Υποβλήθηκε από joanna την Τετ, 2009-11-11 13:34.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
Μουσική Μ. Θεοδωράκης, στίχοι Γ. Ρίτσος
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ’τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
κρύβει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
κρύβει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ’την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους
κι έχουν στα χείλια τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’τ’άγρια γένεια τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος.
Πολιορκημένοι.............θάνατος.
Πάνω στα καραούλια πέτρωσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους, τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.
Μπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ’Αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.
Δέντρο το δέντρο, πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιάν ουρανό για να τον δώσουν.
Κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδουνίζανε τα γυαλικά
στα ράφια.
Και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ’αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στη στέγη και τα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτω απ’το χώμα (bis)
κι οι άλλοι μισοί στα σίδερα ; (bis)
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νά’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. (bis)
Κάτω απ’το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί, προσμένουνε την ώρα,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά
Δύσκολο πια να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
Μέσα στ’αλώνια όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ’τ’άρματά τους.
Μένουν τα κυπαρίσσα κι ο δαφνώνας.