Πρόσφατα άρθρα

«Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

This essay aims to examine the manner in which homoerotic love is expressed in Constantine Peter Cavafy’s erotic poetry.Initially, it will provide a brief introduction entailing contextual information. Subsequently, this essay will bestow an intricate analysis of his erotic poems, with a particular focus on elucidating recurrent themes pertaining tohomoerotic love. The analysis will explore both the formal and thematic constituents of Cavafy’s erotic poetry, accompanied by a pervading extraction of deeper meaning.This examination will be enhanced utilising relevant secondary literature. The primary source that consists of the poems to be discussed in this essay derives from a digital anthology that comprises Cavafy’s ‘Recognised’, ‘Denounced’, and ‘Hidden’ poems

 «Examine how homoerotic love is expressed in Cavafy’s erotic poetry» By Yousuf Danawi, Reading University

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

This essay examines that metaphor in the context of the political and war situation at the time Lysistrata was first performed. It considers traditional gender roles in the fifth-century Greek polis and Lysistrata’s inversion of those roles in her weaving analogy. Aristophanes’ comedic purpose in the weaving speech, in Lysistrata as a whole, and more generally across his corpus is examined. In addition, some observations are made about the sound pattern of Lysistrata’s speech and, in a personal argument, a speculative suggestion is advanced that the audience might have associated her cadences with the familiar rhythms of a domestic weaving loom.

ἐξ ἐρίων δὴ καὶ κλωστήρων καὶ ἀτράκτων

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

stuident Name: Joseph Watson Module Lecturer: Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps Date of Submission: 11/01/2016

Poetics and Histories: To What Extent Did C. P. Cavafy Alter Historical Narratives, and for What Artistic Purposes?

Hyperion or the hermit in Greece

Concept, dramaturgy and performance by Dimitra Kreps

Hyperion or the hermit in Greece

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Yannis Ritsos is widely regarded as one of the most significant figures in contemporary Greek poetry. He managed to revolutionise the idea of a dramatic monologue and create not just beautiful poetry, but also a multifaceted art form that has depth on psychological, social, and philosophical levels throughout all of his publications. The dramatic monologue form was popularised by Victorian poets such as Robert Browning, but Ritsos revitalised it and many poets to this day still use his style as inspiration. His ability to construct identities and characters that the reader can genuinely sense and almost experience is skilful.

The form of Dramatic Monologue as perfected by Ritsos’ poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Seferis uses the mythical method in his poetry to allude to and comment upon social and political issues in Greece in his lifetime. Before discussing his poetry, it is important to define what is meant by Seferis’ mythical method. This method can be described as allusive, as although Seferis does make direct references to myth he does so in inventive ways, for example by using narrative space, symbols and characters to evoke Greek myths.

How does Seferis’ mythical method interact with Greece’s lasting socio-political issues?

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Within the vast poetry collection of Constantine Cavafy, arguably, a pattern of recurring tropes emerges, offering the readers an in depth understanding of what defines his artistry. The poems that I have chosen for this essay being Young Men of Sidon, Alexandrian Kings and Kaisarion, from his book The Collected poems. One might say that they serve as an example of Cavafy’s gravitation towards an array of literary devices such as theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood and flashbacks, one might say that they create a narrative that extends beyond the individual poems, inviting us to explore the timeless themes captured by Cavafy.

Theatricality, didacticism, prosaic verse, use of persons as symbols, contemplative mood, flashbacks are some of Cavafy’s recurring ‘tropes’. Discuss.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

My Mother's Sin and Other Stories A series of lectures on Modern Greek literature taught by Dr Dimitra Tzanidaki-Kreps This is a first class essay of one of my students, Jenny Wight, who took my course this year writing beautifully on the effects of loss in Cavafy's poetry.

Discuss the portrayal and effects of loss in the poetry of Cavafy

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Yannis Ritsos' "Moonlight Sonata" is a poignant and emotionally charged poem that presents a deeply intimate monologue of a woman speaking to a silent young man. The setting is night, with the moonlight casting a dreamlike atmosphere over the scene. The woman's confession, filled with personal revelations, memories, and emotions, evokes a variety of sentiments in the reader and provokes a complex response.

In Ritsos’ Moonlight Sonata what sentiments does the woman’s confession provoke/inspire to you and how these compare to the ones felt by the young man who remains silent throughout her long monologue.

Ποιήματα Καβάφη (1896 - 1918) - Φλώρα Μόλχο

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ι (1896-1918)



Η ΠΟΛΙΣ

Είπες· “Θα πάγω σ’άλλη γη, θα πάγω σ’άλλη θάλασσα.

Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.

Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·

κ’είν’η καρδιά μου - σαν νεκρός- θαμένη.

Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.

Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω

ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,

που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα”.



Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.

Η πόλις θα σε ακολουθεί.  Στους δρόμους θα γυρνάς

τους ίδιους.  Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις.  Για τα αλλού - μη ελπίζεις-

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

΄Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ

στην κώχη τούτη την μικρή, σ’όλην την γη την χάλασες.



Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος

για τα ωραία και μεγάλα έργα

η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα

ενθάρρυνσι κ’επιτυχία να σε αρνείται·

να σ’εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,

και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.

Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις

(η μέρα που αφέθηκες κ’ενδίδεις),

κι φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,

και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη

που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,

και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.

Και συ τα δέχεσαι με απελπισία

αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.

Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’άλλα κλαίει·

τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,

τα δύσκολα και τ’ανεκτίμητα Εύγε·

Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,

αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·

και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.



ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Σαν έξαφνα, ώρα  μεσάνυχτ’, ακουσθεί

αόρατος θίασος να περνά

με μουσικές εξαίσιες, με φωνές-

την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή  σου·

μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,

πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.



Ο ΘΕΟΔΟΤΟΣ

Αν είσαι απ’τους αληθινά εκλεκτούς,

την επικράτησί σου κύταζε πώς αποκτάς.

Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου

στην Ιταλία και στην Θεσσαλία

όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,

όσα ψηφίσματα τιμητικά

κι αν σ’έβγαλαν στη Ρώμη οι θαυμασταί σου,

μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,

μήτε ανώτερος -τι ανώτερος ;- άνθρωπος θα αισθανθείς,

όταν, στην Αλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει,

επάνω σε σινί αιματωμένο,

του αθλίου Πομπηΐου το κεφάλι.



Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου

περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,

τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.

Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου

το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει-

αόρατος, άυλος- ο Θεόδοτος,

φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.



ΙΘΑΚΗ

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,

τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,

αν μέν’η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή

συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.



Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,

Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι

που με ευχαρίστησι, με τι χαρά

θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·

να σταματήσεις σ’εμπορεία Φοινικικά,

και τες καλές πραγμάτειες ν’αποκτήσεις,

σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’έβενους,

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·

σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,

να μάθεις και να μάθεις απ’τους σπουδασμένους.



Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.

Το φθάσιμον εκεί είν’ο προορισμός σου.

Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.

Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·

και γέρος πια ν’αράξεις στο νησι,

πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,

μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.



Η Ιθάκη σ’έδωσε τ’ωραίο ταξείδι.

Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.

Άλλα δεν έχει να σε δώσει πιά.



Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.

Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,

ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς : μην την εξευτελίζεις

μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.



Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ’εκθέτοντάς την

στων σχέσεων   και των συναναστροφών

την καθημερινήν ανοησία,

ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.



ΤΡΩΕΣ

Είν’η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·

είν’η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι

παίρνουμ’επάνω μας· κι αρχίζουμε

νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.



Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.

Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας

βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει.-



Είν’η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.

Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη

θ’αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,

κ’έξω στεκόμεθα ν’αγωνισθούμε.



Αλλ’όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,

η τόλμη κ’η απόφασίς μας χάνονται·

ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·

κι ολόγυρα απ’τα τείχη τρέχουμε

ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.



Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία.  Επάνω,

στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.

Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’αισθήματα.

Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’η Εκάβη κλαίνε.



Η ΔΥΣΑΡΕΣΚΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΕΥΚΙΔΟΥ

Δυσαρεστήθηκεν ο Σελευκίδης

Δημήτριος να μάθει που στην Ιταλία

έφθασεν ένας Πτολεμαίος σε τέτοιο χάλι.

Με τρεις ή τέσσαρες δούλους μονάχα·

πτωχοντυμένος και πεζός.  Έτσι μια ειρωνία

θα καταντήσουν πια, και παίγνιο μες στην Ρώμη

τα γένη των.  Που κατά βάθος έγιναν

σαν ένα είδος υπηρέται των Ρωμαίων

το ξέρει ο Σελευκίδης, που αυτοί τους δίδουν

κι αυτοί τους παίρνουνε τους θρόνους των

αυθαίρετα, ως επιθυμούν, το ξέρει.

Αλλά τουλάχιστον στο παρουσιαστικό των

ας διατηρούν κάποια μεγαλοπρέπεια·

να μη ξεχνούν που είναι βασιλείς ακόμη,

που λέγονται (αλοίμονον !) ακόμη βασιλείς.



Γι’αυτό συγχίσθηκεν ο Σελευκίδης

Δημήτριος· κι αμέσως πρόσφερε στον Πτολεμαίο

ενδύματα ολοπόρφυρα, διάδημα λαμπρό,

βαρύτιμα διαμαντικά, πολλούς

θεράποντας και συνοδούς, τα πιο ακριβά του άλογα,

για να παρουσιασθεί στην Ρώμη καθώς πρέπει,

σαν Αλεξανδρινός Γραικός μονάρχης.



Αλλ’ο Λαγίδης, που ήλθε για την επαιτεία,

ήξερε την δουλειά του και τ’αρνήθηκε όλα·

διόλου δεν του χρειάζονταν αυτές η πολυτέλειες.

Παληοντυμένος, ταπεινός μπήκε στην Ρώμη,

και κόνεψε σ’ενός μικρού τεχνίτου σπίτι.

Κ’έπειτα παρουσιάσθηκε σαν κακομοίρης

και σαν πτωχάνθρωπος στην Σύγκλητο,

έτσι με πιο αποτέλεσμα να ζητιανέψει.





ΟΡΟΦΕΡΝΗΣ

Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω

μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,

το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,

αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.





Παιδί τον έδιωξαν απ’την Καππαδοκία,

απ’το μεγάλο πατρικό παλάτι,

και τον εστείλανε να μεγαλώσει

στην Ιωνία, και να ξεχασθεί στους ξένους.



Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες

που άφοβα, κ’ελληνικά όλως διόλου

εγνώρισε πλήρη την ηδονή.

Μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός·

αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Έλλην,

με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος,

το σώμα του με μύρον ιασεμιού ευωδιασμένο,

κι απ’τους ωραίους της Ιωνίας νέους,

ο πιο ωραίος αυτός, ο πιο ιδανικός.



Κατόπι σαν οι Σύροι στην Καππαδοκία

μπήκαν, και τον εκάμαν βασιλέα,

στην βασιλεία χύθηκεν επάνω

για να χαρεί με νέον τρόπο κάθε μέρα,

για να μαζεύει αρπαχτικά χρυσό κι ασήμι,

και για να ευφραίνεται, και να κομπάζει,

βλέποντας πλούτη στοιβαγμένα να γυαλίζουν.

Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκησι -

ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του.



Οι Καππαδόκες γρήγορα τον βγάλαν·

και στην Συρία ξέπεσε, μες στο παλάτι

του Δημητρίου να διασκεδάζει και να οκνεύει.



Μια μέρα ωστόσο την πολλήν αργία του

συλλογισμοί ασυνείθιστοι διεκόψαν·

θυμήθηκε που απ’την μητέρα του Αντιοχίδα,

κι απ’ την παληάν εκείνη Στρατονίκη,

κι αυτός βαστούσε απ’ την κορώνα της Συρίας,

και Σελευκίδης ήτανε σχεδόν.

Για λίγο βγήκε απ’την λαγνεία κι απ’ την μέθη,

κι ανίκανα, και μισοζαλισμένος

κάτι εζήτητσε να ραδιουργήσει,

κάτι να κάμει, κάτι να σχεδιάσει,

κι απέτυχεν οικτρά, κ’ εξουδενόθη.



Το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ’εχάθη·

ή ίσως η ιστορία να το πέρασε,

και, με το δίκιο της, τέτοιο ασήμαντο

πράγμα δεν καταδέχθηκε να το σημειώσει.



Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω

μια χάρι αφήκε απ’τα ωραία του νειάτα,

απ’την ποιητική εμορφιά του ένα φως,

μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας

αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.



ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΙ ΒΑΣΙΛΕΙΣ

Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί

να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη

φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.



Ο Αλέξανδρος - τον είπαν βασιλέα

της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος - τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,

ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’άσπρες

κορδέλλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.



Οι Αλεξανδρινοί έννοιωθαν βέβαια

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.



Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα

θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κ’εμορφιά

(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κ’οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κ’ενθουσιάζονταν, κ’επευφημούσαν

ελληνικά, κ’αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,

γοητευμένοι με τ’ωραίο θέαμα -

μ’όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές η βασιλείες.



ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΩΣ

Είν’ ένας γέροντας.  Εξαντλημένος και κυρτός,

σακατεμένος απ’τα χρόνια, κι από καταχρήσεις,

σιγά βαδίζοντας διαβαίνει το σοκάκι.

Κι όμως σαν μπει στο σπίτι του να κρύψει

τα χάλια και τα γηρατειά του, μελετά

το μερτικό που έχει ακόμη αυτός στα νειάτα.



Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε.

Στα μάτια των τα ζωηρά περνούν η οπτασίες του.

Το υγιές, ηδονικό μυαλό των,

η εύγραμμη, σφιχτοδεμένη σάρκα των,

με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται.



ΤΟΥ ΜΑΓΑΖΙΟΥ

Τα ντύλιξε προσεκτικά, με τάξι

σε πράσινο πολύτιμο μετάξι.



Από ρουμπίνια ρόδα, από μαργαριτάρια κρίνοι,

από αμεθύστους μενεξέδες.  Ως αυτός τα κρίνει,



τα θέλησε, τα βλέπει ωραία· όχι όπως στην φύσι

τα είδεν ή τα σπούδασε.  Μες στο ταμείον θα τ’αφίσει,



δείγμα της τολμηρής δουλειάς του και ικανής.

Στο μαγαζί σαν μπει αγοραστής κανείς



βγάζει απ’τες θήκες άλλα και πουλεί - περίφημα στολίδια-

βραχιόλια, αλυσίδες, περιδέραια, και δαχτυλίδια.



ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ

Εδώ ας σταθώ.  Κι ας δω κ’εγώ την φύσι λίγο.

Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού

λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα

ωραία και μεγάλα φωτισμένα.



Εδώ ας σταθώ.  Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά

(τα είδ’αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·

κι όχι κ’εδώ τες φαντασίες μου,

τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.



ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,

κρυμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.

Απ’το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,

το ακάθαρτο και το στενό.  Από κάτω

ήρχονταν η φωνές κάτι εργατών

που έπαιζαν χαρτιά και που γλεντούσαν.



Κ’εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι

είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη

τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης-

τα ρόδινα μιας τέτοιας μέθης, που και τώρα

που γράφω, έπειτ’από τόσα χρόνια !,

μες στο μονήρες σπίτι μου, μεθώ ξανά.



ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,

αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με -

όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,

κ’επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,

κ’αισθάνονται τα χέρια σαν ν’αγγίζουν πάλι.



Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,

όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...



ΜΑΚΡΥΑ

Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω...

Μα έτσι εσβύσθη πια... σαν τίποτε δεν απομένει-

γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.



Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί...

Εκείνη του Αυγούστου - Αύγουστος ήταν ; - η βραδυά...

Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια· ήσαν, θαρρώ, μαβιά...

Α ναι, μαβιά· ένα σαπφείρινο μαβί.



ΟΜΝΥΕΙ

Ομνύει κάθε τόσο ν’αρχίσει πιο καλή ζωή.

Αλλ’όταν έλθ’η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,

με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της·

αλλ’όταν έλθ’η νύχτα με την δική της δύναμι

του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια

μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει.



ΑΠ’ ΤΕΣ ΕΝΝΙΑ

Δώδεκα και μισή.  Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ’τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ.  Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ.  Με ποιόνα να μιλήσω

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.



Το είδωλον του νέου σώματός μου,

απ’τες εννιά που άναψα την λάμπα,

ήλθε και με ηύρε και με θύμισε

κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,

και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!

Κ’επίσης μ’έφερε στα μάτια εμπρός,

δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,

κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,

και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.



Το είδωλον του νέου σώματός μου

ήλθε και μ’έφερε και τα λυπητερά·

πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,

αισθήματα δικών μου, αισθήματα

των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.



Δώδεκα και μισή.  Πώς πέρασεν η ώρα.

Δώδεκα και μισή.  Πώς πέρασαν τα χρόνια.



ΝΟΗΣΙΣ

Τα χρόνια της νεότητός μου, ο ηδονικός μου βίος-

πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των.



Τι μεταμέλειες περιττές, τι μάταιες...



Αλλά δεν έβλεπα το νόημα τότε.



Μέσα στον έκλυτο της νεότητός μου βίο

μορφόνονταν βουλές της ποιήσεώς μου,

σχεδιάζονταν της τέχνης μου η περιοχή.



Γι’αυτό κ’η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.

Κ’η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’αλλάξω

διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ.



ΚΑΙΣΑΡΙΩΝ

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω,

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

Οι άφθονοι έπαινοι κ’η κολακείες

εις όλους μοιάζουν.  Όλοι είναι λαμπροί,

ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·

κάθ’επιχείρησίς των σοφοτάτη.

Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,

όλες η Βερενίκες κ’η Κλεοπάτρες θαυμαστές.



Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω

θάφινα το βιβλίο αν μια μνεία μικρή,

κι ασήμαντη, του βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε την προσοχή μου αμέσως...



Α, να, ήρθες συ με την αόριστη

γοητεία σου.  Στην ιστορία λίγες

γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,

κ’έτσι πιο ελεύθερα σ’έπλασα μες στον νου μου.

Σ’έπλασα ωραίο κ’αισθηματικό.

Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει 

μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.

Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,

που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν

η λάμπα μου - άφισα επίτηδες να σβύνει -

εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,

με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν

μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,

χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,

ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν

οι φαύλοι - που ψιθύριζαν το “Πολυκαισαρίη”. 



Η ΔΙΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ

Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε

του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό.

“Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται.”

Είχεν καιρόν ακόμη να χαρεί.

Τριάντα χρονώ είναι.  Πολύ αρκετή

είν’η διορία που ο θεός τον δίδει

για να φροντίσει για τους μέλλοντας κινδύνους.



Τώρα στην Ρώμη θα επιστρέψει κουρασμένος λίγο,

αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξείδι αυτό,

που ήταν όλο μέρες απολαύσεως-

στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια ...

Των πόλεων της Αχαίας εσπέρες...

Α των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων...



Αυτά ο Νέρων.  Και στην Ισπανία ο Γάλβας

κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,

ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.



ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΤΩΝ

Όταν κανένας των περνούσεν απ’της Σελευκείας

την αγορά, περί την ώρα που βραδυάζει,

σαν υψηλός και τέλεια ωραίος έφηβος,

με την χαρά της αφθαρσίας μες στα μάτια,

με τ’αρωματισμένα μαύρα του μαλλιά,

οι διαβάται τον εκύτταζαν

κι ο ένας τον άλλονα ρωτούσεν αν τον γνώριζε,

κι αν ήταν Έλλην της Συρίας, ή ξένος.  Αλλά μερικοί,

που με περισσοτέραν προσοχή παρατηρούσαν,

εκαταλάμβαναν και παραμέριζαν·

κ’ενώ εχάνετο κάτω απ’τες στοές,

μες στες σκιες και μες στα φώτα της βραδυάς,

πιαίνοντας προς την συνοικία που την νύχτα

μονάχα ζει, με όργια και κραιπάλη,

και κάθε είδους μέθη και λαγνεία,

ερέμβαζαν ποιος τάχα ήταν εξ Αυτών,

και για ποιαν ύποπτην απόλαυσί του

στης Σελευκείας τους δρόμους εκατέβηκεν

απ’τα Προσκυνητά, Πάνσεπτα Δώματα.



ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)

για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,

για τ’άλογα και για τ’αμάξια μου,

για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·

τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Είμ’ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά

συνήλθα· αλλ’όμως κ’έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς

μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.



ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΜΝΟΝΗ, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ

29 ΕΤΩΝ, ΣΤΑ 610

Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν

για επιτύμβιον του ποιητού Αμμόνη να συνθέσεις.

Κάτι πολύ καλαίσθητον και λείον.  Συ θα μπορέσεις,

είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει

για τον ποιητήν Αμμόνη, τον δικό μας.



Βέβαια θα πεις για τα ποιήματά του-

αλλά να πεις και για την εμορφιά του,

για την λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε.



Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι.

Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα.

Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κ’η αγάπη μας περνούν.

Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.



Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν

που νάχουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,

που κι ο ρυθμός κ’η κάθε φράσις να δηλούν

που γι’Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.



ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ,

628-655 Μ.Χ.

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους

μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·

και θ’αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους

χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.



Θα θέλουν να με βλάψουν.  Αλλά δεν θα ξέρει

κανείς απ’όσους θα με πλησιάζουν

πού κείνται η πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,

κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.-



Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.

Άραγε νάκαμε ποτέ την πανοπλία αυτή;

Εν πάση περιπτώσει, δεν την φόρεσε πολύ.

Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.



ΟΤΑΝ ΔΙΕΓΕΙΡΟΝΤΑΙ

Προσπάθησε να τα φυλάξεις, ποιητή,

όσο κι αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται.

Του ερωτισμού σου τα οράματα.

Βάλ’τα, μισοκρυμένα, μες τες φράσεις σου.

Προσπάθησε να τα κρατήσεις, ποιητή,

όταν διεγείρονται μες το μυαλό σου

την νύχτα ή μες την λάμψι του μεσημεριού.



ΚΑΤΩ ΑΠ’ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Χθες περπατώντας σε μια συνοικία

απόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτι

που έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.

Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρως

με την εξαίσια του ισχύν.



Και χθες

σαν πέρασ’απ’τον δρόμο τον παληό,

αμέσως ωραίσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτος

τα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, η πέτρες,

και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·

τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.



Και καθώς στέκομουν, κ’εκύτταζα την πόρτα,

και στέκομουν, κ’εβράδυνα κάτω απ’το σπίτι,

η υπόστασίς μου όλη απέδιδε

την φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.



ΤΟ ΔΙΠΛΑΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ

Θάναι μόλις είκοσι δυό ετών.

Κι όμως εγώ είμαι βέβαιος που, σχεδόν τα ίσα

χρόνια προτήτερα, το ίδιο σώμα αυτό το απήλαυσα.



Δεν είναι διόλου έξαψις ερωτισμού.

Και μοναχά προ ολίγου μπήκα στο καζίνο·

δεν είχα ούτε ώρα για να πιω πολύ.

Το ίδιο σώμα εγώ το απήλαυσα.



Κι αν δεν θυμούμαι, πού - ένα ξέχασμά μου δεν σημαίνει.



Α τώρα, να, που κάθησε στο διπλανό τραπέζι

γνωρίζω κάθε κίνησι που κάμνει - κι απ’τα ρούχα κάτω

γυμνά τ’αγαπημένα μέλη ξαναβλέπω.



ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,

αλλά κ’εκείνες τες επιθυμίες που για σένα

γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,

κ’ετρέμανε μες στην φωνή - και κάποιο

τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.

Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,

μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες

εκείνες σαν να δόθηκες - πώς γυάλιζαν,

θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·

πως έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.



ΦΩΝΕΣ

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες

εκείνων που πεθάναν, ή  εκείνων  που είναι

για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.



Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·

κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.



Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν

ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας -

σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.



ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν

και τα’κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,

με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -

έτσ’η επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν

χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν’αξιωθεί καμιά

της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.



ΤΕΙΧΗ

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ’υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.



Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·



διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.



Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ’έκλεισαν από τον κόσμον έξω.



ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

- Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.



- Γιατί  μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;

Τι κάθοντ’οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

 

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;

Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.



- Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,

και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη

στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;



Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.

Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί

τον αρχηγό τους.  Μάλιστα ετοίμασε

για να τον δώσει μια περγαμηνή.  Εκεί

τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.



- Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’οι πραίτορες εβγήκαν

σήμερα  με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·

γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,

και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·

γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια

μ’ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;



Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.



- Γιατί κ’οι άξιοι ρήτροες δεν έρχονται σαν πάντα

να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;



Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·

κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.



- Γιατί ν’αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία

κ’η σύγχυσις.  (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν),

Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’η πλατέες,

κι ’όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;



Γιατί ενύχτωσε κ’οι βάρβαροι δεν ήλθαν.

Και μερικοί έφθασαν απ’τα σύνορα,

και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.



Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.

Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις. 



ΑΠΙΣΤΙΑ

Πολλά άρα Ομήρου επαινούντες, αλλά τούτο ουκ 
επαινεσόμεθα... ουδέ Αισχύλου, όταν φη η Θέτις τον Απόλλω εν τοις αυτής γάμοις άδοντα
“ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας, νόσων τ’απείρους και μακραίωνας βίους.
Ξύμπαντά τ’ειπών θεοφιλείς εμάς τύχας παιών’επευφήμησεν, ευθυμών εμέ.
Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόμα ήλπιζον είναι, μαντική βρύον τέχνη:
Ο δ’, αυτός υμνών... αυτός εστιν ο κτανών τον παίδα τον εμόν”
Πλάτων, Πολιτείας Β΄ Σαν πάντρευαν την Θέτιδα με τον Πηλέα σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαμπρό τραπέζι του γάμου, και μακάρισε τους νεονύμφους για τον βλαστό που θάβγαινε απ’την ένωσί των. Είπε· Ποτέ αυτόν αρρώστια δεν θαγγίξει και θάχει μακρυνή ζωή. - Αυτά σαν είπε, η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια του Απόλλωνος που γνώριζε από προφητείες την φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της. Κι όταν μεγάλωνεν ο Αχιλλεύς, και ήταν της Θεσσαλίας έπαινος η εμορφιά του, η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυμούνταν. Αλλά μια μέρα ήλθαν γέροι με ειδήσεις, κ’είπαν τον σκοτωμό του Αχιλλέως στην Τροία.` Κ’η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα, κ’έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Και μες στον οδυρμό της τα παληά θυμήθη· και ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων, πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης όταν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα. Κ’οι γέροι την απήντησαν πως ο Απόλλων αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία, και με τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα.
© 2012 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα