Ποιήματα ΙΙ - Αρετή Πότσιου
Σε μερικά από τα ποιήματα ή αποσπάσματα που στέλνω, μπορεί να ξεχωρίσει κανείς ακόμη και μικρότερα αποσπάσματα, που ωστόσο εμφανίζουν κάποια αυτοτέλεια. Επίσης μερικά ποιήματα, όπως το 13 και το 21 (Τρία κλικ..) της Κ. Γώγου ή «Στο παιδί μου», του Μ Αναγνωστάκη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επέτειο του Πολυτεχνείου, και άλλα σε άλλες. Θυμάστε που ψάχναμε και δεν είχαμε σε περασμένες επετείους! Ε, τώρα κάτι θα έχουμε να διαλέξουμε, πόσο μάλλον αν συμπληρώνει σιγά σιγά ο καθένας με ό,τι έχει.
Καλή χρονιά σε όλους
- Τρία κλικ αριστερά, 1978: 7, 13, 21
- Ιδιώνυμο, 1979: 3, 11, 12, 15, 16
- Το ξύλινο παλτό, 1985: 11
- Αγγελίες
-
Έκστασις
-
Ο πληθυντικός αριθμός
-
Μαύρη γραβάτα
-
Μεγάλη βδομάδα
-
Τρέχα γύρευε
-
Φωνή σε αδειοδρόμους
-
Απροσδοκίες
- VIP
-
Βιογραφικό ένθετο
-
Ένας χωρισμός
-
Καθαρές κουρτίνες
-
Ωδή
Κατερίνα Γώγου
Τρία κλικ αριστερά, 1978
7
Αυτός εκεί
ο συγκεκριμένος άνθρωπος
είχε μια συγκεκριμένη ζωή
με συγκεκριμένες πράξεις.
Γι’ αυτό και
η συγκεκριμένη κοινωνία
για το συγκεκριμένο σκοπό
τον καταδίκασε
σ’ έναν αόριστο θάνατο.
13
Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
…
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
Ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
…
Το ’χαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και ’μεις αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράμα.
Αλλά έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και ’γώ σου μίλησα
σου ’πα μονάχα «μη χάνεσαι»
και συ μου ’πες «ναι μωρέ»
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και ’γώ
έτσι όπως έχω δει
να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου «μωρέ».
21
25 Μαΐου
Ένα πρωί
θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες στην απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες στην απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με τον χαρακτηρισμό – μην τους πιστέψεις –
Προβοκάτορας.
ΙΔΙΩΝΥΜΟ, 1979
3
Με το κεφάλι θρύψαλα
απ’ τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά
και κει θα ρίξω όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ*
τα αίτια του θανάτου μου.
Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πως πέρασα με κόκκινο.
Ναι. Αυτό είναι πιστευτό.
Με κόκκινο. Αυτό να πείτε.
*η κόρη της ποιήτριας
11
Ώρε φιλάρα!
Στο τηλέφωνο δε λέγονται…
Άμα κατέβεις από δω
θα σου δείξω κάτι μεγάλα φτερά που μου φυτρώσανε
Θα σου δείξω
πόσο ανάλαφρα πέταγα
πηγαίνοντας στην απαγορευμένη συγκέντρωση
γιατί σφύριζε στο χέρι μου
μια βαριά αλυσίδα.
12
…τραλαλάμ… τραλαλάμ τι ώρα να ’ναι
όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου
μα δεν ήσουνα πάνω.
Μη σε νοιάζει… όταν ο κόσμος περνούσε
έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω ’γώ…
έτσι έκανα πάντα
Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι
ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε.
Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα
αλήθεια σου λέω
μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά κι ακόμα
είναι Νοέμβρης
πάρε αν θες και τ’ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους
πίσω απ’ το ταχυδρομείο – σκύψε να σου πω –
είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τ’ αστέρια
άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου
θα κατεβάσω μερικά.
Αν έχεις δουλειά αυτό τον καιρό δεν πειράζει.
Πάμε μια άλλη φορά.
Μόνο μη βγεις, να κοιμηθείς νωρίς
να ξεκινήσουμε πρωί
πριν βγει ο ήλιος
Πριν, πιο πριν, τότε που βγαίνουνε οι αθλητικές
εφημερίδες
Αν θες είναι καλύτερα – καλύτερο –
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα ’μια φρόνιμη
ακούνητη
θα ’μαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το ’καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γι’ αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε
ποτέ.
16
Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
- σταμάτα να σου πω –
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα.
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
Και μπερδεύω πού σταματάει τ’ όνειρο
και πού αρχίζει η αλήθεια…
21
………………………………………………………………..
γι’ αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
Πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ, 1985
11
Άσπρη είναι η άρια φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
Για την αποκατάσταση του μαύρου.
Κική Δημουλά
Αγγελίες
Διατίθεται απόγνωσις
εις αρίστην κατάστασιν,
και ευρύχωρον αδιέξοδον.
Σε τιμές ευκαιρίας.
Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
έδαφος πωλείται
ελλείψει τύχης και διαθέσεως.
Και χρόνος
αμεταχείριστος εντελώς.
Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.
Ώρα: Πάσα.
Κική Δημουλά (Ερήμην, 1958)
Έκστασις
Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.
Ο θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να ’ρχεται σε μένα.
Κι εγώ κάθομαι
τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.
Κική Δημουλά (Ερήμην, 1958)
Ο πληθυντικός αριθμός
Ο ΕΡΩΤΑΣ,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.
Ο φόβος,
Όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.
Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικό, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.
Κική Δημουλά (Το λίγο του κόσμου, 1971)
Μαύρη γραβάτα
Πότιζε συ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω.
Μόνο γράφε τους λόγους,
μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.
Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη
πως βασανίστηκα για όλα.
Κική Δημουλά (Το λίγο του κόσμου, 1971)
Μεγάλη βδομάδα
Το όχι είναι δισύλλαβο:
βρέ-χει.
Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
δε βρίσκει ταξί,
οι συνειδήσεις συνωστίζονται
στον ίδιο μονόδρομο,
όλοι νίπτουν τας χείρας των,
μάλιστα τέτοιες μέρες.
Κική Δημουλά (Το λίγο του κόσμου, 1971)
Τρέχα γύρευε
Πότε-πότε μας θυμάται το μέλλον
όσο μακριά κι αν βρίσκεται,
όλο και κάποιο μήνυμα λαβαίνουμε,
γραμμένο πάντα βιαστικά
γιατί διαρκώς αναχωρεί
για πιο μακριά ακόμα.
Τι να το κάνεις;
Γραφτά που μένουνε αδιάβαστα.
Κανείς δεν ξέρει από μας
να διαβάσει τι γράφει το μέλλον.
Παρεκτός κάτι ελάχιστες
γραμματιζούμενες ελπίδες.
Τρέχα γύρευε.
Κική Δημουλά (Το τελευταίο σώμα μου, 1981)
Φωνή σε αδειοδρόμους
Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή
είπε το Τίποτα στο Κάτι
κι εκείνο το ηλίθιο το ’χαψε.
Κική Δημουλά (Το τελευταίο σώμα μου, 1981)
Απροσδοκίες
Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.
…………………………………
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Ναι ναι μου φτάνει το αδύνατον.
Κι άλλοτε αγαπήθηκα απ’ αυτό.
Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς.
Διότι νέα σου δεν έχω.
Και αλίμονο αν δε δώσει
σημεία ζωής το παράλογο.
Κική Δημουλά (Χαίρε ποτέ, 1988, Μνήμη Άθου Δημουλά)
VIP
Μικραίνουν οι μέρες μικραίνουν
για να στενοχωριούνται συντομότερες.
Κική Δημουλά (Χαίρε ποτέ, 1988)
Βιογραφικό ένθετο
Μίλησα νωρίς˙ είπα: θυμάμαι˙
φουρκίστηκε η μάνα μου, μη βάζεις
όλα τα παλιοπράματα από χάμω στο στόμα σου.
Κική Δημουλά (Χαίρε ποτέ, 1988)
Νάσος Βαγενάς
Ένας χωρισμός
Γιατί της έγραψε
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»;
Και γιατί του έγραψε
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα»;
Αφού αυτός πήγε ανατολικά
Αυτή πήγε δεξιά.
Και ζήσαν κι οι δύο.
Carl Sandburg
Καθαρές κουρτίνες
Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί.
Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) της εφημερίδας.
Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα.
Το χώμα στα καινούργια σου τακούνια.
Η θάλασσα το απόγεμα με λίγη συννεφιά.
Γαρίφαλα. Πολλά γαρίφαλα.
Ακόμη:
«Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ’ την πόλη» του Σαγκάλ.
Ν’ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια.
Το χέρι μου στο στήθος σου.
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.
Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου.
[Κέδρος 1981, Τα γόνατα της Ρωξάνης]
ΩΔΗ
Όσο και να χτίζεις με σίδερο και με μπετόν είσαι κατά
βάθος ένα τουρκόσπιτο.
Τα χρόνια πέφτουν πάνω σου σηκώνοντας ένα σύννεφο
σκόνη. Μέσα από το οποίο περνάει βήχοντας η Ιστορία.
Γιατί το χιόνι σου είναι βαρύ σα μάρμαρο; Γιατί τα περι-
στέρια που τσιμπάνε το χόρτο φεύγουν μουγκρίζοντας;
Είσαι ένας δίσκος των 33 στροφών που γυρίζει στις 78.
Ένα γαλάζιο λεωφορείο με βουλιαγμένο φτερό.
Ελλάδα ποια δάχτυλα χώνονται στο λαιμό σου; Σκυμμένη
επάνω μου ξερνάς αίμα και αιωνιότητα.
[Κέδρος 1981, Τα γόνατα της Ρωξάνης]
Τα ρέστα
«Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ’ τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσες να κρυφτείς πίσω απ’ τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σου ’λεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου εύρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία – πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας!» Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ’ τα χέρια μου, σήμερα θα ’ν’ το τέλος σου!» Κι έλεγες: «Ναι μανούλα μου, θα γίνω.» - «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο.» - «Και δε θα ξαναχαζέψω!» - «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» - «Όχι μανούλα μου, όχι!»
Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα…
Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
Έχεις τα πιο πολλά παιδιά…
Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω, σ’ έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, μα θα ’σουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο, όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαριά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο…
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει – πόσα; - τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα.
Κώστας Ταχτσής, Τα ρέστα, Εξάντας, 1988
Για το πολυτεχνείο
Ο άνθρωπος με το κασκέτο
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του,
κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει,
20 έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του
και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που ’χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ’ άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.
Τάσος Λειβαδίτης (Καντάτα)