Ποιήματα - Αρετή Πότσιου
- Κάλαντα
- Μίλτος Σαχτούρης
- Μανόλης Αναγνωστάκης
- Για την επέτειο του Πολυτεχνείου
- Για την γιορτή της 28ης Οκτωβρίου
ΚΑΛΑΝΤΑ
Κάλαντα Χριστουγέννων
Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών κι ο ποιητής των όλων
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό πέτρα να ραγίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
Κάλαντα Πρωτοχρονιάς
Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά,
Και του χωρισμού ο πόνος ας κοιμάται στην καρδιά.
Καλή χρονιά, καλή χρονιά
χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά.
Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά,
ήρθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια και χαρά.
Καλή χρονιά, καλή χρονιά
Χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά.
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
ψηλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνο
Αρχή που ήρθε ο Χριστός
Άγιος και Πνευματικός
στη γη να περπατήσει
και να μας καλοκαρδίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται
και δεν μας καταδέχεται,
από την Καισαρεία,
συ ’σαι αρχόντισσα κυρία.
Βαστάει εικόνα και χαρτί,
ζαχαροκάντιο, ζυμωτή,
χαρτί και καλαμάρι,
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε,
τη μοίρα του την έλεγε,
και το χαρτί ωμίλει,
Άγιε μου, Άγιε μου, Άγιε Βασίλη.
Μίλτος Σαχτούρης
Η μεταμόρφωση
Μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ’λεγες
θα πλύνω από τα χέρια μου
το αίμα
και θα πετάξω τα καρφιά
από το στήθος μου
δε θα φοβάμαι πια τον κεραυνό
δε θα φοβάμαι το σφαγμένο
πετεινό
μια μέρα θα ξυπνήσω
άστρο
όπως το ’λεγες
τότε θα είσαι ένα πουλί
ίσως έ ν α π α γ ώ ν ι
εγώ
θα έχω αθωωθεί
(Από τη συλλογή: Με το πρόσωπο στον τοίχο, 1952)
Ο ελεγκτής
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ΄ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω
Το ψωμί
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό
ψωμί, είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό ·
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος, κι αυτή
μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
(Από τη συλλογή: Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός
άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ’ αγοράζουν
εγώ δεν τα πουλώ
οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε
εγώ δεν τα πουλώ
(Από τη συλλογή: Ο περίπατος, 1960)
Μανόλης Αναγνωστάκης
Οι νικημένοι
Ξέρεις πως θα ’ρθει μια μέρα που θα φορέσουμε
αλογάριαστα ολόγυμνοι τον εαυτό μας
(Εποχές, 1945)
Επιτάφιον
Εδώ αναπαύεται
Η μόνη ανάπαυση της ζωής του
Η μόνη του στερνή ικανοποίηση
Να κείτεται μαζί με τους αφέντες του
Στην ίδια κρύα γη, στον ίδιο τόπο.
(Εποχές, 1941-44)
Πέντε μικρά θέματα
ΙΙ
Γυμνός κυλίστηκα μέσα στην άμμο μα δεν υποτά-
χτηκα
Και δεν αγάπησα μόνον εσένα που τόσο με κρά-
τησες
Όπως αγάπησα τα ναυαγισμένα καράβια με τα
τραγικά ονόματα
Τους μακρινούς φάρους, τα φώτα ενός απίθανου
ορίζοντα
Τις νύχτες που γύρευα μόνος να βρω το χαμένο
εαυτό μου
Τις νύχτες που μόνος γυρνούσα χωρίς κανείς να
με νιώσει
Τις νύχτες που σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου
αυταπάτη.
(Εποχές, 1941-44)
ΙΙ
……………………….
(Φίλοι καλοί, μη μας κατηγορήσετε. Σκίσαμε τώ-
ρα καιρό τα βιβλία μας
Καλύψαμε με τα χέρια τα’ αφτιά μας στα σφυρίγ-
ματα των πλοίων
Ανάψαμε τη φωτιά μας το πρωί με τις παλιές φω-
τογραφίες)
……………………………………
…Φυσάει πολύ απ’ το σπασμένο τούτο τζάμι.
(Ποιος έριξε φεύγοντας τις καρέκλες στο πά-
τωμα;)
Δεν ξεχωρίσαμε στο τέλος αν έπρεπε να ξανάρθουμε ή να μην ξανάρθουμε
Θαρρούσες πως στο βάθος θα μας κούραζε το ίδιο.
Δεν ξεχωρίσαμε.
(Είχαν τα πρόσωπά μας τόσο αλλόκοτα μπλεχτεί.
Μη μας κατηγορήσετε. Χάσαμε πια οριστικά
το δικό μας.)
(Εποχές 2, 1948)
VII
…………….
Μέρες γιορτής οι σημαίες υψώνονται, τα σχολεία
μ’ ομοιόμορφες μπλούζες
Κάθε κενότητα αναπαύεται ανώδυνα πάνω σε καταχτημένες αποσκευές
(Εποχές 2, 1948)
Στο Νίκο Ε…1949
Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες.
Εφιάλτες
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.
(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)
(Παρενθέσεις, 1954-56)
Η αγάπη είναι ο φόβος…
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
(Εποχές 3, 1951)
Όχι από δω…
……………
Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Δε θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου.
(Εποχές 3, 1951)
Επίλογος
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να ’ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δε μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.
(Εποχές 3, 1951)
Το σκάκι
Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τα’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.
(Η Συνέχεια, 1954)
Κάθε πρωί
Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
- Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες
απαριθμήσεις
- Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)
(Η συνέχεια, 1954)
Μιλώ…
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.
(Η Συνέχεια 2, 1954-56)
Στ’ αστεία παίζαμε…
Στ’ αστεία παίζαμε!
Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; Σαπίσαν τα φύλλα του ημεροδείκτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα μας δεχτεί;
Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!
(Η Συνέχεια 3, 1962)
Ένας κλέφτης…
Ένας κλέφτης
Κι άλλος κλέφτης
«Πιάστε τους κλέφτες»
(Ποιους κυνηγούσαν και ποιοι;)
Στεκόμουν στη θέση μου ακίνητος
Ανάμεσα στο έξαλλο πλήθος
Στις φοβερές κραυγές
Κανείς δε μ’ ακούμπησε
Άναψα κι άλλο τσιγάρο
Ήταν για μένα μια ξένη ιστορία
Εγώ δε φοβόμουνα
Δεν είχα τίποτα πια να μου κλέψουν
Δε με φοβόταν κανείς
Δεν είχα τίποτα να κλέψω απ’ αυτούς.
(Η Συνέχεια 3, 1962)
Αφιέρωση
Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι που χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν
Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε
Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.
(Η Συνέχεια 3, 1962)
Ο Στόχος
Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συνοψίζοντας
Το θέμα είναι τ ώ ρ α τι λες.
Στο παιδί μου
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
(Ο Στόχος, 1970)
Για επέτειο Πολυτεχνείου
Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου – πρώτη πάροδος δεξιά –
Τώρα υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
Και τα παιδάκια δε μπορούνε πια να παίξουνε από τα
τόσα τροχοφόρα που περνούνε
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος
πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν
εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές
αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι
στρατιώτες
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις
καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε,
υψώνεται η Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται –
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
- εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν –
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε ο ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησίες
Η Ελλάς των Ελλήνων.
Μ. Αναγνωστάκης, (Ο στόχος, 1970)
Επιτύμβιον
Πέθανες – κι έγινες κι εσύ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι
αντιπροέδρων,
Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που
προσέφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα
ήσουν,
Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη δε θα ’ρθω την ησυχία σου να
ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την
εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το
σαρκίο.)
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα ’σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
Μ. Αναγνωστάκης, (Ο στόχος, 1970)
ΑΝΑΤΟΜΙΑ (1971)
1
Καιρός να παραδώσω την κατάθεσή μου :
Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή
πυροβολισμός εφόδου
Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν
ουρά στο ρίγος του μεσημεριού
Άδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με
τα δέντρα της δεκατισμένα
Με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα
ασπρόρουχα πανικού
Κι έγινε η νύχτα ποταμός απ’ όπου στης αυγής τα
ξέφτια αναδυόμενα
Τα τανκς με βήματα βαριά τεντώνοντας την
προβοσκίδα τους
Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου 9
Τώρα είσαι γυμνός σαν πρωτόπλαστος και το δρεπάνι
τ’ ουρανού σου λιγνεύει
Τώρα κάθε πλάσμα σου ρίχνει το βέλος του κάθε μάτι
το ξέρει πως είσαι
Το γεράκι που χτυπήθηκε στα βουνά κι η πνιγμένη
ζητωκραυγή στις πλατείες
Κι έτσι έφτασες ως εδώ και πλάι σου εμείς ένας –ένας
με φίμωτρα
Κι οι πραιτωριανοί καταπάνω μας σ’ αυτή τη λαγκαδιά
με τα κόκκαλα
Εδώ δεν είναι η πρώτη μου φωλιά είναι μια
δρακοντότρυπα φώναξες
Κι ο πρώτος που σε πρόλαβε σε είδε να παίρνεις
Το μακροβούτι σου στον Αχέροντα.
Γιάννης Δάλλας
Για γιορτή 28ης Οκτωβρίου
Ποιήματα που μας διάβασε
ένα βράδυ ο λοχίας Οtto V…
Σε δύο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο
Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω
Απόψε θα χτυπήσεις και θα χτυπηθείς
Θα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά
εμβατήρια
Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες
ανήσυχα μάτια
Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία
Έτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.
Σ’ ένα λεφτό πρέπει να μας δώσουν το σύνθημα
Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.
(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Που δε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
Κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί
Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το
δίδυμο αδερφό μου.)
Μανόλης Αναγνωστάκης (Εποχές, 1945)