Πρόσφατα άρθρα

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Yannis Ritsos' "Moonlight Sonata" is a poignant and emotionally charged poem that presents a deeply intimate monologue of a woman speaking to a silent young man. The setting is night, with the moonlight casting a dreamlike atmosphere over the scene. The woman's confession, filled with personal revelations, memories, and emotions, evokes a variety of sentiments in the reader and provokes a complex response.

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

stuident Name: Joseph Watson Module Lecturer: Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps Date of Submission: 11/01/2016

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

This essay examines that metaphor in the context of the political and war situation at the time Lysistrata was first performed. It considers traditional gender roles in the fifth-century Greek polis and Lysistrata’s inversion of those roles in her weaving analogy. Aristophanes’ comedic purpose in the weaving speech, in Lysistrata as a whole, and more generally across his corpus is examined. In addition, some observations are made about the sound pattern of Lysistrata’s speech and, in a personal argument, a speculative suggestion is advanced that the audience might have associated her cadences with the familiar rhythms of a domestic weaving loom.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

Hyperion or the hermit in Greece

Concept, dramaturgy and performance by Dimitra Kreps

Hyperion or the hermit in Greece

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Within the vast poetry collection of Constantine Cavafy, arguably, a pattern of recurring tropes emerges, offering the readers an in depth understanding of what defines his artistry. The poems that I have chosen for this essay being Young Men of Sidon, Alexandrian Kings and Kaisarion, from his book The Collected poems. One might say that they serve as an example of Cavafy’s gravitation towards an array of literary devices such as theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood and flashbacks, one might say that they create a narrative that extends beyond the individual poems, inviting us to explore the timeless themes captured by Cavafy.

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Yannis Ritsos is widely regarded as one of the most significant figures in contemporary Greek poetry. He managed to revolutionise the idea of a dramatic monologue and create not just beautiful poetry, but also a multifaceted art form that has depth on psychological, social, and philosophical levels throughout all of his publications. The dramatic monologue form was popularised by Victorian poets such as Robert Browning, but Ritsos revitalised it and many poets to this day still use his style as inspiration. His ability to construct identities and characters that the reader can genuinely sense and almost experience is skilful.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

«Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

This essay aims to examine the manner in which homoerotic love is expressed in Constantine Peter Cavafy’s erotic poetry.Initially, it will provide a brief introduction entailing contextual information. Subsequently, this essay will bestow an intricate analysis of his erotic poems, with a particular focus on elucidating recurrent themes pertaining tohomoerotic love. The analysis will explore both the formal and thematic constituents of Cavafy’s erotic poetry, accompanied by a pervading extraction of deeper meaning.This examination will be enhanced utilising relevant secondary literature. The primary source that consists of the poems to be discussed in this essay derives from a digital anthology that comprises Cavafy’s ‘Recognised’, ‘Denounced’, and ‘Hidden’ poems

 «Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Seferis uses the mythical method in his poetry to allude to and comment upon social and political issues in Greece in his lifetime. Before discussing his poetry, it is important to define what is meant by Seferis’ mythical method. This method can be described as allusive, as although Seferis does make direct references to myth he does so in inventive ways, for example by using narrative space, symbols and characters to evoke Greek myths.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Ελύτης: Το άξιον Εστί, μελοποιημένο από τον Θεοδωράκη - Φλώρα Μόλχο

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης



Τότε είπε και  γεννήθηκεν η θάλασσα

Και είδα και θαύμασα

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου :

Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή

και γαλήνιοι αμφορείς

και λοξές δελφινιών ράχες

η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος

Κάθε λέξη κι από’να χελιδόνι

για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος, είπε

Και πολλά τα λιόδεντρα

που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως

κι ελαφρό ν’απλώνεται στον ύπνο σου

και πολλά τα τζιτζίκια

που να μην τα νιώθεις

όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου

αλλά λίγο το νερό

για να τό’χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του

και το δέντρο μονάχο του

χωρίς κοπάδι

για να το κάνεις φίλο σου

και να γνωρίζεις τ’ακριβό του τ’όνομα

ΑΥΤΟΣ ο κόσμος

φτενό στα πόδια σου το χώμα

για να μην έχεις πού ν’απλώσεις ρίζα

και να τραβάς του βάθους ολοένα

και πλατύς  ο ουρανός

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη  σου



Ιδού εγώ λοιπόν,

ο πλασμένος για τις μικρές  τις Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·

ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών

και μύστης των φύλλων της ελιάς·

ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.

Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.

Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά !

Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα

Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα

κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα

παρά βρύσες κρύες να τρέχουν

Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.

Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά

Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

Ιδού εγώ καταντικρύ

του μελανού φορέματος των αποφασισμένων

και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,

γαστέρας, το άγκρισμα !

Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα !



ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ



Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη
διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές
και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως
τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγ?ω που εκείνοι
πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν οι μισοί
και δέν αντέχανε άλλο.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’τον άλλο,
ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ’ τη λάσπη, όπου,
φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε
στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί,
μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό,
λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο
να τρέξουνε τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν
αυτό πιο κι απ΄την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε, ακουγότανε
στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε , και πάλι
σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει
και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως τό’ χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν είχε καθημερινές και
σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το
καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα
βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε
το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των
πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα
ν’απαντούμε, απ’ τ’άλλο μέρος νά’ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους
λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον
κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και
το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού
τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και
τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές
μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του
βυθού ή το θειάφι. “Όι όι , μάνα μου”, “όι όι μάνα μου”, και κάποτε,
πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που’λεγαν, όσοι
ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους
λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα.
Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες.
Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας
κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές -
μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες. ΄Ενα το χελιδόνι κι η ΄Ανοιξη ακριβή Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή Θέλει νεκροί χιλιάδες νά’ναι στους Τροχούς Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Θε μου Πρωτομάστορα μ’έχτισες μέσα στα βουνά Θε μου Πρωτομάστορα μ’έκλεισες μες στη θάλασσα! Πάρθηκεν από Μάγους το σώμα του Μαγιού Το’χουνε θάψει σ’ένα μνήμα του πέλαγου Σ’ένα βαθύ πηγάδι το’χουνε κλειστό Μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο. Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση! Τα θεμέλια μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ’τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις Εσύ μόνη απ’την κόψη της πέτρας μιλάς. Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά; Τα θεμέλια μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος! Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα Στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ! Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν Τ’αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν Πού να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ! Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την
απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν
έξω σε δρόμους και σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε
απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες
τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία
η Άνοιξη. Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθιο να γιορτάζει τον
άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς
εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την
αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν
αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους
τόσες χαρακιές, που’λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα
ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε
την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο
πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’τα
σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε
κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου
να’ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους
κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ολάκερη τη γη, για να
περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει
αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρα απ’την άκρη της απελπισιάς, τη
Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που
τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με
τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα
θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα
εστήσανε στον τοίχο τριάντα. Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά * στου γλαυκού το γειτόνεμα! Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό τους παλιούς φίλους καλώ * με φοβέρες και μ’αίματα! Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * και μυρσίνη συ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου! Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά * των ανθρώπων Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο Στ’ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε Αμαρτία μου να’χα * κι εγώ * μιαν αγάπη Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου Την παρθένα ζωή * μια στιγμή * να φωτίσουν Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο. Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού και κορίτσια με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά. Ναοί στο σχήμα τ’ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Μαίστρος με το μυτερό του σάνταλο και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά. Φύγανε και βαθιά κάτω απ’το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά φοβερά, των βράχων τ’αγάλματα! ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση.
Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει
ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενιές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα
γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας
πολέμους. Όπου θα χορτασθούν ο Χωροφύλακας κι ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους
αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ανεβάσουν
σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη το Νικητή. Που θα ζει
στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ανοίγει στα μέτρα του,
κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει.
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει απ’ την πίεση τη μεγάλη του ήλιου.
Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Και θά’ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα.
Και θα’χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας.
Και θα’ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία,
πού να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας απ’ τ’ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας,
θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο
στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του
ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει απάνω στα χόρτα
καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε
γενεές στους αιώνες των αιώνων! Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του τις σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών Και σεντόνια στις κοπέ * λες που αγρυπνούνε Κρυφά για ν’ακούν * των ερώτων τα θαύματα. Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ύπνος δεν υπάρχει. Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι Τώρα μ’ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο. Γενεές μυρτιάς μ’αναγνωρίζουν από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού, άγιος, άγιος, φωνάζοντας. Ο νικήσαντας τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας, αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης, μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρίκος από τους αιθέρες δίκαιο, Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι. Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι’αυτών τα δόντια η ρόγα που μεθά, στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματά μου! Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου αυτό χαρίζει τη Ζωή και ύπνος δεν υπάρχει. Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα. Άξιον εστι το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος Οι σημάντορες άνεμοι που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σα Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι και του μαύρου καπνού το κηρύκειο Ο Μαϊστρος , ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια Άξιον εστι το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι Τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο Στο γαρμπή τ’αρμενίζοντας πόντζα-λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ’αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος Άξιον εστί στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει Άξιον εστί εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ’αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε: Χαίρε η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται Χαίρε του παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημίας των νησιών η Αγία Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας το δαίμονα Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική Άξιον εστι το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει Τα κορίτσια η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ’Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ’απύθμενα Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια Άξιον εστι το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια των παιδιών που κρατιούνται χέρι-χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ’αγιάζι Άξιον εστί το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το “νυν” και ποιο το “αιέν” του κόσμου: Νυν το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη Αιέν η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαυρος Αριθμός Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου Νυν Νυν το μηδέν και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!
© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα