Υποβλήθηκε από joanna την Τετ, 2009-11-11 13:34.
ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ Α. ΚΟΥΝΑΔΗ
Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε
αντίκρυ απ’τα βουνά μιαν αλαφράδα, μ’ όλο που η
μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το
χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια
-το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του
καπνού από τα καμίνια - στης θαλάσσης την έμπαση
αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ’ένα θρόι-
σμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλα-
φιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώ-
δια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν.
Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το
αληθινό τοπίο να φανεί,
΄Οπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύ-
ροι ανθρώποι, δείχνοντας με ποιον τρόπο γεννιέται η
ομορφιά
΄Η αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε
την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με
τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά,
Τεντωμένα στ’ ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός
και της Παρθένου.
“Μακριά απ’τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο
πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόη-
μα, κι όπου το μόνο φως νά’ναι από την πυρά που
κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.
Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν’ αντέχουμε το βάρος από
τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και
στη συμβασιλεία των άστρων,
Σα να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακρι-
βώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο
αποτρόπαιοι κρότοι
Και πως, αφ’ ότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα
στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!”
Η ΑΥΤΟΨΙΑ
Λοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας νά’ χει σταλά-
ξει στα φύλλα της καρδιάς του.
Κι από τις τόσες φορές όπου ξαγρύπνησε, σιμά στο κη-
ροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα πα-
ράξενη του’χε αρπάξει τα σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ο-
ρίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυ-
κού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που’χε σ’ώρες μεγάλης μονα-
ξιάς αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί,
τόσο πού δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε με-
γάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό,
Που τ’ αντίκρυσε - είναι φανερό- στη στάση την τρομα-
χτική του αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του,
κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλί-
δωτον αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ’αριστερό του αυτί, λίγη,
λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.
Όπου σημαίνει ότι πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι
στη θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι του έρωτα και
τη βοή του ανέμου.
Όσο γι’αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δεί-
χνουν ότι στ’αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,
κάθε φορά όπου έσμιγε γυναίκα.
Θα’χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
του θα’φτανε να πικράνει τον αέρα του ΄Αδη
(Το’να χέρι μπρός, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’το
μέλλον, τ’άλλο κάτω απ’την έρμη κεφαλή, στραμμέ-
νη με το πλάι,
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοι-
λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο
κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α-
βρή, σάλευε κιόλας μες στο διαστημα,
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να
χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη,
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από
το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί,
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η
φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσα-
νε τα βήματά τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ανοιχτά για
πάντα, κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευ-
φρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
του θά’ φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το ’να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’το
μέλλον, τ’άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμέ-
νη με το πλάι,
Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοι-
λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο
κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α-
βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να
χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη,
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από
το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί,
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
κι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με
το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’αποδώσουν στα πράγματα
το αληθινό τους όνομα,
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ,
μοναχά το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνά-
μωνε τους καταρράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ’τα βά-
ραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό
αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι
είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκα-
λιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του
Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ’τις κοιλάδες, έχουν να κά-
νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γεν-
ναίων.
ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ώ λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Μονομιάς, η σκια της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγών της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος,
πάνω απ’τον ώμο της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε
τα πτερύγια των ζεφύρων.
Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή
στο στήθος το μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη
μ’ άγγιξε κι έτρεχα σαν τρελλός. Ύστερα, μες στα
πλάγια φύλλα ο ύπνος μ’αποστέγνωσε, κι έμεινα μό-
νος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα
σκίνα. Όμοια να’ μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώ-
θηκε να δει το τέλος του Ελέους!
΄Η μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου
από την κορφή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισμα-
τικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνος μέσα
στον άλλον αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη
που μου’ δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμη-
σαν οι ανθρώποι κι άνοιγα τις οργιές με βιάση να ξε-
δώσω μέσα της · νά ’ταν αυτό που γύρευα; η αγνό-
τητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα
της μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Ά-
κουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτά μου στή-
θη ασθμαίνοντας. Και η φωνή “χρυσέ μου”, νύχτα,
μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ’ αη-
δόνι.
Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περά-
σω, με το λίγο του όρκου στα δυο μάτια και τα δά-
χτυλα έξω απ’ τη φθορά. Τέτοιες χρονιές -α ναι-
θα’ ταν που εργάζομουν να γίνει τόσο τρυφερό το απέ-
ραντο γαλάζιο!
Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά
το αντίκριζα να με ατενίζει. Δίχως έλεος.
Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Όμορφη, κι απ’των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη,
κάτω απ’τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου
δάκρυζε
Που μ’έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυ-
τόν, χωρίς Θεούς, αλλά βαρύς απ’ ό,τι, ζώντας, αφαι-
ρούσα του θανάτου.
Μονομιάς, η σκια της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα
των νοσταλγών της: Μεσημέρι.
Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι
αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερεις
τοίχους του μέλλοντός μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν’ αρχίσει τώρα το ιερα-
τικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν’ ασφαλί-
σει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο συν-
νεφάκι πάνω από τ’ ακρότατο δέντρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το
ύφος μου μέσα στην καταφρόνια, θά ’ρθουν-από το
δυνατό του ευκαλύπτου οξύ ως το θρόισμα της γυ-
ναίκας-να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ’
τα πουλιά το μόνο που μ’αφήκαν, το σπουργίτι, κι
από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο, καν τρία,
λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...
(Ώ Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ’ το
ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και
δεν αφήσατε μήτε μια τόση -δα φωνούλα καθαρού νε-
ρού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου,
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης,
ώ Καιροί, δε συγχωρώ.)
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγο-
στέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη
Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παν-
τερειπωτικό ουράνιο,
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά
του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να
δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ’ ανοίξουν,
ένα-ένα στα χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα
πικρά,
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία
των ηδονών ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν’ ανέβει το ρεύμα του Καιρού η Γυναίκα η
Χλοοφόρος
Που μ’αργότη ανοίγοντας βασιλική τά δάχτυλα, μια για
πάντα θα στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε
ο Θεός, να στάξει
Τρίλια της Παράδεισος!
ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ.- Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να
γίνει αληθινή σα δέντρο η ωραία Μυρτώ. Και τ’αρνά-
κι της, κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο μου,
για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ. - Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου.
Που θα πει πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που
θα μ’απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας ένα
πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώ-
δια.
ΤΡΙΤΗ. - Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε
μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύ-
κια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βρά-
χια.
Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας
όρθια πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι
της θαλάσσης.
ΤΕΤΑΡΤΗ. - Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το κα-
μένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυ-
χές του κόσμου.
ΠΕΜΠΤΗ. - Ανοιχτή θύρα. Σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές
από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί,
τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυ-
κάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος, ανε-
βαίνει μεσ’ από τα κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη
του περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια
γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. _ “Της Μεταμορφώσεως” των γυναικών
που αγάπησα χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-
λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι από μια πασχα-
λιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως παράξενο, και
δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ’ένα
μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.
ΣΑΒΒΑΤΟ. - Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν
άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι’αρρεβώνα ή θάνα-
το. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γα-
ρυφαλλόνερο.
Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απο-
μαγνητίζουν το άπειρο!
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΣΗ Ο. ΕΛΥΤΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΑΡΓΥΡΗ ΚΟΥΝΑΔΗ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αυπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
ΙΙ
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ’τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.
ΙΙΙ
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ’ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σα θωριά λοξοδρομάει προς τ’άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ’τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ’ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της όρασης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ’το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.