Το καπλάνι της Βιτρίνας - Αρετή Πότσιου
Το κείμενο από το γνωστό βιβλίο της Άλκης Ζέη που θα χρησιμοποιήσει η κυρία Πότσιου στη διδασκαλία της, μαζί με το απαραίτητο λεξιλόγιο και κάποιες ασκήσεις.
ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ
1
ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ
Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια*
Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή* μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε*, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής* του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη* στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια*, έχει έξοδο*. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή* βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε* τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από του Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος*, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια*, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε* ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι*; - είπα, και το μετάνιωσα* αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
- Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου – απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο* μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται*. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξ έρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε*. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε* σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε φάμε καρύδια* με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και
τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:
βαρετός (ρ. βαριέμαι) = aburrido
προπαίδεια = plano de multiplicación
τσακώνομαι = pelearse
διευθυντής = director
επίσκεψη = visita
υπηρέτρια = criada, sirvienta
έχω έξοδο = tener día libre
τζαμωτή (η) = ventanas grantes con vidrios
πιτσιλάω = salpicar
ζητιάνος (ρ ζητιανεύω) = mendigo
κουρέλι = harapo, andrajo
καπλάνι = tigre
μετανιώνω = arrepentirse
βαλσαμωμένος = embalsamado (partic)
διηγούμαι = contar (una historia)
ξεχωρίζω = distinguir, ver claramente
ψέλνω /ψάλλω = salmodiar, cantar un salmo/himno
καρύδι = nuez
- Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
- Φυσικά, καρύδια – απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι* και δεν καμπουριάζει* καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
- Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε* το κερί που μ’ αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε*. Γι’ αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο*! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ’ άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες*.. Τι όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ*, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό*, σκοινάκι, πεντόβολα;
- Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; - ρώτησα.
- Σαχλαμάρες*! – είπε η Μυρτώ.
- Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του1936, μπορεί ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
- Ούουου, ως τότε τι να το κάνουμε; - λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς* δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε* πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη* στον κόσμο. Οι επιστήμονες* δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί* η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
- Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται τη ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο*.
- Θα ’θελα να γίνω εφευρέτης*, λέει η Μυρτώ.
- Αν οι .. εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση* στον κόσμο.
καλάμι = caña
καμπουριάζω = jorobar
λιώνω = derritir
πνίγομαι = ahogarse
υδρόγειος = globo terraqueo
απέραντος = inmenso
πετάγομαι (aquí) = ir a un sitio por poco tiempo
κουτσό = rayuela
σαχλαμάρα = tontería
έτσι κι αλλιώς = bien que mal
μαλώνω = regañar
ανακάλυψη = descubrimiento
επιστήμονας = científico
τελειοποιούμαι = perfeccionarse
αθάνατος = inmortal
εφευρέτης /εφεύρεση = inventor /inventor
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε*.
- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά*, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον* και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό* σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το β α λ ά ν τ ι ό* μας»
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
- Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν β υ ζ α ν τ ι ν ά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να ’χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
2
Οι Πέμπτες, το καπλάνι, ο δεσπότης και ο κύριος Αμστραμντάμ Πικιπικιράμ.
Αν οι Κυριακές ήταν οι πιο βαρετές μέρες, οι Πέμπτες είναι οι πιο διασκεδαστικές. Η θεία Δέσποινα δεχόταν επισκέψεις. Τότε άνοιγε τη μεγάλη σάλα, κι εμείς μπορούσαμε να δούμε το κ α π λ ά ν ι, μέσα στη βιτρίνα του. Τα μάτια του ήταν παράξενα, το ένα μαύρο και το άλλο γαλάζιο. Η θεία Δέσποινα λέει πως έκαναν λάθος όταν το βαλσάμωσαν και του έβαλαν μάτια παράταιρα. Ο Νίκος όμως ξέρει μια άλλη, μια θαυμαστή ιστορία.
θυμώνω = enfadarse
απέξω κι ανακατωτά = muy bien, de pe a pa
«κατ’ οίκον διδαχθείσαι» = tener clases en la casa (arc)
ιδιωτικό = privado
βαλάντιο = monedero (arcaísmo)
…Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο δάσος ένα καπλάνι (αυτό που είναι στη βιτρίνα*) και είχε ένα μαύρο μάτι κι ένα ολογάλανο*. Έτσι είχε γεννηθεί*. Τη μια μέρα είχε ανοιχτό το γαλάζιο μάτι και το μαύρο κοιμόταν, την άλλη έβλεπε με το μαύρο και το γαλάζιο έμενε κλειστό. Σαν έβλεπε με το γαλάζιο, ήταν ήρεμο*, σα γάτα, τριγύριζε* ανάμεσα στους ανθρώπους, τους βοηθούσε κι έπαιζε με τα παιδιά και τα ζωάκια στο δάσος. Όταν όμως άνοιγε το μαύρο μάτι, γινόταν άγριο, χαλούσε* τις δουλειές των ανθρώπων και τα ζωάκια έτρεχαν να κρυφτούν.
Ο Νίκος μας διηγείται ένα σωρό περιπέτειες του καπλανιού, κι όχι μόνο σε μας, αλλά και στα άλλα παιδιά, όταν πηγαίνουμε στην εξοχή το καλοκαίρι.
Μόλις ξυπνήσαμε, θυμήθηκα αμέσως πως είναι Πέμπτη, γιατί η Μυρτώ με ρώτησε:
- Δε μου θυμίζεις καμιά ε ξ υ π ν ά δ α* μου;
Η Μυρτώ είναι το κ α μ ά ρ ι* της θείας Δέσποινας. Τις Πέμπτες, η θεία Δέσποινα μας φωνάζει να κατεβούμε στο σαλόνι, όταν έρθουν οι επισκέψεις της. Τότε βάζει τη Μυρτώ να πει τις «εξυπνάδες» της (εμείς τις βαφτίσαμε έτσι).
- Λοιπόν, θα μου θυμίσεις καμιά εξυπνάδα; - ξαναρωτά η Μυρτώ.
- Πες – της λέω – που, σαν ήσουνα τεσσάρω χρονώ, ρώτησες τον δεσπότη αν κατουριότανε* απάνω του, όταν ήταν μικρός.
- Τρελάθηκες; Σήμερα θα είναι κι ο δεσπότης!
- Τότε, πες αυτό που είπες στον παππού την Κυριακή, όταν σε ρώτησε αν θέλεις κι άλλα καρύδια ή να σου πει ένα μύθο, κι εσύ είπες «Φυσικά, καρύδια, αφού ο μύθος δεν τρώγεται.»
- Κι αυτό είναι εξυπνάδα; - απόρησε η Μυρτώ.
- Φαίνεται είναι – κάνω εγώ – γιατί άκουσα τον παππού που το διηγιότανε στη θεία Δέσποινα κι εκείνη είπε: «Τι έξυπνο!»
- Καλά – συμφωνεί η Μυρτώ – μία όμως δε φτάνε*ι.
- Το βρήκα*! – φώναξα. Θυμάσαι που σαν είχε σπάσει ο μπαμπάς το πόδι του, εσύ τον ρώτησες: «Αν πεθάνεις, μπαμπά, πού θα βρίσκουμε τα λεφτά να τρώμε;»
- Ευχαριστώ, Μέλια, που μου το θύμισες, - είπε η Μυρτώ μ’ ένα ύφος*… μα τι ύφος!
Αλήθεια*, δεν είπα πως με λένε Μέλια. Ίσως γιατί ντρέπομαι λιγάκι για το όνομά μου. Όλοι με φωνάζουν Μέλια, το πραγματικό μου όμως όνομα είναι Μέλισσα. Ο παππούς ήθελε να με βγάλουν έτσι, γιατί έτσι έλεγαν τη γιαγιά. Ο παππούς λέει πως Μέλισσα ήταν μια αρχαία βασίλισσα. Μα φαίνεται πως, εκτός από τον παππού, κανείς άλλος δεν το ξέρει.
Η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μας, και σαν μας είδε με τις νυχτικιές* ακόμα, έβαλε τις φωνές. Ο παππούς μας περίμενε για μάθημα.
βιτρίνα = escaparate
ολογάλανος = muy azul
γεννιέμαι = nacerse
ήρεμος = tranquilo
τριγυρίζω = deambular
χαλάω = estropear, destrozar
κατουριέμαι = mearse
δεν φτάνει = no es suficiente
το βρήκα! = ya lo tengo! (eureka)
ύφος = estilo, aire
αλήθεια = por cierto, anda, vaya
νυχτικιά / νυχτικό = camisón
εξυπνάδα = salida, ocurrencia
καμάρι = orgullo
Το απόγευμα καθόμασταν στο δωμάτιό μας και περιμέναμε τη Σταματίνα να μας φωνάξει να κατέβουμε στη σάλα. Σε λίγο μπήκε στο δωμάτιο φουρκισμένη*.
- Τι με στέλνει – λέει – αφού κάθε φορά αρνιέται* να κατέβει!
Η θεία Δέσποινα κάθε Πέμπτη στέλνει τη Σταματίνα να πει του παππού να ’ρθει στη σάλα, μα κάθε φορά ο παππούς δεν ερχόταν.
- Σήμερα μάλιστα που θα ’ναι κι ο τράγος*! Ο παππούς σας ούτε να τον δει δε δεν μπορεί.
- Ποιος τράγος; - πεταχτήκαμε* εμείς.
- Δείτε τώρα να το ματαντέψετε* στην κυρία πως τον είπα έτσι.
Η Μυρτώ θύμωσε για τα καλά*.
- Το ξέρεις, πως εμείς δεν μαντατεύουμε!
- Καλά ντε*, - γέλασε η Σταματίνα. Είπα μόνο.
Ύστερα άρχισε να χτενίζει τη Μυρτώ. Η αδερφή μου έχει ξανθά μαλλιά και πράσινα μάτια. Είναι πολύ όμορφη. Έτσι λένε όλοι. Μοιάζει στη θεία Δέσποινα, σαν ήτανε νέα. Γι’ αυτό είναι η αγαπημένη της. Σαν* πεθάνει η θεία Δέσποινα, θα της αφήσει το σπίτι που μένουμε, που είναι τώρα δικό της. Εγώ έχω μαύρα μαλλιά και μοιάζω του μπαμπά. Μα εκείνος δεν έχει τίποτα να μου αφήσει. Μόνο τον πέτσινο* χαρτοφύλακά* του.
Όταν κατεβήκαμε στη σάλα, ήταν γεμάτη κόσμο. Ο δεσπότης καθότανε μαζί με τρεις κυρίες και παίζανε χαρτιά*. Η θεία Δέσποινα μας έγνεψε να πάμε να του φιλήσουμε το χέρι. Εμείς περιμέναμε λιγάκι, γιατί μοίραζε την τράπουλα*. Ύστερα μας το έδωσε να το φιλήσουμε, χωρίς καν* να μας κοιτάξει. Ήταν κρύο και μαλακό.
Μετά, τρυπώσαμε γρήγορα γρήγορα πίσω από τη βιτρίνα με το καπλάνι, και κανείς δεν μας θυμήθηκε πια. Συζητούσανε όλοι μαζί και φωνάζανε. Ο νομάρχης* έλεγε πως η πατρίδα κινδυνεύει και πως μόνος ο βασιλιάς δεν μπορεί να τη σώσει. Ύστερα είπε πως θα ’ρθουν οι μπολσεβίκοι. Εμάς τα παιδιά θα μας πάρουνε από τους γονείς μας και το δεσπότη θα τον κρεμάσουνε* στη μέση της πλατείας! Η κυρία νομάρχου φορούσε πάντα άσπρα πέτσινα γάντια, ως τους αγκώνες. Κουνούσε τα χέρια της κι έλεγε με ψιλή* τραγουδιστή φωνή.
- Τιιιιι φρίιικηηη! Τιιιιι φρίιικηηη!
φουρκισμένος = enfadado
πέτσινο =decuero
αρνιέμαι = negarse
τράγος = cabra (macho)
πετάγομαι = hablar /responder rapido
μαντατεύω = traicionar (coloq)
για τα καλά = mucho (emfatizado)
ντε = exclamación (turca)
σαν = cuando (aquí) /como
χαρτοφύλακας = portafolio, cartera
παίζω χαρτιά = jugar a las cartas
τράπουλα = baraja
χωρίς καν = sin que ..
νομάρχης = gobernador civil
κρεμάω = ahorcar
ψιλή (φωνή) = chillona, aguda (voz)
Τότε κάποιος μίλησε με τόσο δυνατή φωνή, που τραντάχτηκε η βιτρίνα. Ήτανε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ. Δεν είναι αυτό το όνομά του, εμείς τον βαφτίσαμε έτσι. Είναι πρόξενος* της Ολλανδίας στο νησί μας, και, σε κάθε φράση που λέει, προσθέτει: «Λοιπόν, που λέτε, στο Άμστερνταμ…» κι ας μην έχει πάει ούτε μια φορά εκεί πέρα. Εμάς μας θυμίζει το ακαταλαβίστικο* τραγουδάκι, που λέμε όταν τα «τα βγάζουμε» στο κρυφτό:
«Άμ-στρα-νταμ, πικι-πικι-ραμ,
πούρι-πούρι-ρα,
Άμ-στρα-νταμ».
- Έναν Χίτλερ, έναν Χίτλερ χρειάζεται η Ελλάδα, - ξεφώνιζε ο κύριος Αμστραντάμ Πικιπικιράμ.
Ύστερα ακούστηκε σιγανή η φωνή της μαμάς.
- Ε, όχι δα και Χίτλερ, κύριε πρόξενε!
Τότε ο μπαμπάς έγνεψε της μαμάς να σωπάσει, και η θεία Δέσποινα άρχισε να προσφέρει καφέ και γλυκό. Ο μπαμπάς μας πήρε είδηση* και μας είπε να πάμε στο δωμάτιό μας. Τα χέρια του τρέμανε, όπως όταν είναι πολύ θυμωμένος.
Εμείς τρέξαμε κατ’ ευθείαν στο δωμάτιο του παππού. Ήταν ανεβασμένος στη σκαλίτσα που έχει στη βιβλιοθήκη και ξεφύλλιζε* έναν α ρ χ α ί ο. Του είπαμε ότι θα κρεμάσουν το δεσπότη και το ράσο* του θ’ ανεμίζει, ότι πάρουν τα παιδιά και θα τα ρίξουν σ’ ένα λάκκο* με ασβέστη και…
- Αυτά όλα είναι κουταμάρες*, κι ας τα είπε ο νομάρχης. Δεν τους φτάνει, βλέπεις ο βασιλιάς, θένε* και χειρότερα!
- Τι χειρότερα, παππού;
Τότε ο παππούς άρχισε να μιλάει για τους αρχαίους Έλληνες, που είχαν έναν αρχηγό και τον λέγανε Περικλή, κι είχανε δημοκρατία, κι όλοι οι άνθρωποι ζούσανε καλά κι ευτυχισμένα. Γι’ αυτό κείνη η εποχή λέγεται «χρυσούς αιών του Περικλέους». Έτσι κι εμείς είχαμε δημοκρατία, μα τώρα είναι ο βασιλιάς. Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι η δικτατορία… Θα ’λεγε κι άλλα ο παππούς, μα εμείς νυστάξαμε* και χασμουριόμασταν* τόσο, που μας είπε:
- Τρεχάτε τώρα στα κρεβάτια σας, κι όνειρα γλυκά!*
Την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, πριν κοιμηθούμε, η Μυρτώ είπε να πλύνουμε τα χείλια μας με σαπούνι, γιατί είχαμε φιλήσει το χέρι του δεσπότη. Ύστερα κάναμε «χου» και ρωτούσαμε η μια την άλλη: «Μυρίζω δεσποτίλα;»
πρόξενος = consul
ακαταλαβίστικος = incomprensible
παίρνω είδηση = darse cuenta
ξεφυλλίζω = hojear
ράσο = hábito (del cura)
λάκκος = hoyo
κουταμάρα = tontería
θένε =θέλουνε
νυστάζω = tener sueño
χασμουριέμαι = bostezar
όνειρα γλυκά =sueños de oro (buenas noches)
Όταν ξαπλώσαμε, η Μυρτώ μου λέει:
- Ας λέει ο παππούς για τον Περικλή του, εγώ αγαπώ τους βασιλιάδες. Η θεία Δέσποινα είπε πως, αν δεν ήτανε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, η Ελλάδα θα ’τανε ακόμα σκλάβα στους Τούρκους.
- Τι λες καλέ, -θύμωσα εγώ. Ο παππούς είπε πως, αν δεν ήτανε ο Βενιζέλος, θα ’χαμε ακόμα τουρκοκρατία.
- Όχι, ο βασιλιάς!
- Ο Νίκος είπε πως όλοι οι βασιλιάδες είναι βλάκες*.
- Στα παραμύθια.
- Όχι, στ’ αλήθεια.
- Είσαι μικρή και δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
- Κι εσύ ζαβολιάρα*. Πέρσι ήσουνα βενιζελικιά, έκοβες φωτογραφίες του Βενιζέλου κι έλεγες πως ήθελες να τον είχες παππού.
- Ε, και τι μ’ αυτό; Τώρα θέλω το βασιλιά!
- Ξέχασες που, σαν ήμασταν μικρές κι ήρθε ο Βενιζέλος* στο νησί μας, στα εγκαίνια του
ταχυδρομείου, έδωσε το χέρι του στον
παππού κι εμάς μας χάιδεψε τα κεφάλια. Θυμάσαι που ύστερα τα μαλλιά μας μυρίζανε σαπούνι «Κοτικούρα», όχι δεσποτίλες*..
- Σπουδαίο πράγμα! Ο βασιλιάς θα πλένεται με τριανταφυλλόνερο και γιασεμόνερο, και θα’ χει ολόχρυση κορώνα στο κεφάλι.
Εκείνη την ώρα μπήκε η Σταματίνα να κλείσει τα παραθυρόφυλλα.
- Σταματίνα, εσύ με ποιον είσαι; Με το Βενιζέλο ή το βασιλιά;
- Με τον κακό μου τον καιρό* είμαι, - απάντησε εκείνη.
Ύστερα έκλεισε τα παράθυρα βροντώντας* τα με δύναμη κι είπε:
- Όποιος και να ’ρθει, μονάχα εμένα δε θα ρωτήσει. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, δούλα κι αγράμματη θα ’μαι.
βλάκας = imbecil
ζαβολιάρα = tramposa
δεσποτίλα = la peste del obispo (desinencia -ίλα = peste, con significado negativo)
βροντάω = tronar, dar un portazo
τον κακό (μου /σου /...) τον καιρό = la leche que me /te.. dieron, tu puta madre
Βενιζέλος (1864-1936): político griego, de la isla de Creta, dirigió la independencia de la isla y proclamó la unión con Grecia, antimonarquista, fundador y líder del partido Liberal, Primer Ministro de Grecia, elejido varias veces a partir de 1910.
3
Το μεγάλο νέο. Φεύγουμε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και τσαρδάκια*.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και κόντευε ο καιρός που θα φεύγαμε στην εξοχή. Η ζέστη είχε αρχίσει για τα καλά. Ήταν πια 1η Ιουνίου. Τότε μάθαμε δυο πράγματα που μας έκαναν να πετάξουμε απ’ τη χαρά μας. Το ένα ήταν ότι θα φεύγαμε φέτος νωρίτερα για την εξοχή και το άλλο… ότι θα πηγαίναμε επιτέλους σε αληθινό σχολείο!! Ο κύριος Καρανάσης θα μας δεχόταν στο σχολείο του με έκπτωση.
- Πάμε να πούμε τα νέα στο καπλάνι, λέω στη Μυρτώ.
Όταν μπήκαμε στο σαλόνι, στην αρχή δεν βλέπαμε τίποτα, γιατί οι κουρτίνες ήταν κλειστές. Σε λίγο τα μάτια μας συνήθισαν* στο σκοτάδι και τότε… τρομάξαμε* τόσο πολύ! ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΕΙΧΕ ΓΥΡΙΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ! Το κεφάλι του τώρα ήταν γυρισμένο προς το παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Τρέξαμε στην κουζίνα.
- Ξεσκόνισες* τη βιτρίνα; Φωνάξαμε κι οι δυο στη Σταματίνα.
Μα εκείνη δεν ήξερε τίποτα.
2ο επισόδειο
Το Λαμαγάρι
Η εξοχή που πηγαίνουμε είναι απέναντι στη χώρα, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Λέγεται Λαμαγάρι και δεν είναι ακριβώς χωριό. Εκεί μένουνε μονάχα όσοι δουλεύουνε σε κάτι στενόμακρα κτίρια, που τα λένε αποθήκες* και φυλάνε εκεί μέσα τα βαρέλια με τα κρασιά. Μένουν σε κάτι μικρά χαμηλά σπιτάκια από πλίθες ή από πέτρα, που τα λένε τσαρδάκια.
Είναι και μερικά πέτρινα διώροφα σπίτια, με βεράντες και αυλές, που τα λένε «πύργους»*, κι ας έχουν μόνο τρία δωμάτια, σαν το δικό μας. Εκεί παραθερίζουν* όσοι έχουν δικές τους τις αποθήκες. Εκτός από εμάς, βέβαια, που δεν έχουμε ούτε ένα βαρέλι. Πριν από πολλά χρόνια ο μπαμπάς του παππού είχε αποθήκες, αλλά τις πούλησε, για να σπουδάσει ο παππούς και ν’ αγοράσει τους «Αρχαίους» του.
Κάθε χρόνο έρχεται ο κυρ-Αντώνης, ο βαρκάρης, με την «Κρυσταλλία» του. Έτσι λένε τη βάρκα του. Σαν τη γυναίκα του, που πνίγηκε στη θάλασσα. Πολλές φορές ο κυρ-Αντώνης φέρνει και την κόρη του, την Άρτεμη, που είναι η καλύτερη φιλενάδα μας στο Λαμαγάρι.
Φεύγουμε με τη θεία Δέσποινα και τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά έρχονται μόνο τα Σαββατοκύριακα. Την παραμονή το βράδυ, ο μπαμπάς μας φωνάζει να μας πει τις «δέκα εντολές». Κάθε χρόνο μας λέει τα ίδια και τα έχουμε μάθει πια απέξω.
Οι «δέκα εντολές» [του μπαμπά}
1) Να μην κολυμπάμε στα βαθιά.
2) Να μην περπατάμε ξυπόλυτες*.
3) Να μην μένουμε πολλές ώρες μέσα στη θάλασσα.
4) Να μην ανεβαίνουμε στα δέντρα. (συνεχίζεται)
ΑΛΚΗΣ ΖΕΗ
ΤΟ ΚΑΠΛΑΝΙ ΤΗΣ ΒΙΤΡΙΝΑΣ
Επεισόδιο 1ο
Κεφάλαιο 1 και 2
1. Τι κάνουν τα κοριτσάκια στην πρώτη σκηνή, στο παράθυρο;
α) μαλώνουν β) μετρούν τις σταγόνες της βροχής γ) λένε ιστορίες για το καπλάνι
2. Τι μέρα είναι; Πώς αισθάνονται οι μικρές;
Είναι …………………….. και οι μικρές ………………………….
3. Τι τραγουδούσε ο παππούς;
α) έψελνε με βυζαντινές νότες β) ένα τραγούδι για τη βροχή γ) ένα τραγούδι αρχαίο ελληνικό
4. Ποια ιστορία αφηγείται ο παππούς στις εγγονές του;
……………………………………………………………………………………………………….
5. Τι φαντάζεται η Μέλισσα;
α) ότι περνάει β) ότι πατάει γ) ότι πετάει
6. Τι ρωτάει η Μέλισσα στα παιδιά του κόσμου;
α) αν……………………………………………………………………………………………………
β) αν……………………………………………………………………………………………………
7. Τα γεγονότα της ιστορίας που διαβάζουμε /παρακολουθούμε συμβαίνουν το έτος ………………...
8. Ο παππούς λέει στη Μυρτώ ότι είναι
α) εγωίστρια β) ειλικρινής γ) αθώα
9. Τι ρωτά μετά ο παππούς τη Μυρτώ;
α) την προπαίδεια β) την ιστορία του Ίκαρου γ) γραμματική
10.Γιατί θύμωσε ο παππούς με τη Μυρτώ;
Γιατί η Μυρτώ επέμενε …………………………………………………………….………………….
Ο γανωτής
Σταματίνα και κυρ-Παντελής
Η Μυρτώ πέφτει στη σκάλα. Η αδερφή της της λέει ένα αστείο, την πειράζει
α) ότι δεν έμαθε την προπαίδεια β) ότι μόλις έμαθε την προπαίδεια πέταξε κιόλας
γ) ότι πρέπει να μάθει την προπαίδεια, αν θέλει να πετάξει
11. Σε ποια τάξη πηγαίνουν τα κορίτσια;
Η Μυρτώ πηγαίνει στην ……………………… και η Μέλια στη …………………….
12. Τι είναι το καπλάνι;
……………………………………….
13. Πού βρίσκεται;
……………………………………….
14. Τι παράξενο έχει;
………………………………………………………………………………………………………..
15. Οι μεγάλοι στο σαλόνι μιλάνε για
α) το ποδόσφαιρο β) την αγορά γ) την πολιτική
16. Λένε ότι η Ελλάδα κινδυνεύει από
α) τους κλέφτες β) το βασιλιά γ) τους μπολσεβίκους
17. Ο Πικιπικιράμ λέει ότι την Ελλάδα θα τη σώσει
α) ο βασιλιάς β) οι πολιτικοί γ) ένας Χίτλερ
18. Ποιον υποστηρίζει η Μυρτώ;
Το(ν) ………………………….
19. Ποιον υποστηρίζει η Μέλια;
Το(ν) ………………………….
20. Ποιον υποστηρίζει η Σταματίνα;
α) το βασιλιά β) τον Βενιζέλο γ) κανέναν
Άρετή Πότσιου