Υποβλήθηκε από joanna την Τετ, 2009-11-11 13:34.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Στίχοι: Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑ
Μουσική:Θ. ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΥ
KURO SIWO
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Πέρ’απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου’πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι’ ο λόγος της μέσ’στο μυαλό σου να σφυρίζει
“ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι”;
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που ’χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ... η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πώς παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι.
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ’αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες “σ’αγαπώ”.
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dèpot.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου ’πες πως το Μάρτη
σ’άλλους παραλλήλους θα ’χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου’πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
-Να φοβάσαι τ’άστρα του Νοτιά.
Άλλοτε απ’τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ’ένα μαγαζί του Nossi Bé
πήρες το μαχαίρι, δυο σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ’ωραίο γλυκό της Κυριακής.
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από ένα γέρον έμπορο τ’αγόρασα στ’Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα νά’τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
“Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το’χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το’χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι’άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν’ αλαφρύ, για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’αγοράσεις”.
-Πόσο έχει; -Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρτο.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ’έκαμε και το’καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο, να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
Σκύψε.......πάρτο.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ’είδες.
Στην άμμο πάνω σ’είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα. (bis)
ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν απ’τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου’λεγε πώς καπνίζουνε στ’Αλγέρι τον καπνό
και στο Άντεν πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν,
όταν η ζάλη μ’όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου’λεγ’ακόμα ότ’είδ’αυτός, μια νύχτα που’χε πιει,
πώς πάνω σε άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
-Σαν πάμε στο Άντεν, μου’λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του’λεγα πως ο καπνός τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το’να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Μέσ’στο τεράστιο σώμα του είχε μι’αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα-στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δόστου εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’την άσπρη σκόνη.
FEDERICO GARCIA LORCA
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο -πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά-ξοπίσω εμείς-και μη σε μέλει.
Κάτω απ’τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα έν’αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ’απ’τα διψασμένα της χωράφια τ’ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
ΑΡΜΙΔΑ
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’αυτό θα φύγετε και σείς,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.
Μήνες τώρα που’χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το’χουμε καπνίσει.
Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει πού και πού το μάτι.
Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
-πού να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.
Ξεχαμένο τ’άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά
του Κολόμπου οι πέντε κολασμένοι.
Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ’άγριο κύμα να μας βγάλει·
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
Το πειρατικό του Captain Jimmy.
CAMBAY’S WATER
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
“κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω”
ωστόσο οι κάβοι σού σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που’ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’απόψε-λέω-φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που’πες με θυμό: θά’βγω άλλη μέρα...
Τη νύχτα σου’πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: “φάλτσο η πορεία...”
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabès.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.
Ο παπαγάλος σου’στειλε στερνή φορά το “γεια σου”
κι απάντησε απ’το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που σκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: “σε προδίνω”,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το’πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
ΠΙΚΡΙΑ
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μούδωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και “Σε πονάει με τη νοτιά;” -Όχι, από αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, πούχα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια.