα αναίτιο δάκρυ

ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια

των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι

των παιδιών που κοιτάζονται και δε μιλιούνται



Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια

ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη

το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη

και το μάλλινο έρημο μέσα στ’αγιάζι



Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος

δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως

 το “αντίο”  στα τσίνορα που λίγο λάμπει

και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος



Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο

στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος

των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη

το μικρό “γιατί” που έμεινε αναπάντητο



ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει

από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει

ποιο το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου :



ΝΥΝ  το αγρίμι της μυρτιάς  Νυν η κραυγή του Μάη

ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη



Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική

Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική



Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο

Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο



Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία

Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία



Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο

Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα



Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός

Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός



Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου

Νυν Νυν το μηδέν



                                  και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας !
© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα