Ο Εξόριστος του 1831. Ένα βιβλίο με πολιτικό στόχο. (Μ. Πάτσης)
Διδάσκοντας Νεοελληνική Λογοτεχνία
Πάτσης Μιχάλης
Αλέξανδρος Σούτσος
«Ο Εξόριστος του 1831»
Το έργο αυτό του Αλέξανδρου Σούτσου εκδόθηκε το 1835 και αποτελεί το δεύτερο μυθιστόρημα στην ελληνική γλώσσα, μετά την ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Είναι όμως χαρακτηριστικό πως από το 1834 τρεις συγγραφείς προαναγγέλλουν την δημοσίευση μυθιστορημάτων τους : ο αδερφός του συγγραφέα Παναγιώτης Σούτσος τον «Λέανδρο» έργο που εξεδόθη πράγματι πρώτο, ο Αλέξανδρος Σούτσος τον «Εξόριστο του 1831» που εκδόθηκε τελικά το 1835 και ο Ιάκωβος Πιτζιπίος από την Οδησσό της Ρωσίας, όπου εργαζόταν στο Λύκειο Ρισελιέ, το έργο «Η ορφανή της Χίου ή ο θρίαμβος της αρετής», που τελικά κυκλοφόρησε το 1839.
Υπόθεση του έργου
Το μυθιστόρημα «Εξόριστος του 1831» αποτελείται από 9 κεφάλαια τα οποία έχουν σε μεγάλο βαθμό συμμετρία μεταξύ τους, δηλαδή οι σελίδες τους είναι περίπου ίδιες, με μικρές αποκλίσεις. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να πούμε πως ο Σούτσος σχεδίασε και οργάνωσε το υλικό του με σχέδιο που είχε συλλάβει από τα πριν, γράφει με κάποιο σχέδιο και όχι υπό την επίδραση τη στιγμής.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην Ελλάδα του 1831-1832 και αναφέρεται στον έρωτα του Εξόριστου και της Ασπασίας, που στηρίχθηκε στο αγνό, ειλικρινές αίσθημα όταν πρωτογνωρίστηκαν στα Κύθηρα. Ο έρωτάς τους που διαρκεί αρκετά χρόνια, από το 1825 την περίοδο της εκστρατείας του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, υποβοηθήθηκε και από την γνήσια υποχώρηση μπροστά του, τού Νικήστρατου, φίλου του Εξόριστου, που πρώτος αυτός αγάπησε την Ασπασία και είχε μάλιστα συνομολογήσει μαζί της συνοικέσιο αλλά μαθαίνοντας την κλίση της Ασπασίας για τον Εξόριστο και μη μπορώντας να μπει εμπόδιο στην ευτυχία δύο ανθρώπων που αγαπιούνται, παραιτήθηκε από την θέλησή του να την παντρευτεί και να της βάλει εμπόδια στην πραγματική ευτυχία. Η απομάκρυνσή του από την Ασπασία οδηγεί τον Νικήστρατο στο θάνατο και δημιουργεί τύψεις συνειδήσεως στους άλλους ήρωες ιδίως στον Εξόριστο. Την ιστορία του διηγείται ο Εξόριστος σε έναν συγκρατούμενό του στο Μπούρτζι.
Στο έργο, ο έρωτας των νέων στο Ναύπλιο του 1831 συνυφαίνεται με τα εμπόδια που έχουν να ξεπεράσουν, για να συναντηθούν και να συνδεθούν με μία κοινή ζωή. Το εμπόδια σχετίζονται με απαγορεύσεις και τιμωρίες που επιβάλλονται στον Εξόριστο λόγω της πολιτικής δράσης του. Οι αντικυβερνητικές πεποιθήσεις και ενέργειες του Εξόριστου τον φέρνουν αντιμέτωπο με την εξουσία και τον βάζουν στο στόχαστρο των διωκτικών της μηχανισμών. Παρακολουθούμε την περιπλάνησή του, διωγμένος από το Ναύπλιο, σε τόπους ιστορικούς όπως στις Θερμοπύλες, όπου προσπαθεί να δει, να θαυμάσει και να εμπνευσθεί από το ιστορικό παρελθόν, σε απλά φτωχά χωριά του ελληνικού χώρου, σε χώρους όπου συσκέπτονται οι Συνταγματικοί στη Σαλαμίνα, να συλλαμβάνεται και να οδηγείται στο Μπούρτζι δέσμιος, να απελευθερώνεται με την βοήθεια της Ασπασίας, να λαμβάνει ενεργό μέρος στην αντικαποδιστριακή στάση στην Ύδρα και στη διαμόρφωση των αποφάσεων ή στην επανάσταση και να ηγείται στρατεύματος στο Αργος, στα Μέγαρα και στο Ναύπλιο, να μπαίνει νικητής στο Ναύπλιο διώχνοντας τον διάδοχο του Καποδίστρια αδερφό του Αυγουστίνο, εγκαθιδρύοντας νέα αρχή υπό τον Κωλέττη. Παράλληλα παρακολουθούμε τις ενέργειες του Αυγερινόπουλου, ενός νέου Πελοποννήσιου, αντεραστή του Εξόριστου, που με σκοπό να οικειοποιηθεί την μεγάλη περιουσία της Ασπασίας κάνει τα πάντα για να την παντρευτεί, γινόμενος ταυτοχρόνως και αυτός διώκτης του Εξόριστου, εκκινούμενος από προσωπικό όφελος, παρά το ότι ο ίδιος ανήκει στην Καποδιστριακή παράταξη. Όταν ματαιώνονται όλες οι προσπάθειες του προσπαθεί να δολοφονήσει τον Εξόριστο, με πληρωμένο δολοφόνο και όταν και αυτό αποδεικνύεται πως δεν πραγματοποιείται τότε εκδικείται το νεαρό ζευγάρι δολοφονώντας την Ασπασία με δηλητήριο σε ένα ξενοδοχείο της Σύρου όπου είχαν καταφύγει μετά την αντικαποδιστριακή επανάσταση για ηρεμία. Στο τέλος παρακολουθούμε τον Εξόριστο, αρκετά μελαγχολικότερο και λόγω των προβλημάτων της πολιτικής ζωής, να φεύγει από την Ελλάδα, να εγκαθίσταται μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθώντας να συνηθίσει την ιδέα πως η Ασπασία είναι νεκρή αλλά και παράλληλα για να βρει καταφύγιο και ησυχία από την μεγάλη διάψευση προσδοκιών που γνώρισε στη μετεπανασταστική Ελλάδα. Έχει όμως την ζωηρή ανάμνηση των δύο αγαπημένων του προσώπων της Ασπασίας που προσωποποιεί τον έρωτα και του Νικήστρατου που προσωποποιεί τη αγνή φιλία και που η έλλειψή τους και «το έργοστάσιον της τύχης» του, τους εμφανίζει μπροστά του σαν οπτασίες και σκιές στο όραμα των οποίων ο ίδιος βασανίζεται.
Ο ιστορικός χρόνος
Το κείμενο σε ένα πολύ μεγάλο μέρος, ίσως μάλιστα αυτός να είναι και ο κύριος σκοπός της συγγραφής του, ασχολείται με το κίνημα των Συνταγματικών όπως ονομάζονται στο έργο, εναντίον του Καποδίστρια, και κατ’ αυτήν την έννοια αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, μυθιστόρημα με στοιχεία χρονικού των αντικαποδιστριακών γεγονότων το 1831 στην Ελλάδα, ένα χρονικό των ημερών πριν και μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη. Τη δυνατότητα να μιλήσουμε για μυθιστόρημα-χρονικό μας τη δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας όταν στον πρόλογο του έργου του μας δηλώνει πως με τον Εξόριστο θέλει να μιλήσει για τις καταχρήσεις της καποδιστριακής κυβερνήσεως, επίσης πως τον προβληματίζει ο τρόπος που μίλησε για ιστορικά πρόσωπα και γι αυτό τονίζει. «εάν έγραφα σήμερον τον Εξόριστο ήθελα ομιλήσει περί τινών προσώπων κατ’ άλλον τρόπον» , έχει δε την συνείδηση πως ασχολείται με ιστορία «.. μεταξύ των δυσκολιών, όσας απαντά ο γράφων ιστορίαν συγχρόνων και ζώντων ανθρώπων… », ο ίδιος εξάλλου είχε εκδώσει το 1829 την «Ιστορία τη Ελληνικής Επαναστάσεως», που έτυχε γερμανικής έκδοσης το 1830 και είχε βρει ικανοποιητική ανταπόκριση στο κοινό. Ο συγγραφέας κάνει λόγο για ημερολόγιο, δίνοντας τίτλο στο τελευταίο μέρος του ενάτου κεφαλαίου « Ημερολόγιο του Εξορίστου μετά τον θάνατον της Ασπασίας» . Όμως ο καλύτερος ορισμός θα ήταν χρονικό γιατί το ημερολόγιο αποτελεί μια καταγραφή γεγονότων για προσωπική κατά κύριο λόγο ανάγνωση ή χρήση.
Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να είναι σαφής και λεπτομερής στις ιστορικές του αφηγήσεις κάτι που κάνει το έργο να καταλαμβάνεται κυρίως από το ιστορικά γεγονότα και την εξιστόρησή τους, το ιστορικό και επικαιρικό στοιχείο κυριαρχεί στη μυθοπλασία, όμως επιζητεί την ακρίβεια γιατί αναφέρεται σε πραγματικά πρόσωπα και θέλει να είναι δίκαιος απέναντί τους. Από το Ζ (7ο ), κεφάλαιο αυτό γίνεται εντονότερο με αποτέλεσμα να επηρεάζει την πλοκή του έργου για την οποία φαίνεται να την βάζει σε δεύτερη μοίρα, εξηγεί όμως πως αυτό γίνεται γιατί ο ήρωάς του αναμειγνύεται ενεργότερα με τα πολιτικά πράγματα. Η κλίση του προς την πολιτική φαίνεται και στα αφηγηματικά τεχνάσματα που χρησιμοποιεί για να τονώσει το ενδιαφέρον για τα πολιτικά θέματα. Διακόπτοντας τη διήγησή του για την αντίδραση της Ασπασίας στην είδηση του θανάτου του Εξόριστου γράφει «ημείς με άκραν δυσαρέσκειαν σας αφίνομεν, και στρεφόμεθα προς τους φλεγματικούς αναγνώστας μας, όλοι ολίγον φροντίζουν περί τρυφερών αισθημάτων και, ως αυτοί λέγουν, μόνην των ερωμένην έχουν την Πολιτικήν» . Το έργο βέβαια δεν είναι ιστορικό γιατί υπάρχουν ήρωες, χαρακτήρες που πλάθει ο συγγραφέας και που αυτοί έχουν τον κύριο ρόλο, αυτοί κινούν τη μυθοπλασία, τα ιστορικά δε γεγονότα αναφέρονται πάντα σε αναφορά κυρίως με τον κεντρικό ήρωα του έργου τον Εξόριστο. Λίγες γραμμές του έργου αναφέρονται σε ιστορικά πρόσωπα ή σε ιστορικά γεγονότα στα οποία δεν συμμετέχει ο κεντρικός ήρωας ή κάποιοι άλλοι ήρωες του έργου.
Η αναφορά όμως στα ιστορικά γεγονότα στο κείμενο γίνονται με την οπτική γωνία ενός συνταγματικού ο οποίος αγωνίζεται για τις ιδέες του και θέλει να επιφέρει αλλαγές στον ελληνικό χώρο. Υπάρχει η υποκειμενική βίωση του ιστορικού χρόνου με τόλμη και γενναιότητα. Η δεδομένη πολιτική στάση του συγγραφέα είναι αυτή που δημιουργεί την εντύπωση σήμερα πως υπάρχει αμεροληψία στο κείμενο όμως αυτή η αμεροληψία είναι που δημιουργεί και χαρακτήρα ασυμβίβαστο με την εξουσία, την ανελευθερία και την τυραννία. Ταυτόχρονα κάνει το έργο να έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του στα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής του.
Αφήγηση, αφηγηματικός χρόνος
Ο συγγραφέας ταυτίζεται με τον αφηγητή και έτσι τα ιστορικά γεγονότα δίδονται πάντα μέσα από την οπτική γωνία της αντικαποδιστριακής ιδεολογίας της πλευράς των συνταγματικών στην οποία ανήκει ο κεντρικός ήρωας και είναι φορέας των απόψεων του συγγραφέα.
Δεν υπάρχει καμιά απόσταση ανάμεσα στο συγγραφέα, τον αφηγητή και τον κεντρικό ήρωα, αποκομίζεις την εντύπωση πως όλοι πρέπει είναι το ίδιο πρόσωπο. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη με έναν ετεροδιηγητικό αφηγητή ο οποίος προσπαθεί να αναλύσει όλες τις πτυχές της ιστορίας και να αποκρυπτογραφήσει τα λόγια των ηρώων του. Στο έργο υπάρχουν διάλογοι, διήγηση προηγούμενων διαλόγων από έναν ήρωα κυρίως με τη βοήθεια πλάγιου και ευθύ λόγου και ανάγνωση επιστολών.
Το έργο έχει μια γραμμική εξέλιξη προς τα εμπρός, μία ορμητική κίνηση προς τα εμπρός που επιβεβαιώνεται και από τη συχνή χρήση του Μέλλοντα, έχει όμως μερικές αναλήψεις. Η κυριότερη είναι η αφήγηση από τον Εξόριστο της φιλίας του με τον Νικήστρατο και της γνωριμίας του με την Ασπασία. Η αφήγηση πραγματοποιείται στο Μπούρτζι οπου βρίσκεται φυλακισμένος και έτοιμος να δικαστεί. Η ανάληψη δένεται με την υπόθεση του έργου. Ο χρόνος επιταχύνεται όταν ο ήρωας βρίσκεται μακριά από το Ναύπλιο, συνήθως αποδίδεται περιληπτικά. Επιβραδύνεται όταν βρίσκεται στο Ναύπλιο που δεν είναι μόνο η πρωτεύουσα της τότε Ελλάδας και το επίκεντρο των γεγονότων, αλλά και ο στίβος για να αγωνιστεί για τις ιδέες του, να δεχθεί διωγμούς, να φυλακιστεί, να επικοινωνήσει με την Ασπασία. Ο χρόνος ακολουθεί τον Εξόριστο στον αγώνα του και με τον τόπο δημιουργεί μια ενότητα, μια ενότητα χρονότοπου που χαρακτηρίζεται από την έντονη θέληση, επιθυμία για άμεση συνταγματική αλλαγή και για ευόδωση της σχέσης του με την Ασπασία. Ο χρόνος επιβραδύνεται στην αναδιήγηση της γνωριμίας του με την Ασπασία και παρακολουθούμε τις μεταπτώσεις στη ψυχολογία των ηρώων.
Οι χαρακτήρες ή ήρωες του έργου
Οι χαρακτήρες του κειμένου παρουσιάζονται από τον συγγραφέα με πλάγιο λόγο ή με ευθύ λόγο, με σχόλια, περιγραφές και χαρακτηρισμούς. Ακολουθεί την γραμμή εκείνη που θέλει να υπάρχει ο καλός ήρωας και ο φαύλος. Κύριος ήρωας ο Εξόριστος ο οποίος συμμετέχει σε όλες τις σκηνές και διαπλέκεται με όλα τα άλλα πρόσωπα του έργου. Είναι ως ήρωας δυναμικός διότι παρά το ό,τι είναι φτιαγμένος με σταθερές παραμέτρους γνωρίζει μεταπτώσεις, την αγάπη από απλή φιλία και την φυγή και αυτοεξορία για να μην μπει εμπόδιο στην Ασπασία, την έξαρση στην περίοδο του αγώνα, την απογοήτευση μετά από την επικράτηση των συνταγματικών. Και με τους άλλους ήρωες το ίδιο συμβαίνει, θα λέγαμε πως όλοι οδηγούνται στην τελείωση ενός σκοπού που έχουν μέσα τους. Ο εξόριστος είναι Ελληνας που έχει πάρει υψηλή παιδεία στην Ευρώπη αλλά αγαπάει τον τόπο του, θέλει να μεταδώσει τα φώτα και τις αρχές της ελευθερίας, τον ενδιαφέρουν τα υψηλά ιδανικά και οι αξίες, είναι ετερόχθονας και βιώνει την ετεροχθονία του στην Ελλάδα. Αντίποδας είναι ο Αυγερινόπουλος, νέος με μικρή μόρφωση που επιδιώκει με κάθε μέσο να ανέλθει τα σκαλιά της κοινωνικής και πολιτικής σκηνής, είναι αυτόχθονας Πελοποννήσιος και παρουσιάζεται ως ο αντίποδας του Εξορίστου, μέσω αυτού προφανώς θέλει να καυτηριάσει την τάση των νέων οι οποίοι χωρίς παιδεία, μόχθο και μιμούμενοι τους ξένους θέλουν να αναδειχθούν, τον χαρακτηρίζει η κακία, η απάτη και ο δόλος στις ενέργειές του που φτάνουν στο ανώτερό τους βαθμό με την δολοφονία της Ασπασίας. Η Ασπασία παρουσιάζεται πιο ρεαλιστικά, είναι άνθρωπος που αγαπάει τη ζωή και κάνει τα πάντα για να πάρει το μερίδιο ευτυχίας που της αναλογεί. Ο Νικήστρατος το ιδανικό του φίλου αλλά και του ανθρώπου που θα κλείσει μέσα του το μαρασμό που θα του φέρει η απομάκρυνση από τον έρωτα. Ο Αλβανός ο πλάνητας πολεμιστής που βρήκε καταφύγιο στην ελληνική επανάσταση και που παρά την παντελή έλλειψη ηθικής, και κοινωνικότητας, τον σκληρό χαρακτήρα και την άνομη ζωή του που στηρίζεται σε κλοπές, πλιάτσικο και δολοφονίες, διατηρεί όμως τη μπέσα την αρχή που πήρε μόνο εφόδιο από την φυλή του, δεν σκοτώνει, βασανίζεται και έχει τύψεις από την ενέργεια που πήγε να κάνει. Ο Καποδίστριας ευφυής αλλά τύραννος, Κερκυραίος, μέγας διπλωμάτης αλλά και αυτός που χώρισε τον ελληνικό χώρο. Ο χαρακτηρισμός τύραννος για τον συγγραφέα, στέκει πάνω απ’ όλα, γιατί ο κυβερνήτης κατέλυσε την εθνοσυνέλευση, στέρησε τις ελευθερίες από τον λαό, και αθέτησε τις υποσχέσεις. Με έναν τέτοιον πολιτικό ο τόπος δεν θα προοδεύσει, η Ελλάδα θα γίνει δούλη της Ασίας, και γι’ αυτό είναι ήρωες οι Μαυρομιχάληδες, οι οποίοι κάνουν φόνο και όχι δολοφονία.
Η ιδεολογία του αφηγητή
Η ιδεολογία του συγγραφέα σ’ αυτά τα μέρη είναι περίπου η εξής: η Ελλάδα είναι ένας χώρος ιστορικός,εδώ γεννήθηκε η ιδέα της Ελευθερίας και των φώτων άρα για να προχωρήσει μπροστά και για να υπάρξει πρόοδος θα πρέπει να δοθεί Σύνταγμα και να υπάρξουν Ελευθερίες. Η επιμονή δε στο Σύνταγμα και στις Ελευθερίες είναι κινητήριο στοιχείο του έργου. Ο ήρωας φλέγεται από αυτά τα ιδανικά και αυτά είναι που κινούν μπροστά τη δράση του, είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του γι αυτά. Τα υψηλά ιδανικά και όχι η πραγματικότητα είναι αυτά που αποτελούν κριτήριο για τη δράση του, αυτός ο ιδανισμός συνδέει το έργο με το ρομαντισμό, όμως η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων δίνει στο έργο μια ρεαλιστική διάσταση.
Το συναίσθημα είναι καλά αποτυπωμένο στο έργο, ο συγγραφέας φροντίζει τις συναισθηματικές καταστάσεις ή μεταπτώσεις των ηρώων να τις ζωγραφίζει και στην όψη τους, να μας μεταδίδει τις συγκρούσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της ψυχής τους με σημεία οπτικά ή λεξικά, εικόνες, μεταφορές. Ο θυμωμένος Καποδίστριας προ του Εξόριστου ερυθριά, ο Αλβανός φεύγοντας μετά την αποτυχία του να δολοφονήσει τον Εξόριστο νομίζει πως καταδιώκεται από στρατιώτες ενώ στην πραγματικότητα βρέχει. Η αναφορά στην αρχαιότητα και στο γαλλικό διαφωτισμό είναι αλληλένδετα στο έργο, το ίδιο όπως και η αντίθεση Ευρώπης –Ασίας, ως αντίθεση πολιτισμού-βαρβαρότητας. Ο λόγιος είναι αυτός ο οποίος εισάγει τα φώτα και προσπαθεί να εκπολιτίσει την Ελλάδα ή οποία από «δέσποινα της Ασίας έχει μετατραπεί σε δούλη της». Η αναφορά στη σημασία του Κοραή και των λογίων έχει ιδιαίτερη σημασία και είναι προφητική αφού παράλληλα φροντίζει να στηλιτεύσει και τους προκρίτους. Μιλώντας για τον Ζαϊμη αναφέρει «δεν εδυνήθη όμως να εννοήση εντελώς εις τι συνίστατι η αληθής δόξα, και της ιεράς μας επαναστάσεως το χωνευτήριον δεν τον εκαθάρισεν από την σκωρίαν όλην του επί Τουρκοκρατίας Προκρίτου. Αι φιλελεύθεραι της εποχής ιδέαι, τάς οποίας οι ολίγοι εγνωσμένοι λόγιοι διέσπειρον είς την Ελλάδα…δεν εισέδυσαν εις την ψυχήν του εισέτι».
Η γλώσσα επίσης παίζει σημαντικό ρόλο για την ιδεολογία του αφηγητή, η γλώσσα είναι στοιχείο του πολιτισμού μας άρα για να μάθουμε όχι τα «κατ’ επιφανείαν» ελληνικά θα πρέπει να μελετήσουμε τους αρχαίους. Όμως στο συγκεκριμένο έργο τα αρχαία ελληνικά συνδυάζονται με το Σύνταγμα, με τη δημοκρατία και τις ελευθερίες , με ό,τι σχηματικά θα λέγαμε σήμερα με μια τάση προοδευτικότητας και όχι με μια τάση συντηρητικότητας. Το σύνθημα δε που βάζει στο στόμα των Συνταγματικών είναι «Ελευθερία -Πατρίδα -Τιμή».
Σε πάρα πολλές σελίδες του το κείμενο ασχολείται με πολιτικές σκέψεις και αυτό το κάνει κείμενο στραμμένο στα σύγχρονα προβλήματα του καιρού του και της εποχής του. Είναι ένα έργο που θέλει να επιφέρει μια διόρθωση των πραγμάτων και αυτό το κάνει πολιτικό μυθιστόρημα. Είναι μέσα στα πλαίσια των μυθιστορημάτων της εποχής, που σκοπό τους έχουν δια του παραδείγματος των ηρώων να ασκήσουν ηθική αγωγή στον αναγνώστη και οι συγγραφείς να αποδειχθούν κοινωνικά ωφέλιμοι. Τέτοια έργα είναι και ο Πολυπαθής του Γρ. Παλαιολόγου, και ο Πίθηκος Ξούθ του Ι. Πιτζιπίου. Όμως ενώ σε αυτά τα έργα η νουθεσία πραγματοποιείται μέσω της γνωριμίας με τη ζωή των χαρακτήρων, των περιπετειών τους που αυτές οδηγούν στη νουθεσία, στον Εξόριστο απεναντίας έχουμε την εντύπωση πως παράλληλα με το χρονικό του κινήματος ή της στάσης διαβάζουμε και πολιτικές θέσεις. Στον Εξόριστο πραγματοποιείται επιπλέον μια πολιτική ανάλυση της εποχής, μια ανάλυση συγκεκριμένη. Και αν τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής «υπερευρωπαϊσμός» και «υπεραρχαιολατρία» εμφανίζονται στην κοινωνική ζωή και στην πνευματική παραγωγή, ο συγγραφέας κατανοεί πως πρέπει να ακολουθήσει διαφορετική οδό, αυτή που κυρίαρχα χαρακτηριστικά της έχει: ως βάση την ελληνική παράδοση ιδίως την παράδοση της Γραμματείας και όχι της θρησκευτικής λατρείας και ως εποικοδόμημα τον ορθό Λόγο και τα ευρωπαϊκά φώτα.
Η γλώσσα του κειμένου
Γλώσσα του κειμένου η καθαρεύουσα, σε μια από τις απλές μορφές της, δεν πλησιάζει στη δημώδη, πλησιάζει ίσως την γλώσσα στρωμάτων των πόλεων της εποχής, των αστικών κέντρων με μέσο τουλάχιστον βαθμό εγγραματοσύνης, Ναύπλιο, Αθήνα, Σύρο, Κωνσταντινούπολη αν μπορούμε να την αναφέρουμε δεδομένου του ό,τι υπήρχε σημαντικός ελληνικός πληθυσμός. Σε αυτές τις πόλεις εξάλλου διαδραματίζεται και ένα μέρος της ιστορίας. Όπως εξηγεί και ο ίδιος στον πρόλογο είναι η γλώσσα που απευθύνεται στους πολλούς της εποχής του, εννοώντας τα εγγράμματα στρώματα της πόλης και όχι στους λίγους για να αιτιολογήσει τη μη χρήση πιο αρχαϊκής γραφής. Ακολουθεί τη μορφολογία της λόγιας γλώσσας στις καταλήξεις, στις πτώσεις του ονόματος. Η χρήση της δοτικής δεν είναι συστηματική στο κείμενο και κύρια είναι η επιρρηματική εμπρόθετη χρήση της, «έν ροπή», «εν Μεγάροις», η χρήση της ως έμμεσο αντικείμενο αντικαθίσταται από την αιτιατική. Χρησιμοποιεί αρχαίες κλητικές, πχ. πάτερ! Υπάρχει συστηματική χρήση των μετοχών, σε –ων, -ας και παθητικών μετοχών παρακειμένου. Στη δημιουργία του παρατατικού των σύνθετων ρημάτων υπάρχει ένας τύπος όπως στο παράδειγμα «η πατρίς τον επροσκάλει» αντί «τον προσεκάλει», ίσως από επίδραση του προφορικού λόγου, ενώ αντιθέτως αποφεύγεται το επίθημα, -ούσ-, και άρα -ούσα στον σχηματισμό του παρατατικού. Διατηρεί την χρονική αύξηση της αρχαίας ελληνικής. Δεν χρησιμοποιεί συνίζηση ούτε και στους διαλόγου, π.χ.- Ποίος είσαι;. Οι διάλογοι του είναι γραμμένοι στην ίδια γλώσσα, ίσως πιο απλοί όμως. Καταλαβαίνει, πως όταν μιλάει ένας λαϊκός άνθρωπος θα πρέπει να μιλήσει με απλούστερο τρόπο. Δεν υπάρχει συγκοπή στην προστακτική παρά μόνο σε ένα μικρό λαϊκό τραγούδι του κειμένου, δώσετε αντί δώστε, βάλετε αντί βάλτε. Κάνει χρήση επιρρημάτων, προθέσεων, αντωνυμιών της αρχαίας ελληνικής, υπαρχει συστηματική απουσία της αντωνυμίας οποίος από το κείμενο, ενώ αντιθέτως στον Πολυπαθή του Γ.Παλαιολόγου χρησιμοποιείται. Οπωσδήποτε η χρήση των αναφορικών αντωνυμιών όστις, ήτις, ό,τι ξενίζει αλλά ο συγγραφέας φροντίζει να μην γεμίζει την πρόταση με αρχαϊστικές εκφράσεις και λέξεις.
Όμως η γλώσσα του χαρακτηρίζεται και από στοιχεία που κάνουν το κείμενο να μην είναι τόσο απρόσιτο.
1. Ο ενεργητικός Αόριστος σχηματίζεται με βάση τον νεοελληνικό τύπο με χρήση όμως της αύξησης π.χ. επέζευσα, επέζευσε, επέζευσε επεζεύσαμε, επεζεύσατε, επέζευσαν.
2. Ο παθητικός αόριστος με βάση τον αρχαίο παθητικό στο πρώτο πρόσωπο χωρίς το τελικό ν, στα άλλα όπως και ο νεοελληνικός, π.χ. εφάνη
3. Χρήση του περιφραστικού νεοελληνικού παρακειμένου και υπερσυντέλικου και όχι του αρχαϊκού μονολεκτικού που παρατηρείται σε άλλα έργα της εποχής, όπως στο «Θάνο Βλέκα», έτσι το «είχε ασφαλίσει», «είχε αρχίσει» κάνει το κείμενο λιγότερο δύσκολο στην ανάγνωση
4.Χρήση του μορίου να για τον σχηματισμό της υποτακτικής παρά του ίνα που στο κείμενο δεν απαντάται, να αποδώσω, να τέρψη, να θάψω, όμως στην κλίση της έγκλισης ακολουθείται το μορφολογικό πρότυπο της λόγιας, να δώσωσιν, όπως λύσωσιν και όχι δώσιν, ή διδώσιν
5. Χρήση αντιθέτως περιφραστικού μέλλοντα με τη βοήθεια του θέλω συν ρήμα και όχι με τη χρήση του θα, σ’ αυτή την περίπτωση κλίνονται και οι δύο λέξεις, όπως «θέλεις εκτελέσεις» αντί θα εκτελέσεις, «θέλει υπάρχει» αντί θα υπάρχει. Και αυτός ο μέλλοντας δεν είναι τόσο αρχαϊκός όσο ο τύπος θέλω συν απαρέμφατο ρήματος
6 Οι προτάσεις είναι σύντομες και οι περίοδοι αποτελούνται από δύο ή τρεις προτάσεις, έτσι αποφεύγεται ο μακροπερίοδος λόγος και ο πλατειασμός.
Απ’ αυτή την άποψη είναι κείμενο που μπορεί να βοηθήσει στη μελέτη της γλώσσας της εποχής αλλά και της ιστορίας της εποχής. Σίγουρα η γλώσσα και το λεξιλόγιο χρειάζονται μεγαλύτερη μελέτη. Όμως μας δίνει το δικαίωμα να πούμε πως οι λόγιοι της καθαρεύουσας είχαν αίσθηση της εξέλιξης της γλώσσας και καταλάβαιναν πως έπρεπε να ρυθμίσουν γλωσσικά ζητήματα. Δεν αισθάνθηκαν όμως την αλλαγή στο φωνολογικό και μορφολογικό της γλώσσας ή την θεώρησαν υποχώρηση ή βαρβαρισμό και γι’ αυτό στράφηκαν στο τυπολογικό της αρχαίας ελληνικής. Έζησαν σε μια μεταβατική κατάσταση, την περίοδο λίγο πριν και μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και είχαν συμβολή σε αυτό που ονομάζουμε νεοελληνική κοινή.
Η επιλογή της συγκεκριμένης γλώσσας, σκοπό έχει να προσδώσει στο κείμενο καθαρότητα και γλαφυρότητα και να το κάνει γνωστό και αναγνώσιμο από μεγαλύτερα στρώματα αναγνωστών. Ο συγγραφέας έχει σκοπό να γράψει στα νέα ελληνικά και να δημιουργήσει πρότυπο. Καταλαβαίνουμε πως αυτή πρέπει να ήταν η γλώσσα των στρωμάτων της πόλης, πέρα από τις διαλέκτους, τις οποίες μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε η Βαβυλωνία του Βυζάντιου.
Σήμερα το κείμενο, κατά την γνώμη μου, μπορεί να διαβαστεί από τον επαρκή αναγνώστη και όχι μόνο από τον μελετητή. Ως τέτοιον, για τα λογοτεχνικά κείμενα, θα μπορούσα να ορίσω αυτόν που τελείωσε το Γενικό Λύκειο, το ίδρυμα που είναι προορισμένο να εφοδιάσει με τα απαραίτητα στοιχεία το νέο, έτσι ώστε αυτός να πάρει μόρφωση και καλλιέργεια. Χρειάζεται όμως ο ίδιος, ο νέος άνθρωπος, να αναπτύξει και να καλλιεργήσει το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και μετά την αποφοίτησή του. Το λέω αυτό και υποπτεύομαι πως είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί για πολλούς λόγους με αποτέλεσμα ο νέος να απολαμβάνει κυρίως κείμενα της ευκολίας.
Το λεξιλόγιο
Η επιλογή του λεξιλογίου είναι προσεκτική στην αφήγηση των περιπλανήσεων του ήρωα, δένεται με τα πάθη του και τις μεταβολές της τύχης του, μας συγκινεί και έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές αλλά και μας ανατροφοδοτεί το ενδιαφέρον να διαβάσουμε τη συνέχεια. Δημιουργεί έναν ήρωα με αγνά αισθήματα και αφομοιωμένη ιδεολογία, με καθαρές απόψεις και πάθος για τις ιδέες του. Οι λέξεις είναι παρμένες από το καθημερινό λεξιλόγιο αλλά και τη λόγια παρακαταθήκη. Λέξεις αρχαίες, λόγιες, αλλά και καθημερινές όμως καθαρισμένες από επιδράσεις και με λόγια μορφολογία είναι το λεξικό κράμα του έργου. Το ύφος όμως που δημιουργείται έχει μια ρητορεία στην περιγραφή της πολιτικής κατάστασης, και υψηλό πολιτικό πάθος που δεν αντιστοιχίζει με την περιγραφή του ερωτικού δράματος. Έτσι από το 7ο κεφάλαιο αλλάζει η συμμετρία του και η ενότητα του, γίνεται περισσότερο πολιτικό κείμενο και χάνεται το ενδιαφέρον μας, γιατί τα επικαιρικά στοιχεία δεν δένονται διαρκώς με την μυθοπλασία.
Επίλογος
Αποτελεί το πρώτο πολιτικό μυθιστόρημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας επικεντρωμένο απόλυτα στα προβλήματα του καιρού του. Αυτός ίσως να είναι ένας από τους λόγους που δεν ξεναεκδόθηκε παρά μόνο λίγες φορές μετά την πρώτη του έκδοση, ούτε διαβάστηκε στον καιρό του όπως άλλα έργα του Σούτσου ή άλλα μυθιστορήματα όπως «Η ορφανή της Χίου» η οποία έτυχε πολλών εκδόσεων. Απεναντίας μοιάζει με το άλλο ανολοκλήρωτο έργο του Ι.Πιτζιπίου «Ο πίθηκος Ξουθ» το οποίο δεν εκδόθηκε αυτοτελώς στον καιρό του, παρά μόνο σε συνέχειες, σε περιοδική έκδοση της εποχής. Είναι ένα κείμενο της χαμένης λογοτεχνίας, αλλά όχι και της χαμένης Γραμματείας. Η αναφορά σε πολιτικά θέματα πολλές φορές απαιτεί μεγαλύτερη νηφαλιότητα, ανοικτό πνεύμα και σύνθεση αντιθέσεων κάτι που δεν γίνονται ορατά στο κείμενο με αποτέλεσμα να το μετατρέπει σε ένα στρατευμένο κείμενο, δεν ξέρω όμως αν αυτό είναι θετικό ή αρνητικό χαρακτηριστικό του.
Διδάχθηκε στο 4ο έτος του τμήματος Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Λομονόσοφ στα πλαίσια του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Σ’ αυτό το έτος θα διδαχθούν κείμενα από την Α’ Αθηναϊκή Σχολή, τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή και τη Λογοτεχνία του μεσοπολέμου ως το 1930.
25 Οκτωβρίου 2005
Εξαιρετική δουλειά, συνάδελφε. Έχω παρατηρήσει ότι γενικά, πίσω από κάθε σου "κατάθεση" (πληροφορία ή διδακτική πρόταση) υπάρχει έρευνα προσωπική. Σημειώνω επίσης στα θετικά το ότι κατορθώνεις να αναδεικνύεις την αξία θεμάτων που δεν θεωρούνται "αβανταδόρικα", ο Αλέξανδρος Σούτσος είναι ένα παράδειγμα. Διπλά σημαντική λοιπόν κι αυτή σου η παρέμβαση. Σου εύχομαι καλή συνέχεια.
Σίσσυ Αθανασοπούλου
Με μια κάποια καθυστέρηση Σίσσυ, θα έλεγα πως μπορούμε να αναδείξουμε κείμενα και συγγραφείς που δεν είναι στον επίσημο κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όσο σχηματικός και αν είναι αυτός ο όρος. Αυτό που με ενδιαφέρει εδώ, είναι να ανακαλύψουμε τη γλώσσα του συγγραφέα, η οποία δένεται με τα αισθήματα, συναισθήματα, προσδοκίες, φιλοδοξίες του ή γενικότερα της εποχής, το πνεύμα γενικά των ανθρώπων μέσα στα κείμενα και βέβαια να διευρύνουμε την αναγνωστική πρόσληψη ή τον αναγνωστικό ορίζοντα. Νομίζω πως όσο θέλουμε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός δεν μπορούμε αν δεν διευρύνουμε τη βάση του προβληματισμού μας, και αυτή η βάση έχει σχέση με την παράδοσή μας. Ο Παλαμάς για παράδειγμα, διάβαζε τον Περιπλανώμενο του Σούτσου αλλά και τους ποιητές της Α Αθηναϊκής Σχολής και τους θεωρούσε ποιητές, αντέτεινε δε στον Ροϊδη πως ο Παπαρρηγόπουλος δεν ήταν επηρεασμένος από τον Μπωντλαίρ αλλά από τον Λεοπάρντι, ήταν γι αυτόν ζωντανοί στην ποιητική του αίσθηση, ενώ για την εποχή μας είναι απόμακροι και δεν ξέρω αν αυτό θα μπορούσε να ήταν η μόνη διέξοδος. Πιστεύω πως είναι καλό όταν μας δίνεται η δυνατότητα να διδάξουμε Λογοτεχνία να προσεγγίζουμε τα κείμενα με μεγαλύτερη αφοσίωση σε αυτά και στη γλώσσα τους καθώς επίσης να αναδεικνύουμε τη σχέση τους με την ιστορία της ελληνικής γραμματείας, τη διακειμενικότητα τους με έργα της διεθνούς λογοτεχνίας ή να εντοπίζουμε σχέσεις με τη ζωή της χώρας στην οποία δουλεύουμε. Επίσης είναι καλό και στις Φρυκτωρίες να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων με έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ή μιλώντας σαφέστερα μια βάση δεδομένων με το περιεχόμενο Έργων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ποιητικών συνθέσεων, μυθιστορημάτων ή διηγημάτων ή οτιδήποτε άλλων δοκιμίων κτλ. κάτι που χρειάζεται πολύ και είναι δύσκολο να βρεθεί. Δηλαδή όποιος διαβάζει κάποιο ολοκληρωμένο έργο είτε της αρχαίας είτε της νεότερης γραμματείας και έχει το χρόνο και τη διάθεση, να γράφει ένα μικρό κείμενο για την υπόθεση αυτού που διάβασε και να το στέλνει σε μια αντίστοιχη βάση δεδομένων στις Φρυκτωρίες. Καταλαβαίνουμε βέβαια πως η μεγαλύτερη δυσκολία υπάρχει σε κείμενα της νεοελληνικής γραμματείας. Σήμερα υπάρχουν Ιστορίες της Λογοτεχνίας αλλά το περιεχόμενο των έργων δεν είναι εύκολο να βρεθεί ακόμα και στις πληρέστερες.
Μιχάλης Πάτσης