Υποβλήθηκε από joanna την Τετ, 2009-11-11 13:34.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Καλλιτεχνική επιμέλεια: ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ
ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ΄
Μητέρα μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’ έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’αθάνατα ποδάρια
(κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ’όλα τα κάλλη πό΄χει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ’ναι κρυμμένα·
αλλά, θεά, δεν ημπορώ ν’ακούσω τη φωνή σου,
κ’ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ’χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
Σε γνωρίζω από την κόψι του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψι, που με βία μετράει την γη.
Απ’τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κ’ένα στόμα ακαρτερούσες, έλα πάλι, να σου πη.
Άργειε νά ’λθη εκείνη η μέρα, και ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τα σκιαζε η φοβέρα, και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Σε γνωρίζω.................................................. σκλαβιά.
Δυστυχής! παρηγορία μόνη σου έμενε, να λες
περασμένα μεγαλεία, και διηγώντας τα να κλαις.
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά,
ένα κτύπαε τ’άλλο χέρι από την απελπισιά,
κ’ έλεες· πότε, α! πότε βγάνω το κεφάλι από τ’ς ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές!
Απ’ τα κόκκαλα.........................................ελευθεριά.
Ιδού εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίξης πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
και ας είν’ άρματα γεμάτη, και πολέμια χλαλοή.
Απ’τα κόκκαλα......................................ελευθεριά.
Α! τι νύκτα ήταν εκείνη, που την τρέμει ο λογισμός;
Άλλος ύπνος δεν εγίνη πάρεξ θάνατου πικρός.
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα, μέσ’ στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνη μίαν αχνάδα μισοφέγγαρο χλωμό.
Και οι βροντές, και το σκοτάδι, όπου αντίσκοφτε η φωτιά,
επαράσταιναν τον Άδη που ακαρτέρειε τα σκυλιά.
Θαμποφέγγει κανέν’άστρο και αναδεύοντο μαζί.
αναβαίνοντας το κάστρο με νεκρώσιμη σιωπή.
Πήγες εις το Μεσολόγγι την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι για το τέκνο του Θεού.
Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας η θρησκεία μ’ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας όπου ανεί’ τον ουρανό,
’σ’αυτό, εφώναξε το χώμα στάσου ολόρθη, Ελευθεριά·
και φιλώντας σου το στόμα μπαίνει μέσ’ στην εκκλησιά.
Πήγες...............................................................εκκλησιά.
Εις την τράπεζα σιμώνει, και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει που σκορπάει το θυμιατό.
Αγροικάει την ψαλμωδία, οπού εδίδαξεν αυτή·
βλέπει την φωταγωγία στους Αγίους εμπρός χυτή.
Ποιοί είν’αυτοί που πλησιάζουν με πολλή ποδοβολή,
κι’ άρματ’ άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ.
Α! το φως που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβοή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από την γη·
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·
φως το χέρι, φως το πόδι, κι’ όλα γύρω σου είναι φως.
Το σπαθί σου αντισηκώνεις, τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις, και εις το τέταρτο κτυπάς.
Με φωνή που καταπείθει, προχωρώντας ομιλείς
Σήμερ’άπιστοι, εγεννήθη, ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.
Η καρδιά συχνοσπαράζει... πλην τι βλέπω; σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει με το δάχτυλο η θεά.
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη τρείς φορές μ’ανησυχιά·
προσηλώνεται κατόπι στην Ελλάδα, και αρχινά.
Παλληκάρια μου! οι πολέμοι για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει στους κινδύνους εμπροστά.
Απ’εσάς απομακραίνει κάθε δύναμι εχθρική·
αλλ’ανίκητη μια μένει που τες δάφνες σας μαδεί·
Μία, που όταν ωσάν λύκοι ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από την νίκη Αχ! τον νουν σας τυραννεί.
Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή·
καθενός χαμογελάει, πάρ’ το λέγοντας, και συ.
Παλληκάρια...........................................και συ.
Κειο το σκήπτρο, που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα οπού φθονάει, παλληκάρια, ας μην πωθή,
πως το χέρι σας κτυπάει του αδελφού την κεφαλή.
Μην ειπούν στον στοχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά·
εάν μισούνται ανάμεσά τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά.
Τέτοια αφίστενε φροντίδα· όλο το αίμα οπού χυθή
για θρησκεία, και για πατρίδα, όμοιαν έχει την τιμή.
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε, σαν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσον λείπει, στοχασθήτε, πόσο ακόμη να παρθή·
πάντα η νίκη, αν ενωθήτε, πάντα εσάς θ’ακολουθή.
Σε γνωρίζω................................................ελευθεριά.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ
Ο ιερομόναχος πικραίνεται
Εγώ ο Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να
περιγράψω ό,τι στοχάζουμαι, λέγω: Ότι εγύριζα από το μοναστήρι του Αγίου
Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με έναν καλόγερο για κάτι υπόθεσες
ψυχικές. Και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και
είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί
πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία
Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να
ιδώ αν ήτουν πολύ νερό. Και το είδα ως τη μέση γιομάτο και είπα: Δόξα σοι ο
Θεός. Γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το
καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα του και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου. Και οι
δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι; Και συλλογίζοντας αυτό επαίξανε τα
μάτια μου στα χέρια μου οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό. Και θέλοντας
να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι
μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: Τάχα να είναι πολλά;
Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά
τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε ελιγόστεψα το
δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και
αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και
κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέσι. Εμνέσκανε
το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα
εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό για να βοηθήσω το νου μου να εύρη κάνε
τρεις δίκαιους. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σαν
τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ, ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα
και έκαμα το σταυρό μου. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα
το ένα χέρι μες στην τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι
μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον! πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
Και ο νους μου εζαλίστηκε από τον μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το
να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του. Και άκουσα ένα γέλοιο
φοβερό μες στο πηγάδι και είδα προβαλμένα δύο κέρατα. Και μου ήρθε στο
νου μου περσότερο από όλους αυτούς η γυναίκα της Ζάκυνθος, η οποία
πολεμάει να βλάφτη τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν
έχθρισσα θανάσιμη του Έθνους. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή την ψυχή,
εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του
παραμικρού καλού, έπειτα που εστάθηκα να συλλογισθώ καλά, ύψωσα το
κεφάλι μου και τα χέρια μου στον ουρανό και εφώναξα: Θε μου, καταλαβαίνω
πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό. Και είδα πως ελάμπανε από πάνω
μου όλα τ’άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα, οπού με ευφραίνει πολύ. Και
εβιάσθηκα να κινήσω για το ξωκκλήσι του Αγίου Λύπιου, γιατί είδα πως
εχασομέρησα, και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη γυναίκα της
Ζάκυνθος. Και ιδού καμία δωδεκαριά ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε
το δρόμο, και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω, για να μην εγγίξω
την ψώρα και τα αίματα που ’χανε, εστοχασθήκανε πως τα σκιάζουμαι,
και ήρθανε βαδίζοντας σιμώτερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύβω να
πάρω πέτρα, και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορρίζικα ψωριασμένα τη
λύσσα τους, το ένα δαγκώνοντας το άλλο. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε
κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε κι αυτός μια πέτρα, και βάνοντας ο άθεος για
σημάδι το κεφάλι εμέ του Διονύσιου Ιερομόναχου δεν το πίτυχε, γιατί από τη
βία τη μεγάλη, με την οποία ετίναξε την πέτρα, εστραβοπάτησε και έπεσε. Έτσι
εγώ έφθασα στο κελλί του Αγίου Λύπιου παρηγορημένος από τες μυρωδίες του
κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον ουρανό, ο οποίος
εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάστασι.
Η γυναίκα της Ζάκυνθος. Ο Ιερομόναχος πολεμάει να παρηγορηθή...
Το λοιπόν το κορμί της γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο. Και μόλον που ’τανε νιά,
οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασιά της μύτης
γεροντίστικα, πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της
εις το γρόθο το δεξή μελετώντας την πονηριά. Και αυτή η θωριά η
γεροντίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα
ήτανε ολίγο αλληθώρικο. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το
κακό, και το βρίσκανε κι όπου δεν ήτουν. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα
κάποιον τι που σ’έκανε να στοχασθής ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την αφισε
ή κοντεύει να την κυτριμίση. Και τούτη ήταν η κατοικία της ψυχής της της
πονηρής και της αμαρτωλής. Και εφανέρωνε την πονηρία και μιλώντας και
σιωπώντας. Και όταν εμιλούσε κρυφά για να βλάψη τη φήμη του ανθρώπου,
έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού πατημένο από το πόδι του
κλέφτη. Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της εκείνη οπού κάνουν
οι άνθρωποι για να αναγελάσουν τους άλλους. Και μολοντούτο, όταν ήτουν
μοναχή, επήγαινε στον καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε κ’ έκλαιε, και εθάρρειε
πως είναι η ωραιότερη απ’όσες είναι στα Εφτάνησα. Και ήταν για να χωρίζη
ανδρόγυνα και αδέλφια επιδέξια σαν το Χάρο. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της
το ωραίο κορμί της αδελφής της εξύπναε τρομασμένη. Ο φθόνος, το
μίσος, η υποψία, η ψευτιά της ετραυούσανε πάντα τα σωθικά. Σαν τα
βρομόπαιδα της γειτονιάς τα βλέπεις ξετερολοϊσμένα και λερωμένα
ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι
επολιορκούσαν το Μισολόγγι και συχνά
ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η
Ζάκυνθο από το κανόνισμα το πολύ. Και
κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισσες επερπατούσαν
τριγύρο γυρεύοντας για τους άνδρες τους,
για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους που επολεμούσανε.
Στην αρχή εντρεπόντανε
να ’βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι,
επειδή δεν ήτανε μαθημένες. Και είχανε δούλους και είχανε σε
πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα
πολλά. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε
από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψη για να ’βγουνε.
Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες, εχάσανε τη ντροπή, ετρέχανε
ολημερνίς κι όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε,
γιατί εφοβόντανε μην πέση το Μεσολόγγι. Και τες έβλεπε ο κόσμος να
τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα
σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες,
τα ξωκκλήσια γυρεύοντας. Και ελαβαίνανε χρήματα,
παννιά για τους λαβωμένους. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι,
γιατί ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές
συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού
και η γη έτρεμε από κάτου από τα πόδια μας.
Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους
και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους
κοιτάζοντας κατά το Μεσολόγγι και κλαίοντας.
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΔΙΑΚΟΝΕΥΟΥΝΕ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΕΧΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ
Ωστόσο η γυναίκα της Ζάκυνθος είχε στα γόνατα τη θυγατέρα της και επολέμαε
να την καλοπιάση. Έβαλε το λοιπόν το ζουρλάδι τα μαλλιά της από πίσω από τ’αυτιά,
γιατί η ανησυχία της τα ’χε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της :
“Μάτια μου, ψυχή μου, να γένης καλή, να παντρευτής, και να βγαίνουμε
και να μπαίνουμε, και να βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί
στο παρεθύρι να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά”. Και αφού
την εχάιδεψε και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφισε απάνου στην
καθίκλα λέοντάς της: Να και ένα καθρεφτάκι και κοιτάξου που είσαι όμορφη
και μου μοιάζεις. Και η κόρη, που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά, ησύχασε
και από τη χαρά της εδάκρυσε. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού
πάντοτες αύξαινε. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη θύρα και φουσκώνοντας τα
ρουθούνια της. Και ιδού παρεσιάζονται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού.
Εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε
σιωπηλές και ακίνητες. “ Και έτσι δα, πώς ;Τι κάνουμε; Θα παίξουμε;
Τι ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα,
που λογιάζω πως ήρθατε να μου δώσετε προσταγές”.
Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε:
“Αμ’ έχεις δίκιο. Είσαι στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου,
και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε”.
Και ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε:
“Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσατε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
Είμαι στην πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου δεν ήσουνα στην πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
Και τι σας έλειπε, και τι κακό είδατε από τον Τούρκο;
Δε σας άφινε φαητά, δούλους, περιβόλια, πλούτια;
Και δόξα σοι ο Θεός είχατε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
Σας είπα εγώ ίσως να χτυπήσετε
τον Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
Ναίσκε! Εβγήκετε όξω, να κάμετε παλληκαριές. Οι γυναίκες επολεμούσετε
(όμορφο πράμα που ήθελ’ ήσθενε με τουφέκι και με βελέσι· ή εβάνετε και βρακί;)
Και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλληκάρια της
Τουρκιάς ξάφνου. Και πως εμπόρειε ποτέ του να υποφτευθή τέτοια προδοσία;
Το ’θελε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
Τόσο κάνει κι εγώ να μπήξω το μαχαίρι μες στο ξημέρωμα στο λαιμό του αντρός μου.
Που να τον επάρει ο διάολος. Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας
κακά, θέλετε να πέση το βάρος απάνω μου. Καλή, μα την αλήθεια. Αύριο
πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξι την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις
τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες, και όσοι μείνουνε από τον ξελοθρεμό
έρχονται στη Ζάκυνθο να τους θρέψουμε, και με την κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε”.
Λέοντας εσιώπησε ολίγο κοιτάζοντας μέσ’ στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
“Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι ή όχι; Και τώρα δα τι ακαρτερείτε;
Ευρήκετε ίσως ευχαρίστησι να με ακούτε να μιλώ; Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά παρά να ψωμοζητάτε.
Και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζομαι πως θε νάναι μια θαράπαψι για όποιον δεν ντρέπεται.
Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούστε· έχω δουλειά”.
Και φωνάζοντας τέτοια δεν ήτανε πλέον το τριπίθαμο μπουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή.
Γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών,
και μόλις άγγισε το πάτωμα και εκρίλωσε τα μάτια,
και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο και το αλληθώρικο έσιαξε.
Και εγίνηκε σαν την προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε
οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για να...Και όποιος την έβλεπε
να ξανάρθη στην πρώτη της μορφή έλεγε: Ο διάβολος ίσως
την είχε αδράξει, αλλά εμετάνοιωσε και την άφησε,
για το μίσος που έχει του κόσμου. Και η θυγατέρα της
κοιτάζοντάς την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν
την πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χωρίς να κάμουνε ταραχή.
Ετότες η γυναίκα της Ζάκυνθος βάνοντας την απαλάμη
απάνου στην καρδιά της και αναστενάζοντας δυνατά είπε:
“ Πώς μου χτυπάει, Θε μου, η καρδιά, που μου έπλασες τόσο καλή! Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες!
Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες. Αλλά εσύ, κόρη μου,
δε θε νά ’σαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τες
άλλες γυναίκες του τόπου μου! Κάλλιο θάνατος. Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχθηκες.
Έλα, στάσου, ήσυχη, γιατί αν αναδευθής απ’ αυτήν την καθίκλα
κράζω ευθύς οπίσω εκείνες τες στρίγγλες και σε τρώνε”.
Και οι δούλοι είχαν πάγει στο μαγερειό χωρίς να καρτερέσουν
την προσταγή της γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
Και η γυναίκα ετότες εμπήκε στο δώμα της.
Και σε λίγο έγινε μεγάλη σιωπή, κι άκουσα το κρεββάτι να τρίξη, πρώτα λίγο και κατόπι πολύ.
Και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί,
καθώς κάνουν οι βαστάζοι όταν οι κακότυχοι έχουν βάρος είς την πλάτη τους ανυπόφορτο.
Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου εγώ ο Διονύσιος Ιερομόναχος.
Και ότι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού απάντηξα τον άνδρα της γυναικός οπού ανέβαινε.
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΠΑΝΟΥ ΣΤΟ ΠΕΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Και ακολούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού,
οι οποίες εστρωθήκανε στ’ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα
από πίσω από μια φράχτη και εκοίταζα. Και
κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι κι αν
εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό. Και μια
απ’αυτές απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας
το γιαλό εφώναξε: Αδελφάδες, ακούτε, αν έκαμε
ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα· το Μισολόγγι
ίσως νικάει, ίσως πέφτει. Και εκίνησα για να
φύγω και είδα από πίσω από την εκκλησία για
γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα
μικρά κεράκια και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια
στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε.
Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας,
και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε.
Κ’ εγώ άκουσα μέσα μου μεγάλη ταραχή
και με συνεπήρε το πνεύμα στο Μισολόγγι και δεν έβλεπα μήτε το κάστρο,
μήτε τη χώρα, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τα σπίτια, μήτε τη λίμνη
κι εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μια καπνούρα γεμάτη λάμψη, βροντή κι αστροπελέκι.
Και ύψωσα τα μάτια και τα χέρια κατά τον ουρανό για να κάμω
δέησι με όλη τη θερμότητα της ψυχής κι είδα μες στον καπνόν
φωτισμένη από μια ακατάπαυστη σπιθοβολή μια γυναίκα με μια λύρα στο χέρι που
εσταμάτησε ανάερα μες στην καπνούρα. Και μόλις
έλαβα καιρό να θαμάξω για το φόρεμά της που ήτανε μαύρο σαν του λαγού το αίμα,
για τα μάτια της, κ’ εσταμάτησε η γυναίκα μες στην
καπνούρα και εκοίταε τη μάχη, και η μυρία
σπίθα οπού πετιέται ψηλά εγγίζει το φόρεμά της
και σβένεται. Άπλωσε τα δάχτυλα στη λύρα και την άκουσα να ψάλη τα ακόλουθα:
Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
κι’ απ’ όπου χαράζει
κι’ ως όπου βυθά.
Και ό,τι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η Θεά, οι
δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε.
Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα και τα σωθικά μου πάλι φοβερά
εταραχτήκανε και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και
εστραβώθηκα. Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη
γριούλα οπού μου έλεγε: “ Δόξα σοι ο Θεός,
Ιερομόναχε, έλεα πως κάτι σού ’ρθε. Σ’έκραξα,
σ’εκούνηα, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτια σου
εσταμάτιζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης
εσκιρτούσε σαν το χόχλο στο νερό που αναβράζει. Τώρα ότι έπαψε που ετελειώσανε τα
κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να
εκερδέσανε; ” Και εκίνησα με το Χάρο μες στην
καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα έπειτα που
φίλησε το χέρι κάνοντας μια μετάνοια είπε: “ Και
τι παγωμένο που ’ναι το χέρι σου”.
Tο μέλλοντα γενάμενο παρόν. Η κακία είναι το τέλος
Και εκοίταξα τριγύρου και δεν έβλεπα τίποτες και
είπα: Ο Κύριος δε θέλει να ιδώ άλλο. Και γυρίζοντας
το πρόσωπο όπου οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι-Λύπιο.
Αλλά άκουσα να τρέμη η γη από κάτω από τα πόδια μου,
και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψι.
Και εσκιάχθηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ’ άγρια μεσανύχτια.
Τόσο που έσπρωξα ομπρός τά χέρια μου καθώς κάνει ο άνθρωπος
οπού δεν έχει το φως του. Και ευρέθηκα οπίσω
από έναν καθρέφτη, ανάμεσα σ’ αυτόνε και στον τοίχο.
Κι ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος. Και μία φωνή δυνατή και ογλήγορη μού εβάρεσε την ακοή λέγοντας:
Ω Διονύσιε Ιερομόναχε, το μέλλοντα θε να γένη τώρα για σε παρόν.
Ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησιν του Θεού.
Και μια άλλη φωνή μού είπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας.
Και αυτή η δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που απέθανε και είχα γνωρίσει.
Και εθαύμαξα γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα την ψυχή του ανθρώπου να
τραυλίζη. Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που
εφαινότουνα μία φυσηματιά μες στον καλαμώνα, όμως δεν άκουσα λόγια.
Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές,
και δεν είδα παρά τους δύο χοντρούς και μακρύους πέρονους
που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε
ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση. Και
αναστενάζοντας βαθιά, καθώς κάνει ο άνθρωπος
οπού βρίσκεται γελασμένος, αγροίκησα μυρωδία από λείψανο.
Και εβγήκα από κει και εκοίταξα
τριγύρου και είδα. Είδα αντίκρυ από τον καθρέφτη
στην άκρη της κάμερας ένα κρεββάτι, και κοντά στο κρεββάτι ένα φως.
Και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μες στο κρεββάτι τίποτες,
και απάνου ήτανε πολλή μύγα κουλουμωτή.
Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη και
λιανή σαν εκείνες που κάνουνε στα χέρια και στα στήθια οι πελαγίσιοι με το βελόνι.
Και είπα μέσα μου: Ο Κύριος μού έστειλε ετούτη τη θωριά για
σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του. Για τούτο εγώ,
παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχθή να με βοηθήση για να καταλάβω αυτό το
σύμβολο, εσίμωσα το κρεββάτι. Και κάτι
αναδεύτηκε μες στα σεντόνια τα λερωμένα και
ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα. Και κοιτάζοντας καλύτερα στην εικόνα του προσκέφαλου
εταραχθήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα
που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη γυναίκα της Ζάκυνθος
που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ως το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.
Δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο
Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για
να δώση τόπο του αλλουνού που’ ναι χωρίς ονείρατα. Και επειδή εκεί μέσα
δεν ήτανε ούτε φίλος ούτε δικός, ούτε γιατρός ούτε πνευματικός, εγώ
Διονύσιος Ιερομόναχος έσκυψα και με τα καλά τής έλεγα να ξαγορευτή. Και αυτή εμισάνοιξε
το στόμα της και έδειξε τα δόντια της ακλουθώντας να κοιμάται.
Και ιδού η πρώτη φωνή η αγνώριστη που μου ’πε στο δεξί αυτί: η δύστυχη
θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές και Τούρκους που νικάνε και
Γραικούς που σφάζονται. Τούτη τη στιγμή βλέπει στον ύπνο της το πράγμα που
πάντοτες απεθύμουνε, ήγουν την αδελφή της που διακονεύει, και για τούτο την
είδες τώρα που εχαμογέλασε. Και η δεύτερη φωνή που εγνώριζα εξανάειπε τα
ίδια λόγια τραυλίζοντας και κάνοντας ένα σωρό όρκους καθώς από ζώντας
συνειθούσε: Αλήθεια, μα-μα-μαα-μά την Παναγιά, άκουσ’εδώ, ααλήθεια,
μμμα τον Άϊ-Νικόλα, άκουσ’εδώ, αλλλήθεια, άκουσ’εδώ, μα τον Άϊ-Σπυ-σπυρίδωνα,
αλήθεια, μα τ’αγνάχραρα-χραχρά-γράχναντα μυστήρια του Θεού.
Και ιδού πάλι το μουρμουρητό που εφαινότουνα η φυσηματιά μες στον
καλαμιώνα. Ξάφνου η γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι
μύγες ασηκωθήκανε. Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε άκουσα τη φωνή
της γυναικός οπού εφώναξε: Όξω, πόρνη, από δω. Δε σου δίνω μήτε ένα
ψίχαλο. Και ετίναξε το χέρι όξω από το κρεββάτι σα για να διώξη μακριά την
αδελφή της που της φαινότουνα πώς ήλθε να διακονέψη. Και εξεσκεπάσθηκε
σχεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι και εφάνηκε ένα ψωφογάτσουλο οπού
ξετρουπώνει από την κροπιά ένας ανεμοστρούφουλας.
Αλλά εχτύπησε το χέρι της σε μια κάσσα πεθαμένου,
που ευρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
Και άνοιξε τα μάτια της, και βλέποντας την κάσσα ανατρίχιασε,
γιατί εσκιάχθηκε μη τη βάλουνε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη. Και
ετοιμαζότουνα να φωνάξη δυνατά για να δείξη πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει
από την κάσσα μια κεφαλή γυναίκεια φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που
αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη πολύ της έμοιαζε. Πηδάει στη ζερβιά του κρεββατιού,
αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μιαν άλλη κάσσα, και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου, και ήτανε ο γέρος που εγνώριζα.
Και έτσι εγνώρισα ότι έμελλε της γυναικός βρεθή πριν ξεψυχήση ανάμεσα στον
πατέρα της και στη μάννα της και στη θυγατέρα της. Και έφριξα και έστριψα
στην αντίκρυ μερία το πρόσωπό μου, και ξανάσανε το μάτι μου στον
καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη γυναίκα μοναχή και εμέ και το φως. Γιατί
τα σώματα των άλλων τριών ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα
πεταχτούν όταν βαρέση η Σάλπιγγα. Μαζί μ’ εμέ, το Διονύσιο τον
Ιερομ(όναχο), μαζί με τη γυναίκα της Ζάκυνθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ στη
μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη
δικαιοσύνη του Θεού, που θε να ’ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη, και το μάτι
(προσηλωμένο στον καθρέφτη) εμποδίσθηκε από το λογισμό. Αλλά ακολούθως ο
λογισμός εμποδίσθηκε από το μάτι. Επειδή στριφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα
μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβη.
Είδα από την κλειδωνότρουπα που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα.
Και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα, και δεν εκαταλάβαινα
τίποτες, και εξανακοίταξα στο μέρος της οπτασίας. Και ήταν μεγάλη σιωπή
και δεν άκουες να βουίζη μήτε μια μύγα από τόσο πλήθος, γιατί ήτανε όλες μαζωμένες
εις τον καθρέφτη. Ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα
του πέπλου που το βάνουνε όταν λείπη για πάντα κανένας από τη φαμελιά!
Το ζωνάρι
Αλλά η μάννα της χωρίς να κοιτάξη κατά τη θύρα, χωρίς να κοιτάξη τη θυγατέρα
της, χωρίς να κοιτάξη κανέναν, αρχίνησε: Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί
του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει,
γιατί σκιάζεται το κακό σου. Και έτσι έκαμε(ς) και εσύ μ’ εμέ.
Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου γονατισμένη και ξέπλεκη εις την πίκρα της
ψυχής μου, όταν εσήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα. Σ’ την
ξανάδωσα μίαν ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ’την ξαναδίνω, κακό και
ανάποδο θηλυκό. Και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική
στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά
στον φαινόμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας.
Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε
τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της. Κι ο γέρος ετραύλισε
τούτα τα ύστερα λόγια. Κι η παιδούλα αναδεύτηκε στο κόκκινο προσκέφαλο σαν το μισοσκοτωμένο πουλί.
Η γυναίκα της Ζάκυνθος λαβαίνει τη στερνή της θαράπαψη
Και, εχαθήκανε με τες κάσσες, και η γυναίκα μοναχά ετότες άκουσε δύναμι να
μπορέση να πεταχθή. Και εχύθηκε πηδώντας ψηλά σαν τ’άστρο το καλοκαίρι
που στον αέρα χύνεται δέκα οργιές άστρο. Και εχτύπησε στον καθρέφτη και οι
μύγες εφύγανε· και εβουίζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές. Και αυτή,
λογιάζοντας, πως ήταν οι γονέοι της έτρεχε εδώ και εκεί ανοιγοκλειώντας τη φούχτα
κάτι νά’βρη για διαφέντεψι, και ηύρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάη.
Και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε,
όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα. Και την άφησε
ο νους αλλά τα πάθη δεν την αφήσανε: η υποψία, η σκληρότη, η κακία,
το αναγέλασμα. Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλάργυρη τό’χε κάμει κοντό,
έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη, και εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε
τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε: “ Ω κορμί, ω
κορμί! Τι πουκάμισο! Ε, καταλαβαίνω εγώ. Καν ποιος πονηρός μπορεί να
μου κρύψη την πονηριά του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως
καμώνεται τρέλα για νά ’ν’ έτοιμο(ς) να κριματίση. Αλλά ποιος νά ’ναι;
Μα την αλήθεια που της μοιάζει ολίγο. Αα! είσ’εσύ, μπομπόκορμο, βρομοπόρνη,
μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσίμπλα της γουρούνας, σκατί, γαϊδούρα, κοπρολόγα.
Να, τέλος πάντων, ό,τι σου προφήτεψα, και οι φίλοι σου οι αγαπημένοι.
Δε σόμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύης με δαύτο. Είσαι στα χέρια μου.
Τι θέλεις; Να σου κάμω ψυχικό; Τώρα σ’ το κάνω. Να ιδώ α σου μείνη φωνή να πης πως είμαι μουρλή.
Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύη
και το πουκάμισο το κοντό ευρισκότουνα στο πρόσωπό της. Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα,
έλεγες πως είναι φιδόπουλα οπού γένονται ανάμεσό τους κομμάτια απάνου στον κουρνιαχτό.
Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μια θηλιά, και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμη τη θηλιά.
Και είπε: “Ακλούθα με από πίσω απ’τον καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό,
γιατί έρχεται κάπου κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ’έχει και εκείνος, και του σκαρφίσθηκε πως είμαι άρρωστη”.
Και επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνη μεγάλη ταραχή.
Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας.
Να, μάτια μου, το ψυχικό. Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου να κάμω δέησι για να την κάμη
ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών, κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήση και να της πάψη η κακία.
Και τελειωμένη η δέησι εκοίταξα χάμου οπίσω από τον καθρέφτη
στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη, και δεν ήτον εκεί. Και αισθάνθηκα
το αίμα μου να τραβηχθή από τα μάγουλά μου, και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου,
και είπα μέσα μου: Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεια γι’αυτή
με τη θέρμη της ψυχής μου. Και επέρασα πέρα με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο να πάω να την εύρω.
Και άκουσα στο μέτωπο κάποιον τι που με χτύπησε κ’έπεσα ξαφνιασμένος τ’ανάσκελα.
Και είδα τη γυναίκα της Ζάκυνθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
Κεφάλαιον ύστερον
Και ασηκώθηκα όλος τετρομασμένος φωνάζοντας: Μνήσθητί μου, Κύριε,
μν(ήσθητί μου), Κύρ(ιε), και άκουσα ποδοβολή ανθρώπων που ανεβαίναν τες
σκάλες. Και ήταν καμμιά δεκαπενταριά ανθρώποι και οι περσ(ότεροι) εφορούσαν
μια προσωπίδα, όξω από πέντε, οπού εγνώριζα πολλά καλά. Και επειδή χωρίς
ν’αγαπάν τη γυναίκα εσυχνάζανε σπίτι της κι όλοι αρχηνίσανε να σκούζουνε.
Και εγώ γυρίζοντας κατ’αυτούς τους είπα: “Όξω από δω, όξω από δω!
Τα κρίματά σας σας εσύρανε εδώ. Τούτος ο τόπος είναι κεραυνοκράχτης, γιατί ο Θεός τον μισάει”.
Και εφοβήθηκαν ολίγο, όμως δεν εφεύγανε. Και εστάθηκα
σιωπηλός για νά ’βρω τι να τους πω για να φύγουνε.
Και τους είπα: “Παιδιά, ακούστε τα λόγια του Διονύσιου του Ιερομόναχου.
Εγώ για με, πάω να κάμω δέησι και σας αφίνω εδώ. Βάλτε το χέρι στη συνείδησί σας
και ιδέστε τι μπορεί νάβγη εάν μείνετε. Η διοίκησι σάς γνωρίζει
και βρίσκοντάς σας εδώ θέλει πει πως την εφουρκίσατε εσείς”.
Ετότε τους είδα να πισωπλατίσουν όλους, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον
ποιος να πρωτοφύγη, και εροβολούσαν τες σκάλες με μια ταραχή
οπού μου φάνηκε πως οι περισσότεροι εγκρεμιζότανε.
Εις Μοναχήν
Από το θρόνο του Άπλαστου
οι αγγέλοι εκατεβήκαν
και μέσ’στου μοσχολίβανου
το σύγνεφον εμπήκαν
να ιδούν που το κοράσιο
κινάει στην εκκλησιά.
“Χριστός Ανέστη” εψάλλανε
με τα χρυσά τους χείλη,
“Χριστός Ανέστη” εκάνανε
κι αστράφτανε σαν ήλιοι
και λόγια ετραγουδούσανε
εγκάρδια και θερμά.
Χαίρε αδελφή! Μου αρέσουνε
της όψης σου οι χλωμάδες
εις τα περίσσια ανάμεσα
κεριά και στες λαμπάδες,
κάλλιο από ρόδα πιάνουνε
της Νύμφης του Χριστού.
Αφού τον θάνατο έκλαψες
της δόλιας σου μητέρας
και του πατρός, σού απόμεινε
μόνος Αυτός πατέρας·
πάντα περνάει τα σπλάχνα του
το δάκρυ του ορφανού.
Γλυκό είναι της Παράδεισος
να μελετάς τα κάλλη·
πικρή ’ναι η φοβερώτατη
του κόσμου ανεμοζάλη·
μόν’εδώ φθάνει ο αντίλαλος
δε φθάνει η τρικυμιά.
Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα
σ’εσένα κατεβαίνει·
εκεί ταράζουν άρματα
και θρόνοι αιματωμένοι.
Εδώ ευτυχία και θρίαμβος
εκεί ’ναι συμφορά.
Ο κόσμος ερωτεύθηκε
στα μάτια, στη φωνή σου,
τα μελετάει συχνότατα
κι η αγγελική ψυχή σου
φωνή και μάτια εγύρισε
κατά τον ουρανό.
Ο Πλάστης κατ’εικόνα του
τον άνθρωπο εποιούσε,
μέσ’στα κρυφία της γνώσης του
την Κτίσι εμελετούσε
για νά’ναι του λιγόζωου
ανθρώπου η κατοικιά.
Απάνου απάνου εχύθηκε
στην άβυσσο που εσειότουν
και με τρομάρα εμούγκριζε
κι αυτή δεν εσωζότουν
ο Πλάστης ολομόναχος
αγροίκαε με χαρά.
Έρως και Χάρος πάντοτε
δουλεύουν εδώ κάτου
ως που ο Καιρός ο γέροντας
να χάση τα φτερά του.
Φρικτή ’ναι η ώρα που άνθρωπος
βαρειά ψυχομαχά.
Μη φοβηθής να’σ’έρημη
τότε από κάθε μάτι.
Ιδού ο Χριστός που γέρνοντας
στου πόνου το κρεββάτι
σου σιάζει το προσκέφαλο
και σε παρηγορά.
Ευτυχισμένο λείψανο
θέλει σου δώσει πάλι,
τον αρραβώνα ο ίδιος
οπού σου πήρε αγάλι,
την ώρα που απομείνανε
τα στήθια σου νεκρά.
Τα κόκκαλα εβαρέθηκαν
στο μνήμα καρτερώντας
και τρίζουνε ακατάπαυτα
την Κρίσι αναζητώντας
ξύπνα, αδελφή, τη σάλπιγγα
την ύστερη αγροικώ.
Τα μάτια της αστράψανε
του τάφου από την κλίνη·
Κοίτα! πετιέται ολόχαρη,
και μέσ’στο λάκκο αφίνει
τους μόσχους του Μαϊάπριλου,
που δεν υπάρχει πλιο.
Τα μάτια της αστράψανε
του τάφου από την κλίνη·
κοίτα! πετιέται ολόχαρη
και μέσ’στο λάκκο αφίνει
τους μόσχους του Μαϊάπριλου
που δεν υπάρχει πλιο.
Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’αέρι,
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα·
γλυκειά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι, και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχθήτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε·
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι.